Η «Συμφωνία της Βάρκιζας». Γράφει η Αντιγόνη ΚαρύτσαΗ «Συμφωνία της Βάρκιζας»

horizontal-bar-posts-small

Αντιγόνη Καρύτσα 

Γράφει η Αντιγόνη Καρύτσα
horizontal-bar-posts-small

 Μετά το τέλος των Δεκεμβριανών (Δεκέμβρης 1944), που αποτέλεσαν προπομπό του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, δηλαδή  της σύγκρουσης της  επίσημης μετακατοχικής Κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου και των Άγγλων από τη μία πλευρά και του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ από την άλλη, τον Ιανουάριο του  1945 υπογράφηκε ανακωχή  μεταξύ του «αρχιστρατήγου των στρατιωτικών δυνάμεων εν Ελλάδι» Ρ.Σκόμπυ και των αντιπροσώπων της Κ.Ε. του ΕΛΑΣ,  με την οποία αναγκάστηκε ο ΕΛΑΣ  να  εκκενώσει τόσο την Αττική όσο και τη Θεσσαλονίκη.

Παρόλο που το ΚΚΕ  είχε ηττηθεί, διέθετε ακόμη σημαντικές δυνάμεις και οι Άγγλοι δεν επιθυμούσαν να συνεχίσουν τον πόλεμο εκτός Αθηνών. Έτσι διατήρησε τη δυνατότητα συμμετοχής στη νέα πολιτική πραγματικότητα που ξεκινούσε, παρόλο που ένα χρόνο μετά θα οδηγούνταν ξανά στην ένοπλη σύγκρουση. Ο επίλογος των Δεκεμβριανών θα γραφτεί στη Βάρκιζα.

Στις 2 Φεβρουαρίου 1945 ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις για την υπογραφή της συμφωνίας στη Βάρκιζα, στην εξοχική κατοικία  του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, οι οποίες ολοκληρώθηκαν στις 12 Φεβρουαρίου με την υπογραφή του κειμένου στο υπουργείου Εξωτερικών, παρουσία Ελλήνων και ξένων δημοσιογράφων. Την κυβέρνηση Πλαστήρα εκπροσώπησαν ο υπουργός Εξωτερικών Ι.Σοφιανόπουλος, ο υπουργός Εσωτερικών Π.Ράλλης και ο υπουργός Γεωργίας Ι.Μακρόπουλος. Από την πλευρά του ΕΑΜ  παρέστησαν ο  Γ. Σιάντος (γενικός γραμματέας του Κ.Κ.Ε), ο Δ. Παρτσαλίδης (γραμματέας της κεντρικής επιτροπής του Ε.Α.Μ.) και ο Ηλίας Τσιριμώκος (γενικός γραμματέας της Ενώσεως Λαϊκής Δημοκρατίας).Ενεργό συμμετοχή στις διαπραγματεύσεις είχαν οι  Άγγλοι Μακ Μίλαν (υπουργός Μεσογείου) και Ρ. Λήπερ (πρεσβευτής στην Αθήνα). Στρατιωτικοί σύμβουλοι των δύο αντιπροσωπειών ήταν αντίστοιχα ο Παυσανίας Κατσώταςκαι ο αρχηγός του ΕΛΑΣ , στρατηγός Στέφανος Σαράφης.

Η κυβέρνηση αλλά και η αντιπροσωπεία του ΕΑΜ αποδέχονταν ότι η υπογραφή του συμφώνου θα συντελούσε στην εξασφάλιση και στην ανάπτυξη ελεύθερου και ομαλού πολιτικού βίου για τους πολίτες της χώρας, με κύρια χαρακτηριστικά τη διασφάλιση των πολιτικών ιδεών  και το σεβασμό των ελευθεριών.

Το κείμενο της συμφωνίας αποτελούνταν από 9 άρθρα: το πρώτο προέβλεπε τη δημιουργία μιας δημοκρατικής πολιτείας με πλήρεις ατομικές ελευθερίες, το δεύτερο την άρση του στρατιωτικού νόμου, το τρίτο την αμνηστία  των πολιτικών αδικημάτων που πραγματοποιήθηκαν μετά τα Δεκεμβριανά, το τέταρτο την απελευθέρωση των αιχμαλώτων, το πέμπτο τη δημιουργία νέου Εθνικού Στρατού, το έκτο την πλήρη αποστράτευση των ενόπλων σωμάτων, το έβδομο την εκκαθάριση των δημοσίων υπηρεσιών, το όγδοο την εκκαθάριση των Σωμάτων Ασφαλείας από τους δωσίλογους και τα φασιστικά στοιχεία και  το ένατο, τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για το πολιτειακό ζήτημα (βασιλεία ή δημοκρατία) και εκλογών για την ανάδειξη νέας Συντακτικής Συνέλευσης για την ψήφιση συντάγματος με συμμετοχή παρατηρητών των Μεγάλων Δυνάμεων.

Ως το τέλος Φεβρουαρίου πραγματοποιήθηκε ο αφοπλισμός των ενόπλων σωμάτων. Κάποιες μονάδες του ΕΛΑΣ και  ο Άρης Βελουχιώτης αρνήθηκαν να παραδώσουν τα όπλα και κατέφυγαν στα βουνά για να συνεχίσουν τον αγώνα. Πολύ σημαντική παράλειψη  της συμφωνίας θεωρήθηκε το ότι δε χορηγούνταν αμνηστία για τα ποινικά αδικήματα κατά την περίοδο των Δεκεμβριανών. Συγκεκριμένα στο άρθρο 3 προβλεπόταν ότι αμνηστεύονται μόνο «τα πολιτικά αδικήματα τα τελεσθέντα από τις 3 Δεκεμβρίου 1944 μέχρι της υπογραφής του παρόντος. Εξαιρούνται της αμνηστίας τα συναφή κοινά αδικήματα, κατά της ζωής και της περιουσίας, τα οποία δεν ήσαν απαραιτήτως αναγκαία διά την επιτυχία του πολιτικού αδικήματος».

Πριν τη συμφωνία, σε συνεδρίαση της Κ.Ε. του ΚΚΕ όσο και στη σύσκεψη συμφωνήθηκε να μην υπογραφεί συμφωνία, στην οποία δε θα συμπεριλαμβανόταν όρος για χορήγηση Γενικής Αμνηστίας και αποφασίστηκε η αντιπροσωπεία του ΕΑΜ να αποχωρήσει από τη διάσκεψη, αν η αντίπαλη πλευρά δε δεχόταν αυτόν τον όρο. Όμως η συμφωνία υπογράφηκε και από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη χωρίς τελικά να περιλαμβάνεται ο όρος αυτός.

Η αποτυχία της συμφωνίας της Βάρκιζας «βαραίνει» τόσο την ελληνική κυβέρνηση όσο και την ηγεσία του ΕΑΜ καθώς οι συνεχιζόμενες παραβιάσεις της οδήγησαν στη λεγόμενη «λευκή τρομοκρατία». Το κράτος πραγματοποίησε διώξεις εναντίον των κομμουνιστών διατυπώνοντας κατηγορίες για διάπραξη κοινών αδικημάτων στην περίοδο της κατοχής, ενώ ο ΕΛΑΣ , αποκρύπτοντας όπλα συνέβαλλε στη συνέχιση του εμφυλίου πολέμου ως το καλοκαίρι του 1949.

Όσο για τους πρωτεργάτες της συμφωνίας,  ο μεν Γ. Σιάντος κατηγορήθηκε μετά θάνατον από τούς Ν. Ζαχαριάδη και Δ. Βλαντά ως προβοκάτορας και ισόβιος πράκτορας των Άγγλων, για να αποκατασταθεί το 1958 μαζί με τον Ν. Πλουμπίδη και τον Κ. Καραγιώργη, ο δε Μ. Παρτσαλίδης διαγράφηκε αργότερα από το ΚΚΕ, για άλλους όμως λόγους.

Η Συμφωνία της Βάρκιζας δε μπόρεσε να υλοποιήσει τους στόχους της καθώς στην πράξη εφαρμόστηκε μόνο το έκτο άρθρο και δε μπόρεσε να αποτρέψει τον εμφύλιο σπαραγμό που δίχασε τον ελληνικό λαό.