«Περισσότερη αλλά και δικαιότερη Ευρώπη»
*Tου Δημήτρη Παπαδημούλη,
Αντιπροέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Ευρωβουλευτή ΣΥΡΙΖΑ
O αρχικός στόχος των έξι κρατών, που κατά τη δεκαετία του 1950 αποφάσισαν να σχηματίσουν την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, ήταν πρωτίστως πολιτικός: να μην επαναληφθούν στο μέλλον οι αιτίες που οδήγησαν στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους. Με την πάροδο του χρόνου, η ΕΟΚ και η Ευρωπαϊκή Ένωση που την διαδέχθηκε, διεύρυναν τον στόχο τους, με προοπτική τη βαθμιαία επίτευξη μιας ευρωπαϊκής πολιτικής ομοσπονδίας.
Τη δεκαετία του 2000, η βασική σκέψη που επικρατούσε γύρω από τη λειτουργία της Ευρωζώνης ήταν απλή: Η νομισματική πολιτική, το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, το Δημοσιονομικό Σύμφωνο και η ενιαία συναλλαγματική πολιτική, θα πυροδοτούσαν διαρθρωτικές μεταβολές, οι οποίες θα οδηγούσαν σε σύγκλιση της παραγωγικότητας και των ρυθμών μεγέθυνσης. Η εκτίμηση αποδείχθηκε λανθασμένη.
Έτσι, από την ομογενή Ευρώπη των έξι, που υποσχόταν ένα σοσιαλδημοκρατικό κράτος πρόνοιας σε ηπειρωτική κλίμακα, καταλήξαμε στην εκρηκτικά άνιση Ευρώπη των 28, της γερμανικής ηγεμονίας και του σκληρού νεοφιλελευθερισμού.
Η κρίση του 2008 που έπληξε τα κράτη-μέλη στη νοτιοδυτική περιφέρεια της Ε.Ε δεν σχετίζεται με τις αδυναμίες στη δομή των αγορών εργασίας, όπως πρεσβεύει κυρίως η Γερμανία, και ιδίως ο Βόλφγκανκ Σόιμπλε. Δεν ήταν μια παρεκτροπή σε ένα καλά σχεδιασμένο εγχείρημα. Οφείλεται, κατά κύριο λόγο, στην μη επίτευξη του βασικού στόχου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή της πολιτικής ενοποίησης. Ήταν ο καταλύτης που ανέδειξε την ανάγκη μιας νέας διαμόρφωσης των θεσμών της, για να ανταποκριθούν στον όλο και ευρύτερο ρόλο που καλείται να αναλάβει.
Οι συζητήσεις που λάμβαναν χώρα τα πρώτα δύο χρόνια της κρίσης και ενώ η Ευρωζώνη βρίσκονταν σε μία ασταθή ισορροπία, εμφάνιζαν την Ευρωπαϊκή Ένωση να έχει δύο προοπτικές. Είτε να προχωρήσει προς μία συντεταγμένη περαιτέρω ενοποίησή της, είτε σε μία ανασυγκρότησή της, όπως είναι η διάλυση, η απομάκρυνση των αδύνατων συστατικών μερών, ο διαχωρισμός σε δύο ή περισσότερα μέρη, κλπ.
Οι πολιτικές αποφάσεις που λήφθηκαν, κυρίως με τις αποφάσεις κορυφής του Ιουνίου και του Δεκεμβρίου του 2012, παραπέμπουν σε μία ξεκάθαρη μελλοντική πολιτική προοπτική: Η Ευρωζώνη θα παραμείνει ενιαία με την προοπτική να διευρυνθεί. Ουσιαστικά δηλαδή έγινε σαφές ότι οι ηγέτες μπορεί να μην μπορούν να δημιουργήσουν ένα κεντρικό όραμα επιτάχυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όμως παραμείναν αμετακίνητοι στην πολιτική προοπτική μετεξέλιξης της Ευρωζώνης προς μία ενιαία οντότητα.
Στην απόφασή τους αυτή, δεν βάρυνε βέβαια η αλληλεγγύη προς τις δημοσιονομικά απείθαρχες χώρες του Νότου με τους «τεμπέληδες» κατοίκους τους. Αντιθέτως, η εκτίμηση που κυριάρχησε, ήταν πως μια πιθανή αποδιάρθρωση θα βάραινε κυρίως τις χώρες του σκληρού πυρήνα, πλήττοντας την αξιοπιστία τους με επιπτώσεις τόσο στο ευρώ, όσο και στην εξωτερική τους οικονομική και πολιτική παρουσία. Επίσης, ότι τα γεωπολιτικά ευρωπαϊκά συμφέροντα, οι ενεργειακές σχέσεις με τη Μέση Ανατολή, η διατήρηση ενός Νοτιανατολικού «διαδρόμου» της Ευρώπης προς τη Μέση Ανατολή που περιλαμβάνει το Ισραήλ, κλπ, επέβαλλαν τη διατήρηση του status quo.
Πολλοί σχολιαστές έχουν ήδη εκφραστεί υπέρ μιας βαθμιαίας προσέγγισης σε νέες μορφές συνεργασίας. Παρά τις διαφορές στα επιμέρους σκεπτικά τους, συμφωνούν ότι η έξοδος από την κρίση επιβάλλει πάντως «τη φυγή προς τα εμπρός», δηλαδή στην κατεύθυνση της οικονομικής διακυβέρνησης και της πολιτικής ενοποίησης.
Για κάποιους, όπως ο Μάριο Ντράγκι, οι αναφορές για την ανάγκη στενότερης ένωσης των κρατών-μελών της Ε.Ε. δεν είναι επαρκείς για την αποτελεσματική αναδόμησή της. Ο ίδιος εκφράζει την άποψη πως οι ιθύνοντες της Ε.Ε. θα χρειαστεί να καταφύγουν στο Σύνταγμα των ΗΠΑ, στο οποίο γίνεται λόγος για την εγκαθίδρυση μιας «τελειότερης ένωσης».
Ο Χάμπερμας ζητεί μια «ανακατασκευή» της Ευρώπης, σε μια υπερεθνική ένωση, με εμβάθυνση της Δημοκρατίας και αλλαγές στη Συνθήκη της, η οποία, χωρίς να παίρνει τη μορφή ενός ομόσπονδου κράτους, θα καθιστά δυνατή μια κοινή διακυβέρνηση. Τονίζει ότι ο χρόνος πιέζει και η Ευρώπη πρέπει να πάρει τις αποφάσεις της μπροστά σε έναν κόσμο που αλλάζει, και μεθαύριο οι νέες αναδυόμενες μεγάλες δυνάμεις, όπως η Κίνα, δεν θα της δίνουν σημασία.
Αναζητώντας το νέο πλαίσιο λειτουργίας της Ένωσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ενοποιητική διαδικασία κατοχυρώνει τη δημοκρατία, επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής των ανθρώπινων δικαιωμάτων, επιτρέπει την άμβλυνση των περιφερειακών ανισοτήτων και δίνει στην Ευρώπη μια αυξημένη επιρροή στις διεθνείς σχέσεις. Και, βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η όποια θεσμική εξέλιξη, ερήμην των κοινωνιών, είναι θνησιγενής.
Σημασία έχει να προσεγγίσουμε τα προβλήματα με μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις, να αναζητήσουμε λύσεις που παράγουν οφέλη για όλα τα κράτη-μέλη και να αναγνωρίσουμε τα όρια του περιορισμού της εθνικής κυριαρχίας που συνεπάγεται η δημιουργία μιας υπερεθνικής οντότητας.
Η διαδικασία της αμοιβαιοποίησης του χρέους και της αντικυκλικής παρέμβασης στην ευρωπαϊκή οικονομία απαιτούν «περισσότερη Ευρώπη», αλλά με δημοκρατική νομιμοποίηση και λογοδοσία. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ακόμη και με τις διευρυμένες αρμοδιότητές του, δεν έχει ακόμη δικαιοδοσία για τη χάραξη μιας κοινής πολιτικής σε ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων που να δεσμεύει τα κράτη-μέλη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, όση κρίση αξιοπιστίας και αν περνά, διαθέτει το αξιακό πλαίσιο της δημοκρατίας, της ελευθερίας, της ισονομίας, της κοινωνικής ισότητας και αλληλεγγύης. Με αυτές τις αρχές και αξίες πρέπει να αντιμετωπίσει τα προβλήματά της.
Η Ευρώπη των επόμενων δεκαετιών, πρέπει να στηριχθεί στην ισότιμη συνεργασία των κρατών-μελών χωρίς ηγεμονισμούς, τη δημοκρατική θεσμική συγκρότηση, την οικονομική πρόοδο και ευημερία, την κοινωνική συνοχή, την πολιτική της ενοποίησης. Αυτός είναι ο στόχος που πρέπει με σοβαρότητα και επιμονή να επιδιώξουμε.