Βιβλίο 3ο Ωδή ΧΧΧ [30η]
Στο ποίημα σημειώνεται η αθανασία των ποιητικών επιτευγμάτων. Με την επίκληση στη Μούσα ουσιαστικά το γραπτό έργο μεταβαίνει στη σφαίρα της υψηλής δημιουργίας και αποκομίζει υπέρμετρη δόξα. Ο Οράτιος παραβάλλει με μνημείο αιώνιο τις ποιητικές δημιουργίες του, αλώβητο από την καταστροφικότητα του φυσικού και ανθρώπινου περιβάλλοντος και το καταλυτικό πέρασμα των χρόνων.
Exegi monumentum aere perenniusregalique situ pyramidum altius, quod non imber edax, non aquilo impotens posit diruere aut innumerabilis
annorum series et fuga temporum. Non omnis moriar multaque pars mei vitabit Libitinam; Usque ego postera crescam laude recens, dum Capitolium
scandet cum tacita virgine pontifex. Dicar, qua violens obstrepit Aufidus et qua pauper aquae Daunus agrestium regnavit populorum, ex humili potens,
princeps Aeolium carmen ad Italos deduxisse modos. Sume superbiam quaesitam meritis et mihi Delphica lauro cinge volens, Melpomene, comam. | Ολοκλήρωσα ένα μνημείο πιο αιώνιο από το χαλκόκαι πιο υψηλό από τις βασιλικές πυραμίδες[1] πού ούτε ο ορμητικός όμβρος ούτε ο ισχυρός βοριάς μπορεί να αφανίσει είτε η αναρίθμητη
σειρά των ετών και η φυγή του χρόνου. Δε θα πεθάνω ακέραιος και μεγάλο μέρος μου θα ξεφύγει από την Επιτύμβια Αφροδίτη[2]˙ εγώ πάντα νέος με έπαινο των μεταγενέστερων θα αυξάνομαι, όταν
θα ανέλθει ο ποντίφικας μαζί με τη σιωπηλή παρθένο[3]. Θα μνημονεύομαι, που γεννημένος από ταπεινή γενιά όπου ο Άφιδος[4] ορμητικός ρέει και όπου ο λείψυδρος Δαύνος[5] στους αγροτικούς λαούς βασίλεψε.
Πρώτος έφερα το αιολικό άσμα με τα ιταλικά μέτρα ταιριάζοντάς το. Δέξου την υπερήφανη τιμή που απέκτησες άξια και με τη δελφική δάφνη την κόμη μου, Μελπομένη[6], εκούσια να στεφανώσεις.
|
Βιβλίο 4ο
Ωδή VIII [8η]
Το ποιητικό έργο είναι αξιόλογο αγαθό και δείγμα υψηλής έμπνευσης, διότι ανήσει στη σφαίρα της αθανασίας, κτήμα για τους μεταγενέστερους.
Donarem pateras grataque commodus,Censorine, meis aera sodalibus, donarem tripodas, praemia fortium Graiorum, neque tu pessuma munerum ferres, divite me scilicet atrium quas aut Parrhasius protulit aut Scopas, hic saxo, liquidis ille coloribus sollers nunc hominem ponere, nunc deum sed nono haec mihi vis, non tibi talium res est aut animus deliciarum egens. Gaudes carminibus; carmina possumus donare et pretium dicere muneri. Non incica notis Marmora publicis, per quae spiritus et vita redit bonis post mortem ducibus, non celeres fugae reiectaeque retrorsum Hannibalis minae, non incendia Karthaginis inpiae eius, qui domita nomen ab Africa lucratus rediit, clarius indicant laudes quam Calabrae Pierides neque, si chartae sileant quod bene feceris, mercedem tuleris. Quid foret Iliae Mavortisque puer, si taciturnitas obstaret meritis invida Romuli? Ereptum Stygiis fluctibus Aeacum virtus et favor et lingua potentium vatum divitibus consecrat insulis. Dignum laude virum Musa vetat mori, caelo Musa beat. Sic Iovis interest optatis epulis inpiger Hercules, clarum Tyndaridae sidus ab infimis quassas eripiunt aequoribus rates, ornatus viridi tempora pampino Liber vota bonos ducit et exitus. | Θα δώριζα στους φίλους, γενναιόδωρος, φιάλεςκαι περιζήτητα χάλκινα αγγεία[7], Κηνσορίνε, θα δώριζα τρίποδες, τα έπαθλα των γενναίων Ελλήνων ούτε εσύ τα πιο ταπεινά