«Ο Πολύχρωμος Ντέννις Ρόντμαν» του Αλέξανδρου Κουτούβελα«Ο Πολύχρωμος Ντέννις Ρόντμαν»

horizontal-bar-posts-small
Αλέξανδρος Κουτούβελας

 

Γράφει ο Αλέξανδρος Κουτούβελας
horizontal-bar-posts-small

O Ντένις Κιθ Ρόντμαν είναι Αμερικανός πρώην καλαθοσφαιριστής, παλαιστής και ηθοποιός. Γεννήθηκε στο Νιού Τζέρσεϊ των ΗΠΑ στις 13 Μαΐου του 1961. Έχει ύψος 1,98 μέτρα και αγωνιζόταν ως σμολ φόργουρντ και πάουερ φόργουρντ. Επιλέχτηκε στην 27η θέση του ΝΒΑ Ντραφτ το 1986 από τους Ντιτρόιτ Πίστονς. Έχει κατακτήσει πέντε πρωταθλήματα NBA – δύο με τους Ντιτρόιτ Πίστονς τη διετία 1989-1990 και τρία με τους Σικάγο Μπουλς την τριετία 1996-1998.

Tο «Σκουλήκι» ανήκει πια κι επισήμως στο πάνθεον του μπάσκετ. Εκεί που είναι η θέση του δικαιωματικά. Όχι για τα πολύχρωμα μαλλιά, τα άπειρα piercings, ή τα εκκεντρικά συνολάκια. Ούτε καν για τις περιπέτειές του με τις γυναίκες που τόση δημοσιότητα πήραν κατά καιρούς. Απλώς και μόνο γιατί ήταν, είναι και θα είναι ένας από τους καλύτερους όλων των εποχών.

Ο Ρόντμαν ήταν ο πιο πολύχρωμος παίκτης στην ιστορία του NBA και αυτό δεν αφορά μόνο τα ρούχα, τα μαλλιά ή τα τατουάζ. Σε ένα ιδιαίτερα συντηρητικό πρωτάθλημα ο Ρόντμαν πάντα ξεχώριζε. Και μάλιστα σε εποχές πολύ πιο «δύσκολες» από τις σημερινές. Όμως, ξεχώριζε και αγωνιστικά: 7 συνεχόμενες σεζόν ήταν ο πρώτος ριμπάουντερ του NBA, ενώ είναι 1ος στην ιστορία του NBA συνολικά σε rebound rate με 23.4 αλλά και 1ος στην ιστορία του NBA σε rebound rate σε μια σεζόν με 29.7.

Ο Ρόντμαν δεν μάσησε τα λόγια του στην τελετή. Τα είπε όλα. Από τους 4 ανθρώπους που «μπορεί πάντα να εμπιστεύεται» ως την παραδοχή ότι είναι κακός πατέρας, κακός γιος, κακός σύζυγος, από τις ευχαριστίες στον Ντέιβιντ Στερν «μόνο και μόνο που με άφησε να είμαι σήμερα στο κτίριο» ή που τον ανέχτηκε σε όλη του την καριέρα μέχρι το «δεν έπαιξα ποτέ μπάσκετ για τα λεφτά». Αυτός ήταν ο Ντένις Ρόντμαν. Και αν η εισαγωγή στο Hall of Fame ήταν το τελευταίο κεφάλαιο σε μια πλούσια μπασκετική καριέρα, τότε ήταν ακριβώς ο επίλογος που έπρεπε όπως έπρεπε.

Από την αρχή τα μάτια του γέμισαν με δάκρυα και χρειάστηκε τρεις προσπάθειες για να ξεκινήσει, εμφανώς προσπαθώντας να συγκρατήσει τους λυγμούς του. Kλάμα και τελικά με φωνή που έτρεμε «δεν έπαιξα το παιχνίδι για τα λεφτά. Δεν έπαιξα το παιχνίδι για να γίνω διάσημος. Αυτό που βλέπετε εδώ είναι περίπου μια ψευδαίσθηση, είμαι αυτός που θέλει να είναι γεμάτος χρώματα».

Η ζωή του σκληρή: «Το παιχνίδι ήταν πολύ καλό μαζί μου. Θα μπορούσα να είμαι οπουδήποτε. Θα μπορούσα να είμαι νεκρός. Θα μπορούσα να είμαι έμπορος ναρκωτικών. Θα μπορούσα να είμαι άστεγος. Ήμουν άστεγος. Πολλοί από εσάς που είστε στο Hall of Fame ξέρετε τι σημαίνει να ζεις εκεί που ζούσα και να προσπαθείς να φύγεις. Το έκανα, χρειάστηκε πολύ σκληρή δουλειά και πολλά εμπόδια στο δρόμο».

