Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα στα 19 του χρόνια με τη συλλογή «εποχή των ισχνών αγελάδων» το 1950. Από την πρώτη του συλλογή είναι σαφής η επιρροή του από τον Κ. Καβάφη. Η θαρραλέα έκφραση, ο εξομολογητικός τόνος, η πεζότητα και το ιστορικό πλαίσιο είναι στοιχεία που ενέταξε στο έργο του. Την ίδια εποχή οι ομότεχνοί του επιδίδονται στην ποίηση της κοινωνικής διαμαρτυρίας και υπηρετούν την στρατευμένη ποίηση πολλοί από αυτούς. Ο ίδιος ξέρει καλά ότι δεν μπορεί να υπηρετήσει αυτό το είδος, αισθάνεται ίσως κάποιες φορές ένα αίσθημα ενοχής και λέει: «Ας μου το συγχωρήσουν οι δυστυχισμένοι/δεν πόνεσα ακόμα αρκετά/για να μ αγγίξει ο πόνος του διπλανού μου.»
Το μοναδικό του ποίημα που αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο πολιτικό γεγονός είναι η «αγκίδα» και αφορά τη δολοφονία του Γ. Λαμπράκη τον Μάιο του 1963. Νιώθει ενοχές για την πολιτική του αδιαφορία και γράφει:
«Σαν τους αριστερούς σας αγαπώ αδέλφια μου
κι αυτοί και εμείς κατατρεγμένοι
αυτοί για το ψωμί-εμείς για το κορμί
αυτοί για λευτεριά-εμείς για έρωτα
για μια ζωή δίχως φόβο και χλεύη»
Μεγαλωμένος σε θρησκευτικό περιβάλλον τα πρώτα του ποιήματα είναι θρησκευτικού περιεχομένου. Η «εποχή των ισχνών αγελάδων» (1950) περιλαμβάνει τέτοια ποιήματα που γράφτηκαν στα 18-19 του χρόνια. Η γνωριμία του με την ποίηση του Κ. Καβάφη απελευθέρωσε το ερωτικό του συναίσθημα και κινήθηκε πια σε άλλους ποιητικούς δρόμους. Επηρεάστηκε πολύ από την ποίηση του, απόκτησε θάρρος, αποδεσμεύτηκε πλήρως από τις τύψεις και τα αισθήματα ενοχής που τον κατέτρεχαν και άφησε την πένα του να εκφραστεί ελεύθερα και δημιουργικά.
Ο εξομολογητικός τόνος, το κουβεντιαστό ύφος, η καθαρότητα στην διατύπωση και ο πεζολογικός τόνος είναι οι κύριες καβαφικές επιρροές στην ποίηση του. Άλλο κοινό στοιχείο είναι το ιστορικό σκηνικό μέσα στο οποίο τοποθετεί πολλά από τα νεανικά του ποιήματα ο Ν. Χριστιανόπουλος. Επηρεασμένος και εδώ από τον Κ. Καβάφη τοποθετεί τους ήρωες του σε μια μεταβατική περίοδο παρακμής, τη ρωμαϊκή εποχή. Ακολούθησε τον καβαφικό δρόμο να καλύψει τα προσωπικά του βιώματα μέσα σε ιστορικές αμφιέσεις. Αν και επηρεασμένος από τον καβαφικό τρόπο, κατάφερε με τρόπο εκπληκτικό να δώσει από πολύ νωρίς το καθαρά δικό του προσωπικό στίγμα.
Σε κάποια από τα ποιήματα του συνομιλεί με τον Κ. Καβάφη, όπως η
«Ιθάκη»
Δεν ξέρω αν έφυγα από συνέπεια
ή από ανάγκη να ξεφύγω από τον εαυτό μου,
τη στενή και μικρόχαρη Ιθάκη
με τα χριστιανικά της σωματεία
και την ασφυκτική της ηθική.
…………….
Πάντως δεν ήταν λύση• ήταν ημίμετρο.
…………….
Κι από τότε κυλιέμαι από δρόμο σε δρόμο
αποχτώντας πληγές κι εμπειρίες.
Οι φίλοι που αγάπησα έχουνε πια χαθεί
κι έμεινα μόνος, τρέμοντας μήπως με δει κανένας
που κάποτε του μίλησα για ιδανικά…
Στη δική του «Ιθάκη» ο Οδυσσέας την εγκαταλείπει όχι για ηθικούς ή πατριωτικούς λόγους, αλλά γιατί δεν μπορεί να ανεχτεί την στενοκεφαλιά του λαού του, την ηθικολογία. Στη δική του Ιθάκη έρχεται αντιμέτωπος με την πραγματικότητα, τα έχασε όλα, έμεινε μόνος, κουβαλά μέσα του τους Ποσειδώνες, τα εμπόδια.
Όσο εξελίσσεται ποιητικά βρίσκει ένα εντελώς δικό του στίγμα, η ποίηση του ξεγυμνώνεται από συσκοτισμούς και διαστρεβλώσεις και μια ποίηση ρωμαλέα κάνει την εμφάνιση της στις ποιητικές συλλογές «Ξένα γόνατα»(1954), «Ανυπεράσπιστος καημός»(1960), «Προάστια»(1969). Έχει κατακτήσει πια την αυτογνωσία και μέσα από αυτές τις συλλογές έρχεται αντιμέτωπος με τον εαυτό του. Σε αυτά τα ποιήματα ξεδιπλώνονται τα προσωπικά του πάθη και η θεματολογία του. Τα ερωτικά του πάθη κυριαρχούν, γίνεται θύμα τους, εξευτελίζεται μαζοχιστικά . Σαν τον νεαρό του Κ. Καβάφη στο «ομνύει»
Ομνύει κάθε τόσο ν’ αρχίσει πιο καλή ζωή.
Αλλ’ όταν έλθ’ η νύχτα με τες δικές της συμβουλές,
με τους συμβιβασμούς της, και με τες υποσχέσεις της·
αλλ’ όταν έλθ’ η νύχτα με την δική της δύναμι
του σώματος που θέλει και ζητεί, στην ίδια
μοιραία χαρά, χαμένος, ξαναπιαίνει.
Έτσι και ο Ν. Χριστιανόπουλος όταν πια ήρθε η στιγμή ξεγυμνώθηκε ,έπαψε πια να κρύβει τη μυστική του ζωή, δεν προσποιείται πια.
ένας νεαρός μου έφερε
να διαβάσω ποιήματά του
έτσι όπως κάθεται απέναντί μου
και περιμένει να του κάνω κριτική
(δε θα του πω τι κακότεχνα γράφει)
το στιλπνό τρίχωμα του ποδιού του
ανάμεσα πανταλόνι και κάλτσα
ξεσκεπάζει το πιο ωραίο του ποίημα
Γιώτα Ιωακειμίδου*
Φιλόλογος