Ενάλια γεωαρχαιολογική έρευνα στην Ελούντα, στο Ίστρον και στους Αγ. Θεοδώρους της Κρήτης
Η Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών πραγματοποίησαν από 21 μέχρι 23 Ιουλίου και από 3 έως 7 Αυγούστου υποβρύχια και παράκτια έρευνα στους Αγ. Θεοδώρους (Νίρου ή Κοκκίνη Χάνι), στο Ίστρον (Καλό Χωριό Λασιθίου) και στην περιοχή του Πόρου Ελούντας (αρχαίος Ολούς), με την χρήση μεθόδων γεωπληροφορικής.
Κατά τη διάρκεια της έρευνας χρησιμοποιήθηκαν οι γεωφυσικές μέθοδοι της ηλεκτρικής τομογραφίας και της μαγνητικής χαρτογράφησης, καθώς και μέθοδοι εκτεταμένης τοπογραφικής αποτύπωσης. Τα αποτελέσματα των διασκοπήσεων αναμένονται μετά την ολοκλήρωση της επεξεργασίας των δεδομένων.
Στους Αγ. Θεοδώρους συνεχίστηκε η διασκόπηση με ηλεκτρική τομογραφία εντός του λαξεύματος που θεωρήθηκε από το Σ. Μαρινάτο ως μινωικό νεώριο. Οι τομές συμπλήρωσαν τις αντίστοιχες που είχαν πραγματοποιηθεί κατά την ερευνητική περίοδο του 2014 μαζί με δοκιμές σεισμικών μεθόδων και σε συνδυασμό με τοπογραφική και φωτογραφική αποτύπωση βυθισμένων μινωικών αρχιτεκτονικών καταλοίπων, τα οποία ανήκουν σε οικοδομικό συγκρότημα με ιδιαίτερα ισχυρή θεμελίωση.
Στο Ίστρον διερευνήθηκε βυθισμένο κτίριο που βρίσκεται στον όρμο ανατολικά του ακρωτηρίου του Αγ. Παντελεήμονα και είναι πιθανόν να ερμηνευθεί ως νεώσοικος. Διερευνήθηκαν επίσης στην περιοχή της δυτικής πλευράς του όρμου Καραβοστάσι αρχιτεκτονικά κατάλοιπα στο πρανές της παραλίας.
Τέλος, στον Πόρο Ελούντας διερευνήθηκαν με τη χρήση μαγνητικών μεθόδων οι ακτές του όρμου στα νότια του Πόρου και με ηλεκτρική τομογραφία ο βορειοανατολικός μυχός του ίδιου όρμου. Παράλληλα, με υποβρύχια επιφανειακή έρευνα, εντοπίστηκαν και αποτυπώθηκαν τοπογραφικά και φωτογραφικά πληθώρα τμημάτων κτιρίων τόσο νότια όσο και βόρεια του χερσαίας διόδου που ενώνει την Κρήτη με τη χερσόνησο της Κολοκύθας. Τα ορατά κατάλοιπα μπορούν να αποδοθούν σε σημαντικά κτίρια δημόσιου χαρακτήρα, όπως μαρτυρούν τα δομικά υλικά, οι διαστάσεις και ο τρόπος δόμησης. Εντοπίστηκε επίσης τμήμα του βυθισμένου τείχους της αρχαίας πόλης στα νότια, καθώς οι πιθανές θεμελιώσεις δύο οχυρωματικών πύργων στα βόρεια. Ο συνδυασμός των αποτελεσμάτων αναμένεται να διασαφηνίσει την εικόνα της τοπογραφίας του αρχαίου Ολούντος, τόσο ως προς την έκταση της ίδιας της πόλεως, όσο και ως προς την επιλογή της συγκεκριμένης θέσης για την ανάπτυξή της.
Την ερευνητική ομάδα αποτελούσαν οι Θ. Θεοδούλου, αρχαιολόγος της ΕΕΑ, Ν. Παπαδόπουλος, ερευνητής του ΙΤΕ και Κ. Συμιρδάνης, μεταδιδακτορικός ερευνητής του ΙΤΕ.