Ο πατέρας του ένα μαύρο κεφάλαιο στη ζωή του: «Δεν είχα ποτέ πατέρα. Με άφησε όταν ήμουν 5 χρονών. Έχει 47 παιδιά στις Φιλιππίνες. Εγώ είμαι το μεγαλύτερο. Έγραψε ένα βιβλίο για μένα στο Σικάγο και έβγαλε πολλά λεφτά, αλλά ποτέ δεν ήρθε να μου πει ‘γεια’. Αυτό δεν με σταμάτησε από το να επιβιώσω».Ένα συγγνώμη προς τη γυναίκα του: «Δεν ήμουν ποτέ καλός πατέρας. Δεν ήμουν καλός σύζυγος. Δεν θα πω ψέματα. Αλλά η γυναίκα μου ανέχτηκε τα πάντα για 11 χρόνια και μεγάλωσε 3 εκπληκτικά παιδιά. Ήταν μητέρα και πατέρας. Εκτιμώ ό,τι έχει κάνει. Όταν κάποιος με ρωτά ‘υπάρχει κάτι που μετανιώνεις από την καριέρα σου ως μπασκετμπολίστα;’ Λέω ‘μόνο ένα πράγμα. Εύχομαι να ήμουν καλύτερος πατέρας’».

Ένα ύψιστος φόρος τιμής στους Πίπεν-Τζόρνταν: «Θέλω να μιλήσω και για δύο ακόμα ανθρώπους. Τον Σκότι Πίπεν και τον Μάικλ Τζόρνταν. Μπορεί να υποτιμώ έτσι την αξία του Αϊζάια Τόμας και του Τζο Ντούμαρς, αλλά ο Τζόρνταν και ο Πίπεν είναι για μένα οι δύο καλύτεροι παίκτες που έπαιξαν ποτέ το παιχνίδι του μπάσκετ».

Οι πιο μεγάλες ευχαριστίες του για τον Φιλ Τζάκσον («ο μοναδικός άνθρωπος που έκλαψε ποτέ για μένα»), τον Τσακ Ντέιλι, τον Τζέρι Μπας ιδιοκτήτη των Λέικερς και τον Τζέιμς Ριτς, που τον πήρε στο σπίτι του όταν η μητέρα του (που ήταν στο ακροατήριο) τον έδιωξε από το δικό της: «Αυτοί είχαν αντίκτυπο στη ζωή μου. Αυτοί ήταν για μένα μέντορας, πατέρας, κάποιος που μπορούσα να θαυμάζω και να πάρω τηλέφωνο κάθε στιγμή της ημέρας. Ήταν για μένα ένας ώμος πάνω στον οποίο έκλαιγα, ένα χέρι που έσφιγγα, ή απλώς κάποιος με τον οποίο μπορούσα να πω αυτό που πραγματικά είχα στο μυαλό μου. Αδιαφορούσαν για τους τύπους, για τα χρώματα και τα όσα έκανα και με έβλεπαν ως έναν άνθρωπο με καλή καρδιά».Και μια «συγγνώμη» για τη μητέρα του: «Ευχαριστώ τη μαμά μου. Θα ήθελα να ξεκαθαρίσω τα πράγματα και με συγχωρείτε που θα πρέπει να γίνει εδώ, στην κεντρική σκηνή. Εγώ και η μητέρα μου ποτέ δεν τα πήγαμε καλά. Δεν ήμουν καλό παιδί όταν ήμουν μικρός. Μετά τα 16 μου δεν ενδιαφερόμουν γι’ αυτή. Εκείνη έκανε 3 δουλειές και κάποια στιγμή με έδιωξε από το σπίτι γιατί δεν άντεχε άλλο. Τη μισούσα για πολύ καιρό. Η μητέρα μου σπάνια με αγκάλιασε ή αγκάλιασε τους αδερφούς μου. Δεν ήξερε πώς. Αλλά τα κατάφερε. Δούλευε σαν σκυλί. Δεν ήμουν σαν τους άλλους παίκτες του NBA που λένε ‘θα φροντίσω τη μητέρα μου’. Ήμουν πολύ εγωιστής, εξαιτίας όσων μου έκανε στη ζωή μου. Αλλά όσο μεγάλωνα τα πράγματα άλλαξαν. Δεν ήμουν ο καλύτερος γιος για σένα τα τελευταία χρόνια, το ξέρεις, αλλά τώρα πια μπορούμε να γελάμε γι’ αυτό. Ελπίζω να μπορώ να σε αγαπάω όπως σε αγαπούσα όταν γεννήθηκα».

Ο επίλογος όπως του άξιζε. Ευγνώμων που είναι ακόμα ζωντανός, με δάκρυα για τη μητέρα του και μια αγκαλιά από τον Φιλ Τζάκσον που στεκόταν δίπλα του σε όλο τον λόγο: «Για πολλά χρόνια έκαιγα το κερί και από τις δύο πλευρές. Γι’ αυτό και εκπλήσσομαι που είμαι ακόμα εδώ». Εδώ ζωντανός, όχι εδώ στο Hall of Fame. Και, πια, για πάντα «ζωντανός» στο πάνθεον του μπάσκετ.