Γεώργιος Βιζυηνός «ένας αταίριαστος έρωτας». Της Γιώτας ΙωακειμίδουΓεώργιος Βιζυηνός «ένας αταίριαστος έρωτας»

Ο Γεώργιος Βιζυηνός γεννήθηκε το 1849 στην Βιζύη της Θράκης και πέθανε στο Δρομοκαΐτειο το 1896. Φτωχή οικογένεια «από πάππο ασβεστά και πατέρα καρβουνιάρη», όπως έλεγε ο ίδιος, τον προόριζαν για ράφτη και μετά καλόγερο. Είχε όμως πάθος με τα γράμματα, υποστηρίχτηκε και έκανε εξαιρετικές σπουδές.

Πέθανε στα 47 του χρόνια από φρενοβλάβεια, η οποία εκδηλώθηκε με αφορμή τον αταίριαστο έρωτα του για μια παιδίσκη. Μόλις επέστρεψε από τις πολυετείς σπουδές του στη Γερμανία εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1884 και συνδέθηκε με οικογενειακή φιλία με την οικογένεια της Σοφίας Φραβασίλη, της οποίας ο Ιταλός σύζυγος κατασπατάλησε την περιουσία του και την εγκατέλειψε με δυο μικρά κοριτσάκια.

Η 9χρονη τότε Μπετίνα έγινε η αδυναμία του. ‘Έγινε για αυτήν ο πατέρας που δεν είχε. Έπαιζε μαζί της, της απάγγελε ποιήματα του, την συνόδευε σε περιπάτους και έγινε η μούσα του στις ποιητικές του εμπνεύσεις. Η μικρή και χαριτωμένη Μπετίνα είχε κλίση στα γράμματα και στη μουσική. Όταν λοιπόν διορίστηκε ως καθηγητής δραματικής στο Ωδείο το 1890, πήρε στη σχολή τη μικρή Μπετίνα να σπουδάσει πιάνο. Η μικρή είχε μεγάλο ταλέντο και ήταν το καμάρι της σχολής. Το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς αρρωσταίνει και με την συμβουλή των γιατρών του πηγαίνει στα λουτρά στην Αυστρία. Επιστρέφει, αλλά η κατάστασή του είναι περίεργη: έχει μεγάλη νευρικότητα, ξαγρυπνά, δουλεύει με αφύσικους ρυθμούς.

Λίγο μετά, 1892, ξεσπά το πάθος του για την μικρή και εκδηλώνεται η φρενοβλάβεια του. Ο  ώριμος άντρας άρχισε να πλάθει όνειρα και ένα αταίριαστο πάθος, ένας έρωτας ανέφικτος θέριεψε μέσα του.  Ένα απόγευμα κάνει επίσκεψη στο σπίτι της μητέρας και της αναγγέλλει ότι θα γίνει πολύ πλούσιος πουλώντας το μεταλλείο, θα παντρευτεί και θα ευτυχήσει. Η Σοφία αγνοώντας τον κρυφό του έρωτα χαίρεται για τον οικογενειακό φίλο και την σπουδαία τύχη του. Η αρρώστια επιδεινώνεται, έτσι επανέρχεται στο σπίτι της Σοφίας και ζητά το χέρι της μικρής. Η γυναίκα σοκάρεται, αντιλαμβάνεται τον παραλογισμό του και προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο του λέει ότι θα απαντήσει σε τρεις μέρες. Ο Βιζυηνός επανέρχεται και η μητέρα του λέει ότι ναι μεν είναι ενθουσιασμένη, αλλά το κορίτσι είναι πολύ μικρό για παντρειά.

Παραληρεί, την κατηγορεί ότι είναι άστοργη και την επόμενη μέρα της στέλνει το εξής ποίημα: Εν όσω ζω και ζώνομαι/και πέφτω και σηκώνομαι/να φάγω τα κομμάτια μου/γλυκά αν σε δουν τα μάτια μου. Από κάτω γράφει σαν υποσημείωση, θα λαβαίνεις συχνά τέτοια δώρα από μένα. Η αρρώστια του επιδεινώνεται, είναι πια παράφρων. Η Μπετίνα αγνοεί όλα αυτά τα περιστατικά που λαβαίνουν χώρα.

Ώσπου κάποιο ξημέρωμα στις πέντε το πρωί καταφτάνει στο σπίτι της την ώρα που παίζει πιάνο. Μαθήτρια της πρώτης γυμνασίου εκείνη την ώρα εκπαιδεύεται στο πιάνο. Της χτυπάει το παραθύρι, η όψη του μοιάζει με τρελού και το παιδί τρομοκρατείται. Της κάνει πρόταση να τον ακολουθήσει στο αμάξι που τους περιμένει. Έντρομες η μάνα και η γιαγιά του κοριτσιού προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τον παραλογισμό και το παραλήρημα του. Επί τρεις ώρες πολιορκεί το σπίτι με τις φωνές του και πετάει λουλούδια μέσα από τα ανοιχτά παράθυρα. Πετάει τριαντάφυλλα φωνάζοντας «ιδού εν ρόδον Μπετίνα μου, ιδού και έτερον ρόδον».

Ο διευθυντής του ωδείου με ένα γιατρό πηγαίνουν την επόμενη μέρα στο σπίτι του. Τον βρίσκουν ντυμένο γαμπρό, φοράει επίσημο φράκο, καπέλο, στολισμένος και έτοιμος για την εκκλησία. Στο τραπέζι τα γλυκά του γάμου και οι λαμπάδες αναμμένες. Όλα τα έπιπλα και τα πατώματα ακόμα είναι σκεπασμένα με σκορπισμένα λουλούδια. Την επίσκεψη  την εκλαμβάνει σαν επίσκεψη στον γάμο του και ζητεί να γίνουν οι κουμπάροι του. Δέχεται ο διευθυντής να γίνει κουμπάρος με ένα όρο, να γίνει ο γάμος στην εξοχή, να περάσουν να πάρουν και την νύφη που τους περιμένει. Μετά από πολλές αντιρρήσεις δέχεται και οδηγείται όχι βέβαια στην εξοχή για τον γάμο, αλλά στο Δρομοκαΐτειο, όπου και θα παραμείνει μέχρι το τέλος της ζωής του.

Εκεί έχει κάποιες αναλαμπές και γράφει ποιήματα για την αγαπημένη του, όπως το παρακάτω:

Μες στα στήθια ή συμφορά
σαν το κύμα πλημμυρά,
σέρνω το βαρύ μου βήμα
σ” ένα μνήμα!

Σαν μ” αρπάχθηκε η χαρά,
που εχαιρόμουν μια φορά,
έτσι σε μιαν ώρα…
μες σ” αυτήν την χώρα
όλ” άλλαξαν τώρα!

Και από τότε, που θρηνώ
το ξανθό και γαλανό
και ουράνιο φως μου,
μετεβλήθη εντός μου
και ο ρυθμός του κόσμου.

Μες στα στήθια ή συμφορά
σαν το κύμα πλημμυρά,
σέρνω το βαρύ μου βήμα
σ” ένα μνήμα…

Τον σταυρό τον αψηλό
αγκαλιά γλυκοφιλώ
το μυριάκριβο όνομα της,
κι απ’ τα χώματα της,

η φωνή της η χρυσή
με καλεί: «Έλα και συ
δίπλα στο ξανθό παιδί σου
και κοιμήσου!

Πεθαίνει στις 15 Απριλίου 1896 στο Δρομοκαΐτειο «συνεπεία μαρασμού, τελευταία περίοδος προϊούσης γενικής παραλύσεως» και κηδεύεται δημοσία δαπάνη στο πρώτο νεκροταφείο Αθηνών.

Η μικρή Μπετίνα εξελίχτηκε σε μεγάλο μουσικό ταλέντο, σε σπουδαία πιανίστρια. Αλλά και η δική της ζωή ήταν πολύ σύντομη και τραγική. Προσβάλλεται από σακχαρώδη διαβήτη, ανίατη την εποχή εκείνη, και πεθαίνει το 1898, είκοσι χρόνων και νιόπαντρη τεσσάρων μηνών.