«Θείον Όραμα» διήγημα του Ανδρέα Καρκαβίτσα«Θείον Όραμα» διήγημα του Ανδρέα Καρκαβίτσα

*Από τη συλλογή «Λόγια της πλώρης», 1899

— Δε λέτε, παιδιά, τίποτα να ζεσταθούμε;

Και με τον λόγο εφάνηκε μαύρος όγκος στην ανοικτή θυρίδα, εκύλισεν από τη σκάλα κάτω στην πλώρη Κώστας ο θερμαστής, βαρυτυλιγμένος στην πατατούκα του. Έκανε κρύο δυνατό. Βοριάς εξύριζε τα πέλαγα, επάγωνε τ’ ακρογιάλια, εκρυστάλλιαζε τα στοιβαγμένα χιόνια των βουνών. Και το πλήρωμα, ναύτες και θερμαστές, συναγμένοι ολόγυρα στην ψυχρή θερμάστρα, εφρόντιζαν να ζεσταθούν ρουφώντας φασκομηλιά και τρώγοντας μαχαιροκοφτό ψωμοτύρι. Ο λύχνος καρφωμένος στη μέση ενός στύλου έρριχνε λάμψι και καπνό μαζί στα περίγυρα εσωθέματα, με θλιμμένο και μονότονο ενατίναγμα. Διπλά — τριπλά τα κρεβάτια κολλημένα στις πλευρές, με τα μαύρα τους στρωσίδια εθύμιζαν νεκροθήκες στ’ ανήλιαστα βάθη της γης ταφιασμένες. Κοντά η καμαρούλα του ναύκληρου ανοιχτόπορτη έδειχνεν άλλο κρεβάτι στρωμένο, δυο — τρεις φωτογραφίες παλιές, μια χρωμολιθογραφία χανούμισας, χρυσοφορεμένης και ξαπλωμένης ράθυμα σε πουπουλένια προσκέφαλα. Και παντού κρεμασμένα τα ρούχα στο λάδι και το κάρβουνο βουτηγμένα, οι μουσαμάδες ξεσχισμένοι και μυριομπαλωμένοι, τα χοντρά ποδήματα και τα κασκέτα και οι χρωματιστοί σκούφοι έδιναν στο χώρισμα εκείνο την ηρεμία καλογερικού κελιού. Αλλά το λάχτισμα του νερού που αντήχαε στα πλευρά αδιάκοπο, η βαρειά οσμή του κατραμιού, των σχοινιών, του κάρβουνου και τα ψημένα πρόσωπα των ανθρώπων έδειχναν πως η ζωή εδώ αγωνίζεται τον τελευταίον αγώνα της. Για τούτο και κανένας δεν επρόσεξε τόρα στο κωμικό κατρακύλημα του θερμαστή.

— Δε λέτε, παιδιά και τίποτα να ζεσταθούμε; είπε πάλιν εκείνος αγκαλιάζοντας τη θερμάστρα με δύσκολο μορφασμό.

— Τι να ειπούμε; μελαγχολικός ερώτησε ο Κώστας Αξιώτης. Τέτοια νυχτιά σαν την αποψινή δεν θέλει παραμύθια· όχι δεν θέλει παραμύθια. Εδώ στον άγριον κόρφο που είμαστε κλεισμένοι, τριγυρισμένοι από το πικρό μούγκρισμα της Μαύρης θάλασσας, σαβανωμένοι από τον άσπρο θυμό τ’ ουρανού ας πούμε κατιτί θεϊκό και παρήγορο. Στα παλιά χρόνια οι γέροντές μας δεν είχαν την καταδίκη που έχουμ’ εμείς τόρα. Επερνούσαν τις καλές ημέρες κάτω από την ατράνταχτη στέγη τους, κοντά στη φωτιά, ανάμεσα στη φαμίλια τους. Όπως ο αμπελοφυτευτής το αμπέλι του ετρυγούσαν κ’ εκείνοι το καλοκαίρι τη θάλασσα κ’ εχαίρονταν τον χειμώνα τους καρπούς της άφοβα. Ήξευραν τη γιορτή και την καματερή τους. Είχαν καιρό να γνωρίσουν τη χαρά και να πενθήσουν τη θλίψι τους. Εμείς δεν έχουμε τίποτε απ’ αυτά. Χειμώνα — καλοκαίρι οργώνουμε ακατάπαυστα το κύμα· κύμα άβουλο, άκαρπο, αχάριστο σ’ εμάς σαν το στειρολίθαρο. Βώδια καματερά στη βουκέντρα της Ανάγκης υποταχτικά θ’ αυλακώνουμε το αρμυρό χωράφι μόνον τη φάκνα μας έχοντας ανταμοιβή. Για τούτο καλά που έτυχε η κακοκαιρία ν’ αφήσουμε λίγο τον κάματο. Δεν λέγω πως θα μείνουμε και τόρα ήσυχοι. Ο αφέντης θέλει δουλειά από τον δουλευτή γιατί φοβάται μήπως οκνέψη με την ακαμοσιά. Φαντάσου όμως αν ήταν καλοσύνη τι δρόμο θα επαίρναμε τόρα και πώς θα ετρόμαζεν άξαφνα την ονειροπλανεμένη σου συνείδησι η αυστηρή φωνή της καμπάνας για την αλλαγή. Τόρα τουλάχιστον έχω ελεύθερο τον νου να τον προσηλώσω στο σπίτι μου.

Αχ, το σπίτι μου! Άρχισα το παράπονο και κοντεύω να δακρύσω σαν το άπραγο παιδί. Μα δεν φταίω εγώ. Φταίει αυτή η νύχτα που εστάλαξεν από τα μικρά χρόνια μέσα μας, που εζύμωσε με το αίμα μας τόσα μόρια φαμελίτικης ευτυχίας και αν εθάφτηκαν από τις ανάγκες της ζωής δεν ενεκρώθηκαν όμως και ολότελα. Φταίει το αποψινό αποσπέρισμα, το μελαγχολικό σύθαμπο, τ’ αστέρι το λαμπρό που έτρεμε βασιλεύοντας στον κιτρινόγλαυκον αιθέρα, πίσω από τα χιονισμένα βουνά και μου ετάραξε τη συνείδησι, όπως αναταράζει ο βοριάς τη θάλασσα και δείχνει στον βυθό το θεριεμένο κοράλλι. Όπως τους Μάγους οδήγησε κ’ εμένα πίσω από τα βουνά και τα πέλαγα στην Νάξο, στο Γρίτι μου το πρασινοντυμένο, στο ταπεινό μα ολόχαρο σπιτάκι μου. Και όχι ως εδώ· παραμπρός, παραμπρός ακόμη. Μ’ έφερε στα παιδιάτικα χρόνια μου, πριν αφήσω τη στεριά και πριν πατήσω στη θάλασσα.

Εκαθόμαστε όλοι στο παραγώνι, διπλοπόδι στα μάλλινα στρωσίδια, ντυμένοι με τα ζεστά φορεματάκια μας που τα έρραψε της μάνας η φροντίδα και της αδερφής μας της Ομορφούλας τα επιδέξια χέρια. Ο πατέρας μου, θεριακωμένος και νιοφάνταχτος γέροντας, εκαθόταν στις προσκεφαλάδες ψηλά κ’ ερρουφούσε απολαυστικά το τσιμπούκι του. Ήταν από τους παλαιούς θαλασσόλυκους, αψύς δουλευτής, άτρομος παληκαράς και ακούραστος χαροκόπος. Στο πενηντάχρονο στάδιό του πολλά εκέρδισε με τον ίδρωτα, πολλά εσπατάλησε με τους φίλους και τα λιγώτερα εφύλαξε για τα παιδιά του. Εναυάγησε τέλος στο Μπουγάζι, εσώθηκε με το πουκάμισο, ήρθε στο νησί κ’ εβδομηντάρης άφησε κληρονομιά σε μένα ν’ ακολουθήσω την τέχνη του και να προκόψω το σπίτι μας.

Όταν μας έβλεπεν έτσι συναγμένους τριγύρω του άρεσε να διηγήται παραμύθια και ιστορίες της ζωής του. Της θάλασσας οι κίνδυνοι, της στεριάς οι χαρές, ο τρόμος των κουρσάρων, τα ναυτικά κατορθώματα της επαναστάσεως εδιάβαιναν ζωντανά και ολοφώτιστα στην παιδιάτικη φαντασία μας με τα λόγια του. Μα εκείνη τη νύχτα δεν ηθέλησε να μιλήση ούτε για παραμύθια, ούτε για ταξείδια του. Μόλις εβάλαμε τον λύχνο στον λυχνοστάτη κ’ εφάγαμε τη λειψόπητα μας άρχισε θρησκευτικές κουβέντες. Ήταν θρήσκος ο αγιοχώματος και τα ιερά βιβλία δεν τ’ άφινεν από κοντά του. Αλήθεια όταν εταξείδευε είχε πρόχειρα πότε τα τροπάρια και πότε τις βλαστήμιες. Μα τόρα που έπαψε τον αγώνα της ζωής εφρόντιζε μόνον για τη σωτηρία της ψυχής του.

— Δε μου λες, είπε στον αδερφό μου τον μικρότερο, τι δράμα είδεν η Παναγία τη νύχτα που εγέννησε τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν; Α, δεν το ξέρτε! επρόσθεσε με ήμερη φωνή. Μα δεν φταίτ’ εσείς· φταίω εγώ που δεν σας το έμαθ’ ακόμη. Έγινε πέρα στην Ανατολή, τον τόπο τον παράδοξο. Ποιον χρόνο δεν σας λέγω. Φτάνει να μετρήσετε τον φετεινό και το βρίσκετε αμέσως. Εκείνη τη νύχτα μια καλοδέματη γυναίκα συντροφιασμένη από τον τέκτονα τον άντρα της, εστάθηκε μισοστρατίς σε μια σπηλιά κ’ εγέννησεν ένα πεντάμορφο παιδί. Φτωχά ήσαν τα ρούχα της, η όψις της πικραμένη· μα είχε κατιτί τόσο λαμπρό στο βλέμμα, που έλεγες πως θ’ αναστήση και την πέτρα. Κάτω από το γαλάζιο φόρεμα και το κόκκινο στηθοπάνι το κορμί εφάνταζε λυγερό, πελεκητό, άξιο για να θρονιάση μια πάναγνη ψυχή. Και κάτω από τον άσπρο της κεφαλοδέτη ο θαυμαστός τύπος της φυλής, τ’ αμυγδαλωτά μάτια, τα φρύδια τα σμιχτά, το ελεφαντένιο μέτωπο λαμπρότερο και από τα χρυσά στολίδια του, επρόδιναν την αισθαντική πηγή που θα σαρκώση την Αγάπη και την Καλοσύνη.

Εγέννησε το παιδί, το εβύζασε, το ετύλιξε με το σάλι και το απίθωσε στη φάτνη απάνω στ’ άχυρα να κοιμηθή. Σε λίγο ο ανασασμός έβγαινεν από το στηθάκι του ήσυχος, σαν ανασασμός ενός βαλσαμόδεντρου. Γύρω το σκοτάδι απλωνόταν πίσσα. Κάτω στο χώμα πλαγιασμένα τα ζωντανά, βώδια και πρόβατα και άλογα μαζί, αισθάνονταν κάποια ιερή φρίκη να χαμοπετά επάνω τους, σύγκρυο ναρκωτικό να τα περιγλείφη κ’ έμεναν άγρυπνα. Μα ούτε βέλασμα, ούτε χλιμίντρισμα, ούτε βούγεμα ηχολογούσεν εκεί. Η φάκνα μόνον έτριζε κάποτε, αλλά κ’ εκείνη έμενεν ακατάλυτη, ξερομασημένη στο απρόθυμο στόμα τους. Απάνω η σπηλιά με τον ουρανό της νεροστάλαχτον, με τα πλευρά της αυλακωμένα από τις νεροσυρμές, πράσινα από τα πολυτρίχια και τη χνουδωτή αμάκα, κουφαλιασμένα από τα νύχια του όρνιου που είχεν εκεί τη φωλιά του, κόσκινο από του σφαλαγγιού το κεντρί, κλεισμένα με τον πλοκό της αράχνης, ξεθεμελιωμένα από του ποντικού την ακούραστη μύτη, εψήλωνε βουβή, ατάραχη, σαν ναός απλώνοντας εμπιστευτικά τ’ αετώματά του σ’ εκείνους που ζητούν καταφύγιο. Και κάτω από τη χαμηλή εμπατή, το φως αστροστόλιστης νυχτιάς εχυνόταν σεντόνι ολομέταξο στις πλαγιές και τα λακκώματα. Οι κουρμάδες εκεί εψήλωναν λαμπάδες, με τα καμαρωτά κλωνιά καρποφορτωμένα στην κορφή. Εκεί τ’ αμπέλια έδειχναν τα κλαδιά έτοιμα ν’ ανοίξουν μάτια χλωροπράσινα στο πρώτο φύσημα της ανοίξεως. Εκεί ασπραργυρανθισμένες οι ελιές ελαγάριζαν από τόρα τον χυμό που θα καή θυσία στον νεογέννητον. Εκεί και τα σπίτια της Βηθλεέμ μικρά, τετράγωνα, με το δώμα επάνω και την πόρτα στο πλάγι, έλαμπαν στον ασβέστη, λέγεις κ’ εστολίσθηκαν να υποδεχθούν εκείνον που θα τους χαρίση αθανασία και δόξα. Πέρα βαθειά ο Ιορδάνης εστέναζε μέσα στη χαλικοστρωμένη κοίτη κ’ ετάραζε προσμένοντας με ανυπομονησία και τρόμο το ένθεο κορμί που θ’ άγιαζε τα νερά του. Δεξιά στη χούνη που την εσκέπαζε σκοτεινιά και φρίκη, σαν κατάρατο πνεύμα εβρυχόταν η Νεκρή Θάλασσα, λέγεις και είχεν ακόμη στοιχειά μέσα τις κακές βουλές και τ’ ανόσια καμώματα εκείνων που εκατοικούσαν άλλοτε τα Σόδομα και τα Γόμορα. Αριστερά σε μακρινό διάστημα, επάνω από τους ζυγούς, εκεί που δεν έφτανε τα ανθρώπινο μάτι ήταν όμως ασήκωτος ο λογισμός του Θεού, στη χαρά και την ακολασία παραδομένα ούρλιαζαν τα Ιεροσόλυμα, τα άσμα των Προφητών και η λατρεία λαού μεγάλου. Απάνω εμοσχοβολούσεν ακόμη ο απέραντος αγρός από τους πόθους του Βοόζ και της Ρουθ την παρθενιά και κάτω έχασκεν η κοιλάδα στη χάρι τ’ ουρανού αχόρταστη. Ψηλά διαμάντι ετρεμόφεγγεν η δροσιά και γαλάζια ομίχλη έκλωθε τα πάντα στο μυστήριο.

Ο Ιωσήφ μόλις είδε κοιμισμένο το παιδί εκατέβηκε στο χωριό να φροντίση για τροφή της λεχώνας. Κ’ εκείνη ολομόναχη, αδυνατισμένη από τη γέννα και τις κακοπάθειες, ξεπαγιασμένη, με τη μητρική λαχτάρα στα στήθη, με τις ελπίδες και τους φόβους στο κεφάλι, εσταύρωσε τα χέρια σφιχτά, ορθό ακούμπησε το κορμί σ’ ένα στύλο κ’ έκλεισε τα ματόφυλλα στον ύπνο. Αλλ’ αδύνατον εστάθηκε να κοιμηθή. Η τύχη του θεόσταλτου αβέβαιη επλάκωσε να της τυρανήση την ψυχή. Τι θ’ απογίνη μέσα στου κόσμου την αντάρα ο τρυφερός της Κρίνος, εκείνος που εδόθηκε μιαν ημέρα με το χέρι ασπροντυμένου Χερουβείμ; Ποια θα είνε η ζωή και ποιο το τέλος του; Θα περάση τον δρόμο πορφυρόστρωτο για να γυρίση στην πρώτη του πηγή ή θα βάψη με το αίμα του τ’ αγκάθια και τις στουρναρόπετρες; Ο κόσμος παραλυμένος δεν προσέχει πλέον στα λόγια των Προφητών. Ο Ισραήλ στενάζει κάτω από το ψέμμα των Φαρισσαίων και των Ρωμαίων τον βαρύ ζυγό. Δεν κιθαρίζει πλέον ο Δαυίδ ούτε η θαυμαστή Δεβόρρα κρίνει τον λαό κάτω από τους κουρμάδες. Του Ααρών τα τέκνα ληστεύουν· απιστίας σύγνεφο σκοτίζει την Ιερή Κιβωτό και του Μεγάλου Ναού τα άδυτα. Πίνει το αίμα των Μακκαβαίων η γη χωρίς ν’ αποδώση ελευθερία και δικαιοσύνη. Ο Γαυλωνίτης Ιούδας εχάθηκε χωρίς ν’ ανορθώση τον Νόμο και να προφυλάξη από τη μάταιη σπατάλη των ανθρώπων τους αναφαίρετους τίτλους του Ιεχωβά. Της Επαγγελίας η γη, χωρισμένη σε βασίλεια και τοπαρχίες, κατατρώγεται από τον εμφύλιο σπαραγμό, ματώνεται από τα μίση των τέκνων της, σαν να την βαραίνει ακόμα η απείθεια των προγόνων στην έρημο του Σιν. Κόλαση έγεινεν ο ποτέ Παράδεισος. Εγωιστής κ’ εκδικητικός και άδοξος ο περιούσιος λαός του Κυρίου. Πώς θα ζήση σε τέτοιον κόσμο το παιδί της;

Αλλ’ άξαφνα η μητρική συνείδησις θαυματουργή έσχισε για μιας το μυστήριο και λύχνος ηλιοστάλαχτος εκρεμάσθηκ’ εμπρός της, έτοιμος να δείξη το μέλλον του νεογέννητου, όπως η νεφέλη έδειξεν άλλοτε τον άγνωστο δρόμο στη φυλή της. Και τον είδε τριαντάχρονο λεβεντονιόν να ταράζη και να μαγνητίζη τις ψυχές του πλήθους. Ψηλός, λυγερός, με σεβαστή μελαγχολία στο ροδοζύμωτο πρόσωπο, με τα καστανά μαλλιά κυματιστά στους ώμους, με το στόμα γλυκοστάλαχτο και τα γαλανά μάτια εμιλούσε στον λαό, τον εσυμβούλευε και τον έπειθε. Εκήρυττε στις συναγωγές και χίλιοι τον άκουαν· ανέβαινε στο βουνό και μύριοι τον ακολουθούσαν. Διαβαίνει ανεμόφτερος τη λίμνη της Γενησαρέτ και ρίχνονται λαμνοκοπώντας οι κόσμοι στα βήματά του. Οι Προφήτες που επροσπερνούσαν, τόρα πισοδρομούν υποταχτικοί του. Ο Νόμος του Μωυσή αναζή στα λόγια του και συμπληρώνεται. Η έρμη γη αναδροσίζεται· τ’ απελπισμένα στήθη ξαναθαρρεύουν· τα πλανημένα πρόβατα γυρίζουν πάλι στη μάντρα τους. Η αγάπη τρέχει αδαπάνητη από τα πλατειά στέρνα του και δροσίζει το φλογερό καμίνι της κακομοιριάς. Οι άπιστοι πιστεύουν και υψώνονται οι ταπεινοί· τυφλούς φωτίζει, χωλούς οδηγεί. Τα Ιεροσόλυμα τις πόρτες τους ανοίγουν να τον δεχθούν στεφανωμένον με βάγια. Σύγκαιρα όμως καρφώνουν τον σταυρό που θα βαστάξη το αβάσταχτο κορμί. Ο φθονερός μαθητής τον παραδίνει με φίλημα. Ο δειλός φίλος τον αρνείται πριν λαλήση ο πετεινός. Μα εκείνος ανώτερος από τα τέκνα των ανθρώπων, συγχωρεί την άρνησι και την προδοσία, διαβαίνει πράος μέσα από τους εμπαιγμούς και τα φτυσήματα, πίνει το ξύδι και τη χολή, φορεί το αγκαθερό στεφάνι, την περιφρονητική χλαμύδα, κρατεί το καλαμένιο σκήπτρο και ανεβαίνει στο μαρτύριο.

— Γυναίκα, να ο γυιος σου· λέγει την τελευταία στιγμή.

Και αποχαιρετά μ’ ένα βλέμμα μελαγχολικό αλλά ήρεμο τη μάνα που τον εγέννησε, τους φίλους που τον επίστεψαν, τον λαό που τον ετυράνησε· τη γη που είδε τα φαρμάκια και τον Ουρανό που άνοιξε φιλόστοργη αγκαλιά να δεχθή το σώμα του.

Η μάνα ήταν εκεί και τα έβλεπεν όλα. Ήθελε να φωνάξη, να τρέξη για να τον σώση από τα χέρια των κακούργων, αλλά δεν ημπορούσε να βγάλη φωνή από τον λάρυγγά της. Το σώμα δεν ακολουθούσε τους πόθους της ψυχής. Μα όταν είδεν ένα στρατιώτη αγριοπρόσωπον, έτοιμο να λογχίση τα πλευρά του, εκατόρθωσε να σπάση τον γλωσσοδέτη:

— Μη!… εφώναξε με όλη της τη δύναμι.

Και με το μη! εξύπνησε. Δεν είδε ολόγυρά της τίποτα από το φριχτόν όραμα. Το βρέφος εκοιμόταν ακόμη πλάγι της, μέσα στη φάτνη, απάνω στο άχυρο. Αλλά δεν εβασίλευεν η σιγή ούτε το σκοτάδι όπως πριν. Αγγελική αρμονία εκατέβαινεν από τα αιθέρια και λαμπρομέτωπο αστέρι έχυνε θάλασσα το φως του στη σπηλιά κ’ έλουζεν όλα με το θαύμα. Κ’ εμπρός στα πόδια της, κάτω από την κοιτίδα του, οι Μάγοι γονατιστοί με τα δώρα τους, τη σμύρνα, και τον μόσχο και το λιβάνι, ωνόμαζαν τον γυιο της Βασιλέα και Θεόν.

Εκείνη την ώρα εφάνηκε στην εμπατή χλωμός ο Ιωσήφ.

— Να φύγουμε· λέγει τρέμοντας στη γυναίκα του. Ο Ηρώδης θέλει το παιδί κ’ οι άνθρωποί του γυρίζουν στη χώρα. Γλήγορα να φύγουμε!…

Εκείνη άρπαξεν αμέσως το βρέφος, το έσφιξε στους κόρφους της κ’ επήραν τον δρόμο για την Αίγυπτο. Η νύχτα έκρυψε τα βήματά τους από το άγρυπνο μάτι των κατασκόπων. Αλλά τα αίματα των παιδιών και η φωνή των μανάδων ανέβαιναν από τα σπίτια της Γαλιλαίας πρωτόλουβη θυσία στον αναμορφωτή του κόσμου.

— Πόσα αίματα θα χυθούν ακόμη· εψιθύρισε προφήτης η γυναίκα. Πόσα αίματα!…»

Ετελείωσεν ο Αξιώτης το διήγημά του και οι σύντροφοι έμειναν ακόμη ακίνητοι σαν ονειροπλανεμένοι. Μερικοί εσταυροκοπήθηκαν άλλοι εστέναξαν βαθειά σαν να εξύπνησε κάτι παρήγορο μέσα τους. Αλλ’ ο Κώστας ο θερμαστής, ίδιος στ’ αστεία και τα σοβαρά ερώτησε πονηρά τον σύντροφό του:

— Δε μου λες, βλάμη· είδεν η Παναγιά στ’ όνειρό της και τον πατριώτη σου το Βαραββά;

Εκείνος εχολοταράχθηκε· φοβερή βλαστήμια ανέβηκε στα χείλη του. Την εκατάπιεν όμως. Δεν ήταν καιρός τόρα να κολασθή κανείς! Εχαμογέλασε, έκαμε τον σταυρό του κ’ εξαπλώθηκε στο έρημο κρεβάτι του.

— Και του χρόνου, παιδιά, στα σπίτια μας, ευχήθηκε.

— Στα σπίτια μας, είπεν ο θερμαστής, μα θα σε θερίζ’ η πείνα.

_______________________________________________________

Κατεβάστε ελεύθερα το βιβλίο«Λόγια της πλώρης» του Ανδρέα Καρκαβίτσα