«Εγκληματικότητα και φυλακές στο Βυζάντιο»
Στο Βυζάντιο υπάρχει μεγάλη φτώχεια και αυτό οδηγεί στην εγκληματικότητα. Πλήθος κλεφτών και γενικά ανθρώπων με παραβατική συμπεριφορά ζει και δρα στην Βασιλεύουσα.
Πορτοφολάδες, νυχτοκλέφτες, κλέφτες στα λουτρά, κλέφτες όπλων σε στρατώνες, κλέφτες αλόγων, κλέφτες σε πυρκαγιές πλήρης ειδίκευση δηλαδή στο κλέψιμο. Πολυάριθμη είναι η κατηγορία των κλεπτών στα δημόσια λουτρά. Αυτοί έμπαιναν μέσα στα λουτρά σαν πελάτες, έκλεβαν τα ρούχα, τα φορούσαν ανάποδα και έβγαιναν σαν κύριοι. Οι νυχτοκλέφτες ευνοούνται από το σκοτάδι που επικρατεί τη νύχτα, επιτίθενται ακόμα και σε όσους κυκλοφορούν τη νύχτα. Οι άνθρωποι για να προστατευτούν κουβαλάνε πάντα μαζί τους ρόπαλα για να αμυνθούν, αν πέσουν θύματα επίθεσης. Είναι τόσο αδίστακτοι ώστε αρπάζουν ακόμα και τα δαχτυλίδια από τα χέρια γυναικών και όταν αυτά δεν βγαίνουν, κόβουν τα δάχτυλα. Οι κλέφτες δρούσαν οργανωμένα, χτυπούσαν μετά από παρακολούθηση και προετοιμασία και πολλές φορές για να μην κινήσουν υποψίες φορούσαν ράσα, γι αυτό και τους αποκαλούσαν «τα παιδιά του αρχιερέως». Τα σκυλιά φύλακες τα δηλητηρίαζαν με κρέας, έβαζαν σφουγγάρια στα παπούτσια τους και άλειφαν το πρόσωπο με καπνιά. Αλλά και αν ακόμα τους έπιαναν στα «πράσα» δεν έφευγαν, αλλά έπαιρναν ό,τι ήθελαν απειλώντας με μαχαίρι τους ιδιοκτήτες.
Για να προστατευτούν οι πολίτες υπάρχει ειδικό αστυνομικό σώμα με αρχηγό τον νυκτέπαρχο, αλλά οι δικαιοδοσίες του είναι πολύ μικρότερες από τις αντίστοιχες του έπαρχου της ημέρας. Ο Ιουστινιανός έδωσε πρόσθετα καθήκοντα στον νυκτέπαρχο και ήταν ένα πολύ τιμητικό αξίωμα. Είχε στις προσταγές του μια μικρή δύναμη από είκοσι στρατιώτες και τριάντα ματρικάριους. Είχε όμως στήσει ένα καλό δίκτυο από πληροφοριοδότες και έτσι κατάφερνε να ελέγξει την εγκληματικότητα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που χρησιμοποιούσε κάποιους από αυτούς για να καταδιώκει τους κλέφτες. Το σύστημα αυτό διατηρήθηκε και από τους Οθωμανούς με τους λεγόμενους «πασβάντηδες», οι οποίοι κρατούσαν ένα μπαστούνι και χτυπώντας το στα πλακάκια φώναζαν «εδώ πασβάντης».
Συλλαμβάνονται και ανακρίνονται οι μικροί κλέφτες τη νύχτα, οι μεγάλοι ανήκουν σε άλλη δικαιοδοσία. Μόλις συλληφθεί ένας κλέφτης οδηγείται στον κομμενταρήσιο και στην συνέχεια στον σεκρετάριο, τον ανακριτή θα λέγαμε σήμερα. Με μαστιγώματα και ξύλο θα ομολογήσει και το πρωί οδηγείται στον έπαρχο-αστυνόμο της ημέρας, καταδικάζεται στη συνέχεια συνήθως με ραβδισμό. Αν τα κλοπιμαία βρεθούν επάνω του τα πληρώνει τέσσερις φορές ίσα με την αξία τους. Πολύ αυστηρές ήταν οι ποινές για τις κλοπές στρατιωτικών αλόγων, την πρώτη φορά τους έκοβαν το χέρι, τη δεύτερη τους κρεμούσαν. Αν έβαζαν φωτιά με σκοπό να κλέψουν, η τιμωρία ήταν πολύ βάρβαρη, τους έκαιγαν στην πυρά.
Όταν φέρουν όπλα στην διάπραξη μιας κλοπής, τότε η τιμωρία τους είναι ισόβια καταναγκαστικά έργα στα ορυχεία.
Οι φυλακές της Πόλης είναι πολλές, έξι από αυτές βρίσκονται στο παλάτι, εκεί φυλακίζονται τα υψηλά πρόσωπα που παρανομούν, με τη διαφορά ότι εδώ δεν φυλακίζονται με δικαστική απόφαση, αλλά ιδιωτικά, κυρίως οι συνωμότες.
Οι φυλακισμένοι ζουν σε άθλιες συνθήκες, αλυσοδεμένοι, βρώμικοι, ψειριασμένοι, ξαπλωμένοι στο έδαφος. Δολοφόνοι, μοιχοί, μάγοι, φτωχοδιάβολοι συγχρωτίζονται όλοι μαζί,ανάμεσά τους και τρελοί που τους είχαν εγκαταλείψει οι οικείοι τους. Γυναίκες φυλακισμένες δεν υπάρχουν, όσες παρανομούν τις κλείνουν στα μοναστήρια. Την μέρα ο αρχιφύλακας τους στέλνει να ζητιανέψουν στην πόλη και το βράδυ ξαναγυρίζουν, όσα χρήματα μάζεψαν τα παίρνουν οι φύλακες. Κανείς δεν σκέφτεται να δραπετεύσει, γιατί η τιμωρία είναι ο θάνατος.
Υπόγειες, βουτηγμένες στο απόλυτο σκοτάδι, μοιάζουν με μνήματα ζωντανών, χωρίς καμιά πρόνοια για συνθήκες υγιεινής. Ψύλλοι, κοριοί, ψείρες κατατρώνε τα άρρωστα σώματα και τα μετατρέπουν σε ανθρώπινα ράκη.
Η σίτιση είναι και αυτή άθλια αποτελούμενη από λίγα όσπρια και χόρτα. Στερούνται ακόμα και το νερό, τους έδιναν να πιουν ξύδι. Δεμένοι πισθάγκωνα με χειροπέδες, δεμένοι στα πόδια ή στον λαιμό δεν μπορούσαν να κάνουν ούτε τις επιβαλλόμενες κινήσεις. Οι περισσότεροι δεν άντεχαν τα μαρτύρια και πέθαιναν. Γυναίκες φυλακισμένες δεν υπήρχαν, όσες παρανομούσαν τις έκλειναν στα μοναστήρια, αφού τις κούρευαν.
Υπήρχε και η άλλη πλευρά όμως, αυτή της φιλανθρωπίας. Οι βυζαντινοί ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητοι απέναντί τους, ακόμα και αυτοκράτορας ο ίδιος. Συχνά οι αυτοκράτορες τις τελευταίες τους στιγμές απελευθέρωναν πολλούς φυλακισμένους, εκτός από τους τυμβωρύχους, άρπαγες παρθένων, μοιχούς, παραχαράκτες, πατροκτόνους. Άλλοι πάλι τους μοίραζαν τρόφιμα και χρήματα.
Στην εποχή των Κομνηνών οι φυλακές εξανθρωπίζονται κάπως, επιτρέπεται να κάνουν περιπάτους στο φως της μέρας, κοινωνικοί λειτουργοί επιβλέπουν τις συνθήκες κράτησης και σίτισης τους.
Ενδιαφέρον έδειχνε και ο κλήρος, κάποιοι πλούσιοι, μοναχοί και απλοί χριστιανοί. Δεν έλειπαν ακόμα και οι περιπτώσεις που άφηναν με διαθήκη μεγάλα ποσά για τους φυλακισμένους, όπως ο Ιωσήφ Βρυέννιος που άφησε έξι χρυσά δουκάτα για τους φυλακισμένους.