«Πόντιοι και κρητικοί: εκλεκτικές συγγένειες» της Γιώτας Ιωακειμίδου«Πόντιοι και κρητικοί: εκλεκτικές συγγένειες»

horizontal-bar-posts-small
Γιώτα Ιωακειμίδου 

Γράφει η Γιώτα Ιωακειμίδου 
horizontal-bar-posts-small

Πόντιοι και κρητικοί έχουμε πολλά κοινά στοιχεία στον πολιτισμό και την κουλτούρα μας: τη φιλοξενία, το φιλότιμο, το κέφι, την αγάπη για τον τόπο μας. Αγαπούμε το ίδιο τις ρίζες μας και τη «λύρα» μας.

Θα εστιάσω στα λαϊκά ποντιακά δίστιχα και τις κρητικές μαντινάδες του έρωτα και της αγάπης. Η ομοιότητα στο περιεχόμενό τους είναι εντυπωσιακή. Πλούσια συναισθήματα, εκφραστικοί τρόποι με έντονο λυρισμό και ποικιλία θεματική. Υπάρχουν όμως και διαφορές. Οι μαντινάδες έχουν πλουσιότερο λεξιλόγιο, οι περιγραφές είναι πιο λεπτομερείς, τα συναισθήματα πολύ πιο έντονα. Οι πόντιοι πιο φειδωλοί, το ίδιο συναισθηματικοί βέβαια, αλλά  πιο γενικές οι περιγραφές στα ποντιακά δίστιχα.

Η ομορφιά εξυμνείται και από τους δυο, η αγαπημένη είναι το πιο όμορφο παιδί της μάνας της.

Οντο σ΄εγέννα η μάνα σου χρυσά σαν τα σκαμιά ντζης

Και σ΄ έκαμε ομορφύτερη απ όλα τα παιδιά της.

Το ίδιο ακριβώς πιστεύει για την ομορφιά της αγαπημένης και τη μάνα που τη γέννησε και ο πόντιος:

Εσέν π΄εποίκεν η μάνα χρυσόν εν η κοιλία τς,

Κ΄εποίκεσεν πεντάμορφον ας΄ούλε τα παιδία τς (η μάνα που σε γέννησε είχε χρυσή κοιλιά και σε έκανε πιο όμορφη από όλα τα παιδιά)       

Πιστεύουν το ίδια στα μάγια και στη μαγευτική ομορφιά της αγαπημένης:

Τα μάγια δεν σε πιάνουνε και μάγια είσαι ατή σου

μάγια ειν οι ομορφιές που ρίχνει το κορμί  σου     

το αντίστοιχο ποντιακό, για μαισα εν π΄εποίκε σε, για μαγισομένον είσαι

κι ατου σ΄σίζε τα μερε πως ινανευς και κείσαι (μάγισσα σε γέννησε ή μαγεμένη είσαι και σε έρημα μέρη πως πείθεσαι να κοιμάσαι)

Τα μάτια πάντα παίζουν ρόλο στο ερωτικό παιχνίδι, είναι ο καθρέφτης της ψυχής και από εκεί ξεκινάνε όλα.

Μαυροματού, μαυροφρυδού, μαύρα εν τα μαλλιά σου

Χρυσά τα σκουλαρίκια σου που κρέμονται στα αυτιά σου

Τόματες ασόν ουρανόν αστρόπα κατιβαζνε

Ποσα καρδόπα έκαψες και πός΄αναστενάζνε (τα μάτια σου απ τον ουρανό αστέρια κατεβάζουν, πόσες καρδούλες έκαψες και πόσες αναστενάζουν). Βλέπουμε εδώ μια σημαντικά διαφορά: ο κρητικός περιγράφει λεπτομερώς όχι μόνον τα μάτια, αλλά και φρύδια και μαλλιά. Ωστόσο και στα δυο το συναίσθημα είναι εξίσου δυνατό.

Ο ερωτευμένος κρητικός την αγαπά ακόμα και με κουρέλια.

Και τα μαύρα σ΄αγαπώ και με τα λερωμένα,

Και με τα ρούχα τση δουλειάς τρελαίνομαι για σένα.

Την αγαπω φορί σακίν, τιναν κι θέλω, ρούχον,τιναν κι καταδέχκουμαι φορεί τάνταλλαγάδε παρέρτεμαι και το σακίν ασο ρουχουτζ κ αλλίον. (αυτή που αγαπώ φοράει σακί, αυτή που δεν θέλω φοράει ρούχα, αυτή που δεν την καταδέχομαι φοράει τα καλά της. Μου φαίνεται πως το σακί είναι καλύτερο από ρουχα.)

Όταν θυμώνουν όμως οι ερωτευμένοι λένε σκληρά λόγια και οι δυο.

Σκύλλας γέννημα ο κρητικός, σκυλοκούταβον ο πόντιος.

Φτάνουν και οι δυο στην άκρη της γης για να την βρουν, περπατώντας.

Ναταν η θάλασσα στεριά, πάνω σε γης να επάτουν

Ανάθεμα τα πόδια μου, αν δεν την επερπάτουν.

Τα στρατας κι βαριέσκουμαι, τα γόναταμ κι τσίζω

Θα πάγω και ερχουμαι ριζαμ την καρδιας θα χτίζω. (δεν βαριέμαι τους δρόμους, δεν λυπάμαι τα γόνατά μου, θα παω και θα ερθω να σου κάνω το χατίρι)

Όταν όμως αναγκάζονται να την αποχωριστούν καταριούνται βαριά και οι δυο τον αίτιο του χωρισμού τους.

Άπου κάμε τον χωρισμόν στον κόσμο να υπάρχει

Θε μου, δος του βασανα, δος του πληγές και πάθη.

Ανάθεμα τον π έχτισεν τη ξενιτέας τον δρόμο

Εμέν κι εσέν π έχώριζε κι εσεν παλ από μεναν

Τον ηλον αίμα να ελεπ, την γην σκοτινασέαν (ανάθεμα την ξενιτιά, που χώρισε μενα από σένα, τον Ήλιο αίμα να τον δει, την γη ένα σκοτάδι).