Μια από τις μεγαλύτερες θηριωδίες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και η πιο σκληρή στον ελληνικό χώρο, είναι η σφαγή των Καλαβρύτων που έγινε στις 13 Δεκεμβρίου 1943. Δεν αποτέλεσε όμως ένα μεμονωμένο γεγονός, αλλά εντάσσεται σε ένα ευρύτερο σχέδιο των Γερμανών, οι οποίοι μετά τη δύσκολη θέση στην οποία έχουν περιέλθει μετά την ήττα των δυνάμεων του Άξονα στη Βόρεια Αφρική και τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας το 1943, γίνονται όλο και πιο πιεστικοί και εκδικητικοί. Φοβούνταν μάλιστα και επικείμενη απόβαση των Συμμάχων στην Πελοπόννησο.
Τα Καλάβρυτα βρισκόταν από τον Ιούνιο του 1941 υπό τελική κατοχή, οι οποίοι επέταξαν όλα τα δημόσια κτήρια. Ως το Σεπτέμβριο του 1943 οι σχέσεις των Ιταλών με τους κατοίκους ήταν καλές σε γενικές γραμμές. Άρχισαν να διαταράσσονται όταν στη γύρω περιοχή εμφανίστηκαν ομάδες ανταρτών, οι οποίοι δρούσαν κατά των δυνάμεων κατοχής.
Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, τον Οκτώβρη του 1943 γερμανικές δυνάμεις υπό τον Χανς Σόμπερ συγκρούονται με το Ανεξάρτητο Τάγμα Καλαβρύτων του ΕΛΑΣ στην περιοχή της Κερπινής. Το αποτέλεσμα είναι νικηφόρο για τους αντάρτες, ενώ σκοτώνονται τέσσερις Γερμανοί στρατιώτες και αιχμαλωτίζονται άλλοι 81.
Μια από τις μεγαλύτερες θηριωδίες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και η πιο σκληρή στον ελληνικό χώρο, είναι η σφαγή των Καλαβρύτων που έγινε στις 13 Δεκεμβρίου 1943
Το Δεκέμβριο του 1943 οι Γερμανοί ξεκινούν μια μεγάλη επιχείρηση με την κωδική ονομασία «επιχείρηση Καλάβρυτα». Στόχοι ήταν η απελευθέρωση των αιχμαλώτων της μάχης της Κερπινής, η εξουδετέρωση των πολυπληθών αντάρτικων ομάδων στην ευρύτερη περιοχή των Καλαβρύτων αλλά και ο εκφοβισμός των κατοίκων, για να μη βοηθούν την Αντίσταση.
Οι γερμανικές δυνάμεις, στο δρόμο για τα Καλάβρυτα, εφαρμόζοντας το «δίκαιο του πολέμου», σκοτώνουν και καταστρέφουν ανηλεώς τα πάντα. Ολόκληρα χωριά, οι Ρωγοί, η Κερπινή, η Άνω και η Κάτω Ζαχλωρού, το Σούβαρδο και το μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου παραδίδονται στην εκδικητική μανία τους. Καίνε και σκοτώνουν όποιον έβρισκαν στο δρόμο τους, ακόμη και τους μοναχούς.
Στις 9 Δεκεμβρίου, οι Γερμανοί με τεθωρακισμένα άρματα μπαίνουν στα Καλάβρυτα. Τρόμος, αγωνία και πανικός επικρατούν στις ψυχές των Καλαβρυτινών. Οι κατακτητές συγκεντρώνουν τους άντρες στην πλατεία και τους διαβεβαιώνουν πως δε θα τους πειράξουν. Απαγορεύουν στους κατοίκους την έξοδο από την πόλη, στήνουν μπλόκα, λεηλατούν σπίτια και μαγαζιά, επιτάσσουν οικίες και δημόσια κτήρια.
Αρχικά καίνε τα σπίτια των ανταρτών και στη συνέχεια προχωρούν στην εκταφή των τριών τραυματισμένων Γερμανών από τη μάχη της Κερπινής. Αφού έκαναν νεκροψία, πήραν τους νεκρούς. Το γεγονός της επιβεβαίωσης του θανάτου των αιχμαλώτων, εξαγρίωσε τους Γερμανούς.
Ξημερώματα της 13ης Δεκεμβρίου, ημέρα Δευτέρα, χτυπούν οι καμπάνες και ζητείται από τους κατοίκους να συγκεντρωθούν στο Δημοτικό Σχολείο, έχοντας μαζί τους τρόφιμα για μια ημέρα και μία κουβέρτα. Εκεί, διαχωρίζονται τα γυναικόπαιδα και οι ηλικιωμένοι από τους άντρες και τα αγόρια άνω των 14 ετών.
Οι Γερμανοί στη συνέχεια πυρπολούν το χωριό. Παράλληλα, ο οδοντωτός σιδηρόδρομος φεύγει με χρήματα και χρυσό από την Εθνική Τράπεζα. Οι φλόγες και οι καπνοί περικυκλώνουν το σχολείο, ενώ ο στόχος είναι να καούν ζωντανοί όσοι είναι μέσα σ’ αυτό. Η ατμόσφαιρα είναι αποπνικτική λόγω των καπνών. Επικρατεί τρόμος και ακούγονται φωνές, κλάματα, προσευχές…Τελικά, οι εγκλωβισμένοι, αρχικά πηδώντας από τα παράθυρα, κατορθώνουν να ανοίξουν την πόρτα και έτσι σώζονται. Αντικρίζουν τον κατακόκκινο ουρανό , που κρύβει τον ήλιο, ενώ φλόγες ξεπηδούν από παντού, σπίτια καίγονται, ζώα τρέχουν πανικόβλητα και τα σκυλιά αλυχτούν.
Τους άντρες και τα αγόρια τους μεταφέρουν σε ένα λόφο, έξω από τα Καλάβρυτα, τη «ράχη του Καπή», αμφιθεατρικό, όπου γύρω γύρω στήνουν πυροβόλα. Το μεσημέρι της ίδιας ημέρας, με τη ρίψη φωτοβολίδων, δόθηκε το σύνθημα της εκτέλεσης και άρχισαν να πυροβολούν. Μόνο 13 γλίτωσαν το θάνατο. Στις 14:30 μ.μ. οι ριπές σταμάτησαν και οι Γερμανοί έφυγαν τραγουδώντας, ευχαριστημένοι για το κατόρθωμά τους.
Οι γυναίκες, τα παιδιά και οι ηλικιωμένοι δε γνώριζαν τι συνέβη στον αντρικό πληθυσμό. Νόμιζαν πως τους μετέφεραν με το τρένο και άρχισαν να τους αναζητούν στο σιδηροδρομικό σταθμό.
Ξαφνικά, μια γυναίκα μεταφέρει το φοβερό μαντάτο της εκτέλεσης. Οι γυναίκες ανηφορίζουν προς το λόφο και εκεί βρίσκουν τα νεκρά σώματα των αγαπημένων τους. Το θέαμα ήταν αποκρουστικό: άψυχα σώματα πεσμένα το ένα πάνω στο άλλο, άλλα διαμελισμένα, άλλα με πρόσωπα παραμορφωμένα, παντού αίμα που είχε ποτίσει το χώμα και έφτανε μέχρι το γόνατο, κάνοντας ακατόρθωτο το περπάτημα γι’ αυτές που αναζητούσαν τους δικούς τους. Μόνο οι κραυγές των γυναικών συντάραζαν το τοπίο του θανάτου.
Στη συνέχεια, αφού τους εντόπιζαν και τους αναγνώριζαν, τους μετέφεραν με τη βοήθεια των παιδιών ή άλλων γυναικών, σέρνοντάς τους πάνω σε κουβέρτες, όπως χαρακτηριστικά απεικονίζεται και στο γλυπτό που σήμερα κοσμεί τον κήπο του Μουσείου Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος και τους πήγαιναν στο νεκροταφείο για να τους θάψουν. Ακούγονταν μόνο αγκομαχητά από την κούραση, κλάματα , θρήνοι και μοιρολόγια. Κάποιους τους έθαψαν στο λόφο για να μη γίνουν βορά των σκυλιών.
Στις 14 Δεκεμβρίου οι Γερμανοί συνεχίζουν το καταστροφικό έργο τους: πυρπολούν τη Βυσωκά, το Σκεπαστό, τα Μαζέικα αλλά και το μοναστήρι της Αγίας Λαύρας.
Το κρύο και η πείνα βασάνιζε τους ζωντανούς στα Καλάβρυτα, καθώς τα σπίτια τους είχαν καεί και δεν είχαν τρόφιμα. Κανείς δεν ερχόταν να τους βοηθήσει, γιατί φοβόταν την πιθανή επιστροφή των Γερμανών. Μια εβδομάδα μετά, έφτασε βοήθεια από τον Ερυθρό Σταυρό και τα γειτονικά χωριά. Αργότερα, μετά την απελευθέρωση, το κράτος βοήθησε με την Ανοικοδόμηση και κατασκευάστηκαν σπίτια.
Το γερμανικό κράτος αναγνώρισε το βαρύ έγκλημα που διαπράχθηκε εκεί, χωρίς όμως να αποζημιώσει τους κατοίκους. «Η μνήμη, κύριο όνομα των θλίψεων, ενικού αριθμού, μόνον ενικού αριθμού και άκλιτη: η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη», όπως χαρακτηριστικά γράφει η Κική Δημουλά, οφείλει να θυμίζει τέτοιες φρικιαστικές πράξεις, όπως το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων και να λειτουργεί αποτρεπτικά στη συνείδηση των ανθρώπων.
(Πρώτη δημοσίευση στο schooltime.gr: Δεκέμβριος 2013)
Αντιγόνη Καρύτσα*
Φιλόλογος