Ο Κορνήλιος Νέπως (Cornelius Nepos), Γάιος ενδεχομένως σύμφωνα με το πατρώνυμο. Γεννήθηκε το 100/94 π.Χ. από την εποχή της κτίσης της Ρώμης στη Γαλατία. Ο Πλίνιος ο πρεσβύτερος ισχυρίζεται ότι κατοικούσε στην περιοχή του Πάδου. Σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες, γενέτειρά του ήταν το Τίκινο (Ticinum, η σημερινή Pavia), άλλοι η Οστιλία (Hostilia, η σημερινή Ostiglia όπου το 1868 μ. Χ. στήθηκε ο ανδριάντας του), άλλοι η Βριξία (Brixia, η σημερινή Brescia). Ανήκε σε οικογένεια ιππέων, ευγενών και έλαβε καλή μόρφωση. Αργότερα εγκαταστάθηκε στη Ρώμη. Συναναστράφηκε με πολιτικούς, όπως τον Κικέρωνα, ωστόσο δεν αναμείχθηκε με την πολιτική. Ενσωματώθηκε σε κύκλους διανοουμένων με τον Πομπώνιο Αττικό, τον Κάτουλλο που του αφιέρωσε τα ποιήματά του. Πέθανε μετά το 27 π.Χ. και σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες, περίπου το 30 π.Χ. Νεώτερος ασχολήθηκε με την ποίηση, αλλά μετέπειτα με την ιστορία, αρχαιολογία, γεωγραφία. Στα έργα του δεν επιζητά την ακρίβεια στην ιστορική καταγραφή, αναλώνεται στη σφαίρα του προσωπικού, το ύφος του είναι ευχάριστο, λιτό.
Το έργο του, «Βίοι» (De excellentibus ducibus) απαρτίζεται από εικοσιπέντε κεφάλαια μικρής έκτασης, με πρόλογο στην αρχή τους. Τα είκοσι πρώτα κεφάλαια αναφέρονται σε Έλληνες στρατηγούς, εκτός από το δέκατο τέταρτο για τον Δατάμη από την Καρία. Το εικοστό πρώτο κεφάλαιο παραπέμπει στους βασιλείς, το εικοστό δεύτερο στον Αμύκλα, το εικοστό τρίτο στον Αννίβα, το εικοστό τέταρτο στον Κάτωνα, το εικοστό πέμπτο στον Αττικό (τα κεφάλαια εικοστό τέταρτο και εικοστό πέμπτο ενδεχομένως ανήκουν στο «De viris illustribus» που έχει χαθεί). Αν και εντοπίζονται ιστορικές ανακρίβειες, το έργο αυτό το προτιμούσε το κοινό. Σύμφωνα με κάποιους μελετητές, το έργο θυμίζει τις Imagines του Βάρρωνα.
Τα σωζόμενα χειρόγραφα των βίων είναι πολλά, τα περισσότερα τοποθετούνται το 15ο αιώνα και λίγα ως το 12ο αιώνα. Ο Πλίνιος είχε χαρακτηρίσει το Νεπώτα μέτριο λογοτέχνη-διανοητή. Ο Ludwing Bieler υποστηρίζει ότι τα γραπτά του Νεπώτα δείχνουν το μέσο πεπαιδευμένο άτομο του καιρού του[1].
[κείμενο] XI. IPHICRATES (1-3) Ificrates Aetheniensis non tam magnitudine rerum gestarum quam disciplina military nobilitatus est. Fuit enim talis dux, ut non solum aetatis suae cum primis compararetur, sed ne de maioribus natu quidem quisquam anteponeretur. Multum vero in bello est versatus, saepe exercitibus praefuit, nusquam culpa male rem gessit, semper consilio vicit tantumque eo valuit, ut multa in re military partim nova attulerit, partim meliora fecerit. Namque ille pedestria arma mutavit. Cum ante illum imperatorem maximis clipeis, brevibus hastis, minutis gladiis uterentur, ille e contrario peltam pro parma fecit (a quo postea peltastae pedites appellati sunt, qui antea hoplitae appellabantur), ut ad motus concursusque essent leviores, hastae modum duplicavit, gladios longiores fecit. Idem genus loricarum novum intituit et pro sertis atque aeneis linteas dedit. Quo facto expeditiores[2] milites reddidit: nam pondere detracto, quod aeque corpus tegeret et leve esset, curavit. Bellum cum Thraecibus gessit, Seuthem, socium Aetheniensium, in regnum restituit. Apud Corinthum tanta severitate exercitui praefuit, ut nullae umquam in Graecia neque exercitatiores copiae neque magis dicto audientes fuerint duci, in eamque consuetudinem adduxit, ut, cum proelii signum ab imperatore esset datum, sine ducis opera sic ordinatae consisterent, ut singuli a peritissimo imperatore dispositi viderentur. Hoc exercitu moram[3] Lacedaemoniorum interfecit, quod maxime tota celebratum est Graecia. Iterum eodem bello omnes copias eorum fugavit, quo facto magnam adeptus est gloriam. Cum Artaxerxes Aegyptio regi bellum inferre voluit, Iphicratem ab Aetheniensibus ducem petivit, quem praeficeret exercitui conducticio[4], cuius numerus duodecim milium fuit. Quem quidem sic omni disciplina military erudivit, ut, quem ad modum quondam Fabiani milites[5] Romae [appellati sunt], sic Iphicratenses apud Graecos in summa laude fuerint. Idem subsidio Lacedaemoniis profectus Epaminondae retardavit impetus. Nam nisi eius adventus appropinquasset, non prius Thebani Sparta abscessissent, quam captam incendio delessent. Fuit autem et animo magno et corpore imperatoriaque forma, ut ipso aspectu cuivis iniceret admirationem sui, sed in labore nimis remissus parumque patiens, ut Theopompus memoriae prodidit, bonus vero civis fideque magna. Quod cum in aliis rebus declaravit, tum maxime in Amyntae Macedonis liberis tuendis. Namque Eurydice, mater Perdieccae et Philippi, cum his duobus pueris Amynta mortuo ad Iphicratem confugit eiusque opibus defensa est. Vixit ad senectutem placatis in se suorum civium animis. Causam capitis semel dixit, bello sociali, simul cum Timotheo, eoque iudicio est absolutus. Menesthea filium reliquit ex Thraessa natum, Coti regis filia. Is cum interrogaretur, utrum pluris, patrem matremne, faceret, “matrem” inquit. Id cum omnibus mirum videretur, at ille “merito” inquit “facio: nam pater, quantum in se fuit, Thraecem me genuit, contra ea mater Atheniensem”. | [μετάφραση] Ο Ιφικράτης ο Αθηναίος ήταν πάρα πολύ φημισμένος όχι τόσο για τις αξιόλογες ενέργειες που πραγματοποίησε, αλλά για τη στρατιωτική του παιδεία. Γιατί ήταν τόσο σημαντικός στρατηγός, ώστε να συγκρίνεται όχι μόνο με τους πρώτους από τους συγχρόνους του, αλλά να μην εκλέγεται κανείς από τους προγενέστερούς του. Βέβαια αρκετά ανατράφηκε κατά τον πόλεμο, συχνά διοικούσε τα στρατεύματα, σε καμιά περίπτωση δε διεξήγαγε μια κοινή μάχη, πάντοτε νίκησε με σχεδιασμό και τόσο υπερίσχυσε γι’ αυτό, ώστε έφερε αρκετό νέο εξοπλισμό στα στρατιωτικά και τελειοποίησε μέρος του οπλισμού. Διότι εκείνος μετέβαλε τον πεζικό οπλισμό. Πριν γίνει εκείνος στρατηγός, χρησιμοποιούσαν τεράστιες ασπίδες, μακριά δόρατα, μικρά ξίφη, εκείνος έκανε την πέλτη αντίθετα με την πάρμη (από την οποία μετέπειτα ονομάστηκαν οι πεζοί πελταστές, οι οποίοι παλιότερα ονομάζονταν οπλίτες), για να είναι ελαφρότεροι στις κινήσεις και το τρέξιμο, διπλασίασε το μάκρος του δόρατος, έκανε τα ξίφη πιο μακριά. Ο ίδιος καθιέρωσε νέο είδος θωράκων και πρόσφερε λινούς θώρακες αντί για πλεγμένους και χάλκινους. Αφού έγινε αυτό, μετέβαλε τους στρατιώτες σε πιο ελαφρά οπλισμένους˙ διότι, αφού περιορίστηκε το βάρος, φρόντισε αυτό που εξίσου θα περιέβαλε το σώμα και θα ήταν ελαφρό. Διεξήγαγε πόλεμο με τους Θράκες, αποκατέστησε στο βασίλειό του το Σεύθη, σύμμαχο των Αθηναίων. Κοντά στην Κόρινθο διηύθυνε το στρατό με τόση αυστηρότητα, ώστε καμιά στρατιωτική δύναμη ποτέ μέχρι τώρα στην Ελλάδα δεν ήταν περισσότερο εξασκημένη ούτε περισσότερο υπάκουη στο λόγο του ηγεμόνα και σ’ αυτή τη συνήθεια κατηύθυνε, ώστε όποτε δινόταν το σημείο της μάχης από το στρατηγό, χωρίς τη συνδρομή του ηγεμόνα, έτσι παρατάσσονταν στη σειρά, ώστε μεμονωμένα φαινόταν να τοποθετείται ο καθένας από πάρα πολύ πεπειραμένο στρατηγό. Με αυτό το στράτευμα τη μόρα των Λακεδαιμονίων κατέστρεψε, πράγμα που σε όλη την Ελλάδα διαδόθηκε ευρέως. Στη συνέχεια σ’ αυτό τον πόλεμο όλες τις δυνάμεις τους καταδίωξε και από αυτή την πράξη απέκτησε μεγάλη δόξα. Όταν θέλησε να κηρύξει πόλεμο με τον Αιγύπτιο βασιλιά, ζήτησε από τους Αθηναίους τον Ιφικράτη ως ηγεμόνα, για να τοποθετήσει αυτόν ως αρχηγό των μισθοφόρων στρατιωτών που ο αριθμός τους ήταν δώδεκα χιλιάδες. Βέβαια αυτόν το στρατό έτσι εκπαίδευσε με ολοκληρωμένη εξάσκηση, ώστε, με τον τρόπο που οι στρατιώτες της Ρώμης ονομάστηκαν κάποτε Φαβιανοί, έτσι οι Ιφικράτειοι κοντά σους Έλληνες θεωρήθηκαν πολύ μεγάλος έπαινος. Ο ίδιος, αφού κατευθύνθηκε για βοήθεια στους Λακεδαιμονίους, επιβράδυνε την ορμή του Επαμεινώνδα. Διότι, αν δεν πλησίαζε η άφιξή του, οι Θηβαίοι δε θα αποχωρούσαν από τη Σπάρτη προτού, αφού την κατακτούσαν, την κατέστρεψαν με φωτιά. Εξάλλου είχε μεγάλη καρδιά και στο σώμα εμφάνιση στρατηγού, ώστε με αυτή τη θέαση σε οποιονδήποτε επιδείκνυε θαυμασμό γι’ αυτό, αλλά όσον αφορά το μόχθο υπερβολικά χαλαρός και λίγο υπομένοντας, όπως ο Θεόπομπος, παρέδωσε στη μνήμη, εντούτοις αγαθός πολίτης και με μεγάλη εμπιστοσύνη. Αυτό αφενός σε άλλα πράγματα ξεκαθάρισε, αφετέρου κυρίως στα παιδιά του, Αμύντα και Μακεδόνα. Γιατί η Ευρυδίκη, μητέρα του Περδίκκα και του Φιλίππου, με το θάνατο του Αμύντα μαζί με τα δύο παιδιά της πήγε στον Ιφικράτη και προστατεύτηκε από τη δύναμη αυτού. Έζησε στα γηρατειά με ευνοϊκές διαθέσεις των πολιτών προς αυτόν. Μια φορά στο συμμαχικό πόλεμο καταδικάστηκε σε γραφή θανάτου μαζί με τον Τιμόθεο και αθωώθηκε από αυτή τη δίκη. Άφησε γιο το Μενεσθέα, καταγόμενο από τη Θράκη, κόρη του βασιλιά Κότυος. Αυτός, όταν ρωτήθηκε ποιον αγαπούσε περισσότερο τον πατέρα ή τη μητέρα, είπε, «τη μητέρα». Αυτό επειδή σε όλους φάνηκε περίεργο και εκείνος «δίκαια», είπε, «διότι ο πατέρας, όσο εξαρτιόνταν από αυτόν, με έκανε Θράκα, αντίθετα η μητέρα Αθηναίο». |
βιβλιογραφία-πηγές
٠Γιακουμή, Π., Πανουτσοπούλου, Χ. «Κορνηλίου Νεπώτος, Βίοι». Αθήνα: Γρηγόρη
٠Κορνηλίου Νέπωτος Βίοι (εκλογαί). 1961 Αριθ. Εκδ.: ΙΑ΄. μετάφρ. Σκάσσης, Ε. Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων [ΟΕΣΒ]
٠Rose, H.J. 1978. Ιστορία της Λατινικής Λογοτεχνίας. Αθήνα: Μορφωτιό ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
٠https://el.wikipedia.org/
[1] Ludwing Bieler, Ιστορία της Ρωμαϊκής Λογοτεχνίας. 1965. μετάφρ. Σκιαδά, Α. Αθήνα: εκδόσεις Γρηγόρη
[2] expeditus: στρατιώτης που είναι ελαφρά οπλισμένος
[3] moram: η μόρα (στη δωρική, αντί μοίρα) ήταν στρατιωτικό σώμα που αποτελούνταν από 400 ή 512 άνδρες
[4] conducticius,-a,-um: μισθωτός στρατιώτης
[5] Fabiani milites: πρόκειται για τους στρατιώτες του Φαβίου Μάξιμου που ονομάστηκε Μελλητής (cunctator), εξαιτίς της αργοπορίας του στις στρατιωτικές κινήσεις εμπόδισε τον Αννίβα να προχωρήσει περαιτέρω
Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια
Ελευθερία Μπέλμπα*
Φιλόλογος
♦ Αν θέλετε να ενημερώνεστε μέσω facebook για όλες τις νέες δημοσιεύσεις, ακολουθήστε τη σελίδα μας επιλέγοντας τον σύνδεσμο: schooltime