αποκτήματα θα κατείχες, αν εγώ είχα τα έργα τέχνης τα οποία είτε ο Παρράσιος μορφοποίησε είτε ο Σκόπας[8] αυτός με το μάρμαρο, εκείνος με υγρούς χρωματισμούς ικανός να πλάθει τώρα άνθρωπο, τώρα και θεό, αλλά δεν υπάρχει σε μένα αυτή η δυνατότητα ούτε σε σένα τόσα υλικά αγαθά είτε η ψυχή απαιτεί έργα αισθητικά. Χαίρεσαι με τα ποιήματα˙ τα άσματα μπορούμε να δωρίσουμε και να επισημάνουμε την αξία της προσφοράς. Ούτε τα μάρμαρα τα σμιλευμένα σε δημόσιες επιγραφές με τις ο οποίες το πνεύμα κι η ζωή επιστρέφει στους γενναίους άντρες μετά το θάνατο ούτε η γρήγορη φυγή και οι απειλές του Αννίβα που αποκρούστηκαν ούτε οι πυρπολήσεις της ανίερης Καρχηδόνας απ’ αυτόν ο οποίος, αποκτώντας το όνομα από την Αφρική[9], επέστρεψε, δεν αναδεικνύουν επαίνους πιο επίσημους από τις Καλάβριες Πιερίδες[10] (Μούσες) ούτε, αν τα γραπτά αποσιωπήσουν αυτό το καλό που έκανες, θα έπαιρνες αμοιβή. Τι θα γινόταν της Ίλιας και του Άρη ο γιος, αν η σιωπή αντιτίθετο ζηλοφθονώντας την αξία του Ρωμύλου; Τον Αιακό που τον άρπαξαν τα νερά της Στυγός[11], η αρετή και η εύνοια και η γλώσσα των ισχυρών (ποιητών) τον αποθεώνει στα νησιά των μακάρων[12]. Η Μούσα εμποδίζει να πεθάνει ο άντρας ο άξιος επαίνου, η Μούσα τον υψώνει στον ουρανό. Έτσι παρευρίσκεται στου Δία τις ζηλευτές ευωχίες ο ακούραστος Ηρακλής, οι Τυνδαρίδες[13], τα λαμπρά αστέρια, σώζουν από τα βάθη της θάλασσας τα κατεστραμμένα πλοία, στεφανωμένος ο Διόνυσος με τρυφερά αμπέλια κατευθύνει τις ευχές στην καλή έκβαση. |
_______________________________________________________
Οράτιος: Κουίντος Οράτιος Φλάκκος (Quintus Horatius Flaccus)
[1] Πρόκειται για βασιλικούς τάφους όπου εντοπίζονται επιτύμβιες στήλες.
[2] Libitina είναι επίθετο της Αφροδίτης που τιμούνταν ως θεά του θανάτου, της κηδείας. Θεωρείται αντιφατικός ο συνδυασμός του ερωτισμού και της ζωής που αποπνέει με τη βιολογική φθορά.
[3] Στο Καπιτώλιο (κέντρο της ρωμαϊκής παράδοσης) υπήρχε ο ναός του Δία και της Αθηνάς, όπου τον πρώτο μήνα του έτους ο pontifex maximus (μέγιστος αρχιερέας) έκανε θυσία, ενώ τον συνόδευε η vestalis maxima (μέγιστη Εστιάς Παρθένος)
[4] Ποταμός της Απουλίας πλησίον της Βενουσίας, γενέτειρας του Οράτιου
[5] Βασιλιάς στη βόρεια Απουλία που ονομάστηκε Δαυνία
[6] Ο ποιητής ευλογεί για την αξία του έργου του την Μούσα Μελπομένη
[7] Είναι κομψοτεχνήματα, κυρίως Κορινθιακά
[8] Ο Παρρασίος ήταν ζωγράφος του 4ου αιώνα π.Χ. από την Έφεσο και ο Σκόπας γλύπτης, αρχιτέκτονας από την Πάρο (το 395 π.Χ. έκτισε το ναό της Αλέας Αθηνάς στην Τεγέα της Αρκαδίας)
[9] Σκιπίων Αφρικανός: κατέστρεψε την Καρχηδόνα, υπέταξε την Αφρική
[10] Πρόκειται για τα ποιήματα του Κόιντου Έννιου που γεννήθηκε στις Ρωδιές της Καλαβρίας κοντά στον Τάραντα.
[11] Η Στύξ ήταν κόρη του Ωκεανού και της Τηθύας. Το όνομά της το πήρε μια πηγή στα Αοράνια όρη, ενώ σύμφωνα με τον Όμηρο από εκεί σχηματιζόταν ο ποταμός του Άδη στα νερά του οποίου βυθίζονταν οι φθονερές ψυχές.
[12] Πρόκειται για τόπους που φιλοξενούσαν τις ψυχές των ηρώων, ονομάζονταν «νησιά των μακάρων», δηλαδή των ευδοκιμούντων, των εκλεκτών.
[13] Οι Διόσκουροι (Κάστωρ και Πολυδεύκης) γιοι του Τυνδάρεω, εδερφοί της Ελένης, θαλάσσιες θεότητες με τη μορφή αστέρων ευνοούσαν το θαλάσσιο πλου.
Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια
Ελευθερία Μπέλμπα*
Φιλόλογος