Το ρήμα «λιντσάρω» (για άλλους λυντσάρω) σημαίνει σύμφωνα με το ΛΝΕΓ κακοποιώ ή θανατώνω με λιντσάρισμα: οι κάτοικοι τού χωριού όρμησαν να λιντσάρουν τον παιδοκτόνο, αλλά απωθήθηκαν από τον αστυνομικό κλοιό. [ΕΤΥΜ. < αγγλ. lynch (στη φρ. lynch law) από το όνομα τού Αμερικανού Ch. Lynch (1736-1796), ο οποίος οργάνωνε παράνομα λαϊκά δικαστήρια κατά την Αμερικανική Επανάσταση και εκτελούσε ποινές εναντίον των νομιμοφρόνων (αγγλ. loyalists) προς το αγγλικό στέμμα στην πολιτεία τής Βιρτζίνιας].
Σύμφωνα με το Λεξικό του Τριανταφυλλίδη: λιντσάρω [lintsáro] -ομαι Ρ6 : 1. (για πλήθος ανθρώπων) επιτίθεμαι με σκοπό να κακοποιήσω κπ. που τον θεωρώ ένοχο, υπεύθυνο για κτ.: Οι φίλαθλοι όρμησαν να λιντσάρουν το διαιτητή. 2. σκοτώνω με τα ίδια μου τα χέρια, χωρίς δίκη, αυτοδικώ: Οι συγγενείς του θύματος επιτέθηκαν στο δολοφόνο για να τον λιντσάρουν.[αγγλ. lynch (ίσως < ανθρωπων. Lynch) -άρω ή μέσω του ιταλ. linciar(e) -ω]
Άρης Ιωαννίδης*
Φιλόλογος
Βρείτε επιλεγμένα άρθρα και εκπαιδευτικό υλικό στις ομάδες μας
• schooltime – Εκπαιδευτικό υλικό • Φιλολογικές Σελίδες • Εκπαιδευτικές σελίδες
♦ Μπορείτε να ενημερώνεστε μέσω facebook για όλες τις νέες δημοσιεύσεις ή να προτείνετε τη σελίδα μας επιλέγοντας τον σύνδεσμο • schooltime