«Ετυμολογικά της ποντιακής διαλέκτου: τα τσιτσία και τα ιθάκια»
Γράφει η Γιώτα Ιωακειμίδου
Τσιτσίν και τσιτσία στα ποντιακά είναι ο γυναικείος μαστός. Στον Αριστοφάνη απαντάται ο τύπος τιτθός και το υποκοριστικό τιτθίδιον όπως και το ρήμα τιτθίζω=θηλάζω. Τα τιτθίδια έγιναν στην διάλεκτο τσιτσία. Η πρώτη συλλαβή τι- μετατράπηκε σύμφωνα με τους κανόνες του τσιτακισμού σε τσι-. Ο τσιτακισμός είχε ευρεία έκταση στην διάλεκτο, παράδειγμα το αρχαίο ρήμα τιλώ (από το τίλος =αποπάτημα υγρόν) έγινε τσιλώ(έχω διάρροια) και στη συνέχεια έδωσε πολλές παράγωγες λέξεις π.χ τσιλέας. Η δεύτερη συλλαβή το –τθι μετατράπηκε με αφομοίωση σε -τσί και αυτή.
Για τον μαστό των ζώων χρησιμοποιείτο η λέξη ιθάκ΄. Η συγκεκριμένη λέξη είναι ομηρική το ούθαρ, πληθυντικός τα ούθατα. Οδύσσεια | 440 θήλειαι δὲ μέμηκον ἀνήμελκτοι περὶ σηκούς: οὔθατα γὰρ σφαραγεῦντο (Με σπαργωμένα τα μαστάρια τους, ανάρμεχτα, στις μάντρες τα θηλυκά βέλαζαν άπαυτα). Από το ούθαρ διαμορφώθηκε το σμικρυντικό ουθάριον απαντούμενο στην αρχαία ελληνική σαν επίθετο: ουθάτιος, α, ον. Στην ποντιακή έγινε ουθάκιον και στη συνέχεια ιθακ. Η μετατροπή του τ σε κ ήταν επίσης σύνηθες στην διάλεκτο, το δε αρχικό ου έγινε ι,πράγμα επίσης όχι σπάνιο.
Όταν όμως μιλούσαν για το γυναικείο στήθος χρησιμοποιούσαν άλλες λέξεις. Έλεγαν το στήθος και τα στήθε ή μεταφορικές λέξεις π.χ. κόρφος (σον κόρφος έχω μερτικόν σο κρεβατόπος τόπον = στα στήθια σου έχω μερτικό στο κρεβάτι σου έχω θέση) ή αλλού τα ψία (οι ψυχές) π.χ. να ρούζω και λιγοθυμώ απές΄ σα άσπρα ψίας (να λιποθυμήσω μέσα στις άσπρες ψυχές σου δηλαδή στα στήθη σου). Αλλού ονοματίζονται μήλα ή χρυσόμηλα. π.χ. ελυγαν τα κουμπία τς και εφάνθαν τα χρυσόμηλα τς (άνοιξαν τα κουμπιά και φάνηκαν τα χρυσόμηλά της).