«Ο Αυτοκράτορας του Βυζαντίου» της Γιώτας Ιωακειμίδου«Ο Αυτοκράτορας του Βυζαντίου»

horizontal-bar-posts-small
  Γράφει η Γιώτα Ιωακειμίδου 
horizontal-bar-posts-small

Το πολίτευμα του Βυζαντίου ήταν απόλυτα μοναρχικό, ο αυτοκράτορας είναι ο υπέρτατος νομοθέτης, δικαστής, αρχηγός του στρατού και του στόλου, συγκαλεί τις συνόδους και επιλύει τα θρησκευτικά ζητήματα. Όλοι όσοι ασκούν εξουσία διορίζονται από αυτόν, παύονται και τιμωρούνται από τον ίδιο.

Δεν υπάρχουν κληρονομικοί νόμοι που να ρυθμίζουν τη διαδοχή, θεωρητικά μπορούσε να ανέλθει στον θρόνο οποιοσδήποτε πολίτης. Στους 11 αιώνες ζωής της την κυβέρνησαν 109 βασιλείς, πολλοί από αυτούς ανέβηκαν στον θρόνο με πραξικοπήματα (65 τον αριθμό), με δολοφονίες, ακρωτηριασμούς, φυλακίσεις ή κλείσιμο σε μοναστήρια των αντιπάλων τους. Ακόμα και την εποχή των Κομνηνών που η διαδοχή γινόταν πια ομαλά από πατέρα σε γιο, δεν αποφεύχθηκε η βία. Μόνον οι 34 από αυτούς έκλεισαν τα μάτια τους περιστοιχισμένοι από τους οικείους τους και 8 στα πεδία των μαχών. Όλοι οι υπόλοιποι είτε εξαναγκάστηκαν να παραιτηθούν με τη βία είτε κλείστηκαν σε φυλακές και μοναστήρια είτε πέθαναν από πείνα, δηλητήριο, σκάσιμο, πνίξιμο, μαχαίρι, κόψιμο χεριών, μύτης, ματιών. Σε διάστημα 1058 χρόνων τα ανάκτορα αιματοκυλίστηκαν από 65 επαναστάσεις και ισάριθμες εκθρονίσεις.

Μέχρι τα μέσα του 5ου αιώνα σημαντικό ρόλο στην εκλογή παίζει ο στρατός, αλλά αργότερα παραμερίζεται η επιρροή του. Την ίδια εποχή ο πατριάρχης αναλαμβάνει ενεργό ρόλο και στέφει ο ίδιος τον αυτοκράτορα και η τελετή παίρνει θρησκευτικό χαρακτήρα. Αργότερα, επί Κομνηνών, στο τελετουργικό της στέψης προστίθενται και τα βασιλικά πορφυρά παπούτσια με τους χρυσοκέντητους αετούς. Η στέψη γίνεται στην Αγία Σοφία, πάνω σε έναν βωμό τοποθετούνται η χλαμύδα και το στέμμα, ο πατριάρχης τον ευλογεί και του θυμίζει να φοβάται τον Θεό και τον θάνατο.

Από αυτή την στιγμή παίζει ένα ρόλο, αν τον παίξει καλά, όλοι θα είναι ευχαριστημένοι. Η μέρα του ξεκινάει πολύ νωρίς, με την ανατολή του ήλιου. Ο βοηθός του πορτάρη ανοίγει πρώτα τις πύλες του ανακτόρου και μετά έρχεται και χτυπάει την πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Δίπλα του πάντα κοιμάται ο πιο πιστός υπηρέτης του. Αυτός τον ξυπνάει γαργαλώντας του τα πόδια. Σηκώνεται από το κρεβάτι και φοράει το διβητήσιο, ένας μακρύς χιτώνας κάτι σαν εσώρουχο. Μπαίνουν μέσα και άλλοι υπηρέτες που τον ετοιμάζουν. Του τυλίγουν τις γάμπες με πορφυρές ταινίες, του βάζουν τα πορφυρά παπούτσια με τους αετούς. Κατόπιν προσεύχεται μπροστά στα εικονίσματα και του φέρνουν το πλούσιο πρωινό του.

Στο δωμάτιο μπαίνει ο μέγας πορτάρης με την αρμαθιά των κλειδιών όλων των εισόδων του παλατιού, τα ακουμπά δίπλα του και φεύγει να φωνάξει τον Μέγα Λογοθέτη, αυτός θα του δώσει αναφορά για όλες τις κρατικές υποθέσεις, είναι κάτι σαν πρωθυπουργός του.

