«Καλοκαιρινό ειδύλλιο» του Ουίλιαμ Τρεβόρ
Ιρλανδία, δεκαετία του 1950: Ένας μελαχρινός άγνωστος, με το ποιητικό όνομα Φλοριάν, εμφανίζεται στην κωμόπολη Ραθμόι, την ώρα της κηδείας της γηραιάς κυρίας Κόναλτι. Φωτογραφίζει σκηνές από την τελετή, κινείται με τη σιγουριά ενός ντόπιου στην περιοχή, γεννά διάφορες εικασίες για την παρουσία του ανάμεσα στους κατοίκους, αλλά κυρίως τραβά την προσοχή της νεαρής Έλι.
Παντρεμένη με τον αγρότη Ντίλαχαν, ο οποίος πενθεί ακόμη την απώλεια της πρώτης συζύγου και του παιδιού του, η νεαρή κοπέλα ζει βυθισμένη στη σιωπή και τη μοναξιά. Θα ερωτευτεί το Φλοριάν και θα ονειρευτεί την προοπτική μιας άλλης ζωής μαζί του.
Όμως οι κόσμοι τους είναι διαφορετικοί…
«Έχοντας μεγαλώσει μέσα στη μοναξιά που βιώνει ένα μοναχοπαίδι, είχε διανύσει τα χρόνια της εφηβείας του αλλά και όσα ακολούθησαν χωρίς απαιτήσεις, για να γίνει ένας άντρας ελάχιστα διαφορετικός στο ταπεραμέντο από το παιδί που είχε υπάρξει: ένας ευγενικός, απροσποίητος άνδρας, επιφυλακτικός και λιγομίλητος.»
Άνθρωποι μοναχικοί, ξένοι ακόμα και όταν βρίσκονται ανάμεσα σε μια πολυμελή οικογένεια, βιώνουν τη συναισθηματική εξορία, το κάθε βίωμα τους είναι μια καθαρά προσωπική υπόθεση, πότε ανεπιτήδευτο, πότε αβασάνιστο, μην έχοντας πάντα απόλυτη συνείδηση της συνείδησης και της βαρύτητας του. Οι χαρακτήρες του Τρεβόρ συγκατοικούν με τα πλέον οδυνηρά συναισθήματά τους, χωρίς συνενόχους στη θλίψη τους, και ο λόγος είναι κυρίως ο φόβος της ρωγμής: κάπου στο παρελθόν τους υπάρχει μια ρωγμή, ένα βαθύ τραύμα και μια επιπλέον λέξη μπορεί να το επιφέρει στην επιφάνεια, η ρωγμή μπορεί να γίνει χάσμα και να τους εξαφανίσει. Επίσης περιγράφεται συχνά το κακό που μπορεί να επέλθει τυχαία, από μια αστοχία ή από κάποιο βαθύ ανεπούλωτο τραύμα και μπορεί να προκαλέσει από μια αναστάτωση έως την καταστροφή μιας ζωής.
«Ήταν μόνοι. Δεν υπήρχε ποτέ κανένας άλλος στο πίσω μπαρ την ώρα που εκείνη ερχόταν, ούτε και αργότερα κατά τη διάρκεια της ημέρας. Τα βράδια προτιμούσαν το μπαρ που έβλεπε στο δρόμο. Εκείνη την ώρα συγκεντρώνονταν στο πίσω μπαρ οι ιερείς, καθώς και ο κύριος ΜακΓκόβερν επειδή ήταν βολικό, και ο Φόγκαρτι από το δικαστήριο για να παίξει χαρτιά, αν έβρισκε κάποιον συμπαίκτη.»
Στο καλοκαιρινό ειδύλλιο εντοπίζεται και μια καινούργια ποιότητα κάθε φορά: Ο Τρεβόρ γίνεται ιδιαίτερα γενναιόδωρος με τους χαρακτήρες του: Όλοι στο τέλος αποκτούν ένα έστω και μικρό μερίδιο ευτυχίας, κάποια γαλήνη ή έστω αποδοχή. Όλοι στο τέλος βιώνουν μια υπερβατική στιγμή, που θα τους καταστήσει, αν όχι σοφότερους, τουλάχιστον πιο ικανοποιημένους.
«Τα μάτια του είχαν γίνει διαπεραστικά και ατσάλινα. Το ένα χέρι άρπαξε το πάνω μέρος της ανοιχτής πόρτας του αυτοκινήτου. Σε όλη τη διάρκεια αυτού του μονολόγου η Έλι είχε την εντύπωση πως προσπαθούσε να πει κάτι άλλο και δεν τα κατάφερνε επειδή δεν μπορούσε να βρει τα λόγια. Τη ρώτησε αν καταλάβαινε.»
Ο Τρεβόρ αφήνει τους ήρωες του στο κατώφλι μιας νεοαποκταθείσας γνώσης: ευτυχία δεν είναι αυτό που περιμένεις να σου συμβεί αλλά η αποδοχή, η συμφιλίωση και η απόλαυση της υπάρχουσας κατάστασης. Μπορεί η μικρή κωμόπολη να μην είναι παράδεισος για τους κατοίκους της, αλλά σίγουρα υπήρξε κάποια στιγμή. Κάποιοι πρόλαβαν και βίωσαν στιγμές μέγιστης ευφορίας. Κάποιοι είδαν κάποιους άλλους να τον απολαμβάνουν και κάποιοι ακόμη τον περιμένουν. Άλλωστε ο κάθε παράδεισος, όπως και το κάθε θέρος, είναι από τη φύση τους προσωρινά.
«Η θάλασσα είναι ήρεμη, οι μηχανές ξεφυσούν, η παγωνιά του φθινοπωρινού πρωϊνού επίμονη. Ξέρεις τι θα θυμάσαι, σκέφτεται, ξέρεις τι θα συγκρατήσει η εύθραυστη μνήμη. Για μια ακόμη φορά το κλειδί πέφτει στα πλακάκια. Για άλλη μια φορά τα βήματά της ακούγονται στο δρόμο».
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Ουίλιαμ Τρεβόρ γεννήθηκε στο Μίτσελστάουν του Κορκ το 1928 και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην ιρλανδική επαρχία. Σπούδασε στο κολέγιο Τρίντι του Δουβλίνου και είναι μέλος της Ιρλανδικής Ακαδημίας Γραμμάτων. Έχει τιμηθεί με το βραβείο Howthorden, ενώ έχει λάβει τρείς φορές το βραβείο Withbread. Ήταν πέντε φορές υποψήφιος για το βραβείο Man Booker το 2009. Για το σύνολο του έργου του έλαβε το έγκριτο David Cohen Literature Prize,(1999) ενώ το 2002 χρίστηκε ιππότης. Ζει στο Ντέβον. Στα ελληνικά έχουν κυκλοφορήσει τα βιβλία του: Οι εργάνηδες των λόφων (2008), Θάνατος το καλοκαίρι (2005), Η ιστορία της Λούσι Γκόλτ (2004), Μάταιη αναζήτηση (1996), Δυο ζωές (1995), Οι απόφοιτοι (1985).