«Βυζαντινές πριγκίπισσες στον βωμό της διπλωματίας» της Γιώτας Ιωακειμίδου«Βυζαντινές πριγκίπισσες στον βωμό της διπλωματίας»

Το Βυζάντιο απλωμένο σε τρεις ηπείρους το περικύκλωναν πάντα πολλοί και διαφορετικοί εχθροί. Κάποιους από αυτούς τους αντιμετώπιζε με τα όπλα και άλλους με τη διπλωματία. Τα όπλα της διπλωματίας ήταν ποικίλα. Ανάλογα με τον εχθρό που είχαν να αντιμετωπίσουν, χρησιμοποιούσαν και το κατάλληλο μέσο. Τα όπλα αυτά ήταν η επίδειξη του πλούτου που είχε ο θρόνος, η δωροδοκία, ο εκχριστιανισμός, εμπορικά προνόμια και οι γάμοι. Η πρακτική των γάμων ξεκινά από νωρίς και συνεχίζεται μέχρι 13ο και 14ο αιώνα.

Οι γάμοι γίνονταν είτε με ξένες πριγκίπισσες που παντρεύονταν αυτοκράτορες είτε με βυζαντινές πριγκίπισσες που παντρεύονταν ξένους αρχηγούς κρατών. Οι πριγκίπισσες του Βυζαντίου ήταν μεγαλωμένες μέσα στην χλιδή και τις ανέσεις, πορφυρογέννητες, κομψές, με τρόπους και εκλεπτυσμένη συμπεριφορά. Πολλές φορές όμως αναγκάστηκαν να υπηρετήσουν την εξωτερική πολιτική της Βασιλεύουσας υποκύπτοντας σε ένα γάμο, αταίριαστο καμιά φορά και εντελώς ξένο στην νοοτροπία και στην κουλτούρα τους.

Όταν ο γαμπρός καταγόταν από μακρινή χώρα της Ανατολής και ήταν βάρβαρος, η πριγκίπισσα δεν περνούσε καλά μέσα σε έναν περιβάλλον βαρβαρικό ανάμεσα σε άξεστους ανθρώπους. Όμως η στάση που κρατούσαν στο νέο τους περιβάλλον, η «θυσία» τους έσωσε πολλές φορές την Βασιλεύουσα από τα στίφη των βαρβάρων και απολίτιστων λαών. Αυτοί οι γάμοι ήταν το εχέγγυο φιλίας ανάμεσα στο Βυζάντιο και τον βάρβαρο σύζυγο. Επηρέαζαν θετικά τον ηγεμόνα, ο οποίος για χάρη τους δεν παρενοχλούσε πια την αυτοκρατορία. Οι πριγκίπισσες γίνονταν οι καλύτεροι πρεσβευτές του Βυζαντίου στη νέα τους πατρίδα.

Όμως, ακόμα και όταν παντρεύονταν ένα ηγεμόνα «πολιτισμένο», συνέβαινε πολλές φορές να έχουν πολλά προβλήματα αποδοχής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Θεοδώρα Λούκα, η οποία παντρεύτηκε τον δόγη της Βενετίας Δομίνικο Σέλβο. Ο γάμος έγινε για λόγους διπλωματικούς με την ισχυρή τότε Βενετία. Όμορφη, χαριτωμένη, με τρόπους, άφησε το στίγμα της στη Βενετιά. Οι χρονογράφοι της εποχής της φερθήκαν με μίσος αδικαιολόγητο. Την θεωρούσαν διαφθορέα της κοινωνία τους, την κατηγορούσαν για πράγματα που ήταν πολύ φυσιολογικά για μια πριγκίπισσα «έπλενε με αρωματισμένο νερό το σώμα της και όχι μόνον το πρόσωπο και τα χέρια, έτρωγε με χρυσό πιρούνι και όχι μα τα δάχτυλα, όπως έκαναν αυτοί, είχε πάντα αρωματισμένο δωμάτιο και άλλες τέτοιου είδους κατηγορίες. Φανταστείτε λοιπόν, αφού σε μια πολιτισμένη κοινωνία η πριγκίπισσα αντιμετώπιζε τέτοια εχθρότητα, τι τραβούσε σε κοινωνίες απολίτιστων και ακαλλιέργητων λαών.

Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις που οι πριγκίπισσες ήταν αποδεκτές και πολύ αγαπητές. Τέτοια ήταν η περίπτωση της Θεοδώρας, κόρης του Σεβαστοκράτορα (αδελφού του αυτοκράτορα Εμμανουήλ Κομνηνού), η οποία παντρεύτηκε με τον Ερρίκο ΙΙ, δούκα της Αυστρίας. Η θεοδώρα κατάφερε να φέρει τον βυζαντινό πολιτισμό στη Βιέννη.

Η πριγκίπισσα Άννα, αδελφή του Βασιλείου Βουλγαροκτόνου, παντρεύτηκε τον πρίγκιπα της Ρωσίας Βλαντίμιρ και για χάρη της έγινε χριστιανός όχι μόνον ο ίδιος, αλλά και ολόκληρος ο λαός. Όταν εκχριστιανίζονταν ένα λαός, έπαυε πια να αποτελεί απειλή για το Βυζάντιο.

Η πριγκίπισσα Θεοφανώ, ανεψιά του Ιωάννη Τσιμισκή, παντρεύτηκε τον Οθωνα Β΄, αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και συνέβαλλε πάρα πολύ στο να γνωρίσουν τα γερμανικά φύλα τον βυζαντινό πολιτισμό. Είναι η πριγκίπισσα που εκπολίτισε τους Γερμανούς, έφερε σ΄ αυτούς τον ελληνικό πολιτισμό. Αυτός ο γάμος ωφέλησε και το Βυζάντιο βέβαια, γιατί οι Γερμανοί σταμάτησαν τις εχθροπραξίες εναντίον των βυζαντινών κτήσεων στην κάτω Ιταλία. Έτσι λύθηκε με αυτόν τον τρόπο, μέσω του γάμου, η κρίση στις σχέσεις Ανατολής και Δύσης, εξαιτίας αυτών των κτήσεων που διεκδικούσε ο Οθων Α΄, ο επονομαζόμενος Μέγας. Ο Οθωνας δέχτηκε να σταματήσει τις εχθροπραξίες και έτσι ο Τσιμισκής, με εξασφαλισμένα τα νώτα του ασχολήθηκε με τους εχθρούς της Ανατολής.

Κλείνοντας θα αναφερθώ σε ένα γάμο που δεν έγινε, γάμος που, αν γινόταν, θα απέτρεπε την άλωση. Λέγεται ότι ο χήρος Κ. Παλαιολόγος έστειλε προξενιά να παντρευτεί τη Σέρβα πριγκίπισσα Μάρα, χήρα του Μουράτ Β, η οποία ήταν μητέρα του Μωάμεθ Πορθητή. Η Μάρα ήταν ήδη 50 ετών, επέστρεψε στον χριστιανό πατέρα της και έγινε μοναχή. Αν γινόταν αυτός ο γάμος ίσως ο Πορθητής να μην στρεφόταν ποτέ εναντίον του θετού πατέρα του. Μάλιστα τούρκοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι οι κατώτεροι πολιτισμικά Οθωμανοί θα αφομοιώνονταν και ο χάρτης της παγκόσμιας ιστορίας θα ήταν διαφορετικός.

Σκοπός ήταν μέσα από τέτοιους γάμους να γεννηθούν διάδοχοι –κλειδιά που θα βοηθούσαν στην εξάπλωση του βυζαντινού πολιτισμού και δεν θα δημιουργούσαν προβλήματα. Δεν υπάρχουν όμως καταγραμμένες σκέψεις αυτών των γυναικών, παρόλο που ήταν μορφωμένες.