Κατόπιν αρχίζουν οι ακροάσεις στη μεγάλη αίθουσα του θρόνου. Εδώ ο αυτοκράτορας κάθεται στον χρυσοποίκιλτο θρόνο του και πίσω ακριβώς όρθιοι σε ημικύκλιο οι αξιωματούχοι του, οι υπουργοί του όπως θα λέγαμε αναλογικά στις μέρες μας. Οι ακροάσεις είναι ομαδικές ή ατομικές. Ο τελετάρχης έχει κανονίσει ποιοι και πότε θα παρουσιαστούν ενώπιον του αυτοκράτορα. Τηρείται ένα αυστηρό τελετουργικό. Οι εμφανιζόμενοι ενώπιον του αυτοκράτορα πηγαίνουν πρώτα σε ένα ειδικό δωμάτιο όπου ντύνονται με τα ειδικά ρούχα που επιβάλλει η αυστηρή εθιμοτυπία. Οι ζητούντες ακρόαση εμφανίζονται μπροστά του σε απόλυτη σιωπή, ελάχιστοι έχουν το προνόμιο να σκύψουν και να φιλήσουν το πόδι ή τα γόνατα του. Η ακρόαση αρχίζει, οι ομάδες μπαίνουν με αυστηρή σειρά, κανείς δεν μιλάει, νεκρική σιγή. Όταν τελειώνει η ακρόαση ο τελετάρχης φωνάζει «κελευσατε», πράγμα που σημαίνει να αποχωρήσουν όλοι. Ο πορτιέρης κουδουνίζει δυνατά τις αρμαθιές με τα κλειδιά, σήμα να αποχωρήσουν όλοι όσοι δεν κατοικούν στο παλάτι. Οι ακροάσεις θα συνεχιστούν το βράδυ. Από τις 3 το μεσημέρι μέχρι τις 9 το βράδυ κανείς δεν έχει το δικαίωμα να μπει στο παλάτι. Τις ενδιάμεσες αυτές ώρες ο αυτοκράτορας τις αφιερώνει στην προσωπική του ζωή. Τρώει, αναπαύεται, βλέπει τα στενά πρόσωπα της οικογένειάς του.     

Συνήθως η οικογένεια του είναι πολυάριθμη. Ο Αλέξιος Κομνηνός είχε επτά παιδιά και ο γιος του Ιωάννης οκτώ. Οι σχέσεις με την οικογένεια τους είναι συνήθως προβληματικές. Φοβούνται ότι μέλη της οικογένειας τους θα τους ανατρέψουν, πράγμα πολύ συνηθισμένο.  Μάνες τυφλώνουν γιους για να τους πάρουν τον θρόνο, γυναίκες μισούν τον σύζυγο αυτοκράτορα και καραδοκούν να τον ανατρέψουν. Οι μεγάλοι κίνδυνοι είναι μέσα στην ίδια την οικογένειά τους.

Η κηδεία ενός αυτοκράτορα είναι αντάξια της δύναμης που είχε όσο ζούσε. Τον ντύνουν με την πορφύρα, του βάζουν τα κόκκινα παπούτσια και το στέμμα στολισμένο με πολύτιμα πετράδια. Τον τοποθετούν πάνω σε κιλλίβαντα  και ο τελετάρχης αναφωνεί: «έξελθε, βασιλεύ,  ο Βασιλεύς των βασιλέων, ο Άρχων του κόσμου, σε καλεί». Τον βγάζουν έξω, στην είσοδο του παλατιού και εκεί όλοι οι αξιωματούχοι του δίνουν τον τελευταίο ασπασμό.  Το φέρετρο μεταφέρεται με τα χέρια στον ναό των Αγών Αποστόλων και μετά την εξόδιο ακολουθία, αφού τον κατεβάσουν στον τάφο, η φωνή του τελετάρχη ακούγεται ξανά για τελευταία φορά: «κατάθεσε το στέμμα σου», του βγάζουν το στέμμα, του φοράνε ένα απλό σκούφο από πορφύρα όμως και αυτός και έτσι εγκαταλείπει τον μάταιο αυτό κόσμο, όπως όλοι οι κοινοί θνητοί.