Η πατριαρχική οικογένεια στον πόντο και το έθιμο του «μαch»
Γράφει η Γιώτα Ιωακειμίδου
Οι πόντιοι, κυρίως στις αγροτικές περιοχές, ζούσαν σε πατριαρχικές οικογένειες εκτεταμένης μορφής. Ο αριθμός των μελών μιας τέτοιας οικογένειας ξεπερνούσε πολλές φορές τα 30-35 άτομα ή και περισσότερα ακόμη. Οι ανάγκες σε εργατικά χέρια και οι δύσκολες γεωγραφικές και οικονομικές συνθήκες οδήγησαν σε μια τέτοιου τύπου οικογένεια.
Σε περιοχές αποκομμένες γεωγραφικά, όπως το Απές τόπο καταγωγής του παππού μου, οι συνθήκες ήταν πολύ δύσκολες και η ισορροπία και η γαλήνη της οικογένειας πολύ δύσκολη υπόθεση. Όπως είναι γνωστό όμως από την κοινωνιολογία, ανατάσσονται σε αυτές τις περιπτώσεις δομές που συντηρούν τα δεσμά της οικογενείας. Στο πλαίσιο αυτό, επικράτησε στην περιοχή αυτή, αλλά και σε άλλα μέρη της Χαλδίας το έθιμο «μαch». Η λέξη είναι απολύτως ελληνική, προέρχεται από το ρήμα μάχομαι που εδώ έχει την σημασία του θυμώνω.
Σύμφωνα με το έθιμο οι νύφες δεν είχαν την δυνατότητα να μιλήσουν στην πεθερά και στον πεθερό, στους κουνιάδους και τις κουνιάδες. Κάθε σπίτι είχε πολλές νύφες, το έθιμο ίσχυε και μεταξύ τους, καμιά δεν μιλούσε στην «μεγάλη» νύφη. Ακόμα και τους μεγάλους σε ηλικία συγγενείς δεν μπορούσαν να μιλήσουν. «κι θέλω να ακούω νύφες λαλία», έλεγε ο πεθερός.
Το έθιμο της «σιωπής» ήταν ένα μέτρο αυτοπροστασίας μιας τέτοιας οικογένειας και μια αυτοάμυνα για την ίδια την σύστασή της. Οι κίνδυνοι συγκρούσεων, και παρεξηγήσεων ήταν μεγάλος και κινδύνευε με διάλυση η οικογένεια. Το έθιμο μεταφέρθηκε και στην νέα πατρίδα και διατηρήθηκε τουλάχιστον δυο δεκαετίες. Ωστόσο έστω και για 1-2 βδομάδες ίσχυε ακόμα και πολύ αργότερα σε ένδειξη σεβασμού.
Παραθέτω μια χαριτωμένη ιστορία από το εγχειρίδιο «διδασκαλίας ποντιακής διαλέκτου».
Τα παλαιά τα χρόνα οι νυφάδες εκράν’ναν μάχ΄ τον πεθερόν. Έτον αντέτ’.
Η λαλία τη νύφες ομπροστά ’ς σον πεθερόν ατ’ς ’κί θα έβγωνεν από σέβας.
Αέτσ’ έβραν’ α ας σοι παλαιούς κι αέτσ επέμ’νεν .
Κάποτε η θεία μ’ η Όλγα εθέλ’νεν να έχτιζεν έναν καινούρ’ απόπατον, απ’ ατά ντο κάθεσαι. Θα έτον το πρώτον σο χωρίον, κανείνας άλλο ’κ’είχεν αΐκον.
Ο πάππο μ’ ο Μουχαήλτς έχτιζεν και η θεία μ’, η νύφε τ’, εποίν’νεν το τσαμούρ’ κ’ εκουβάλ’νεν. Ο πάππο μ’ έτον καλός μάστορας, άμα τα παλαιά πολλά εκράν’νεν.
Η νύφε τ’ έπρεπεν να κρατεί ατον μάχ’.
Εξύεν η πλάκα, εχτίγαν τα τουβάρα κ’ έρθεν η ώρα να εμπαίν’ η λεκάνη.
Ο πάππο μ’ ’κ’έξερεν η λεκάνη έν’ για να κάθεσαι, εθάρ’νεν άμον τα παλαιά, α πατείς απάν’. Η θεία μ’ ’κ’ επορεί να λέει ατον, να ’ξηγά τον (κρατεί μάχ’), η λεκάνη ’κί θα εμπαίν’ βαθέα για να έν’ ψηλόν και να επορείς και κάθεσαι κεΐσα.
Κρατούν οι δύος πα τη λεκάνην, εείνος φοσίζ’ βαθέα κ’ εείνε σύρ’ αν’. Εείνος ξάν’ φοσίζ’ κι άλλο κά κ’ εείνε, η άχαρος να καλατσεύ’ ’κ’επορεί, ξάν’ σύρ’ αν’. ’Σ σο τέλος επουγαλεύτεν ο πάππο μ’ κουντά τεν, φοσίζ’ βαθέα τη λεκάνην, βάλ’ και το τσαμούρ’ ολόερα και γουζεμένα λέει ατεν:
«Δέβα χάθ’ απαδακά. Χαπάρ’ ’κ’ έεις και τεΐ α μαθίεις εμέν πώς χτίζ’νε τη χαλέν».
Αέτσ’ πα έντον τη πάππονος –ι-μ’ το χατίρ’ κ’ εείνος ο απόπατον επέμ’νεν με τη λεκάνην κοντογούλ’κον νέ να πατείς απάν’ έν’ και νέ να κάθεσαι ορθά επορείς.