Συμφωνόληκτα-Αφωνόληκτα Επίθετα Γ’ Κλίσης: Γραμματική της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
Επιμέλεια: Άρης Ιωαννίδης
Διακρίνονται σε:
Τριγενή και τρικατάληκτα σε -ας, -ασα, -αν, π.χ. ὁ πᾶς, ἡ πᾶσα, τὸ πᾶν
Τριγενή και τρικατάληκτα σε -εις, -εσσα, -εν, π.χ. ὁ χαρίεις ἡ χαρίεσσα, τὸ χαρίεν
Τριγενή και τρικατάληκτα σε -ων, -ουσα, -ον, π.χ. ὁ ἄκων ἡ ἄκουσα, τὸ ἆκον
Τριγενή και δικατάληκτα σύνθετα με β’ συνθετικό ουσιαστικό τριτόκλιτο αφωνόληκτο (χάρις, ἐλπίς, πούς, ὁδούς κ.ά.) και κλίνονται όπως το β’ συνθετικό τους, π.χ. ὁ, ἡ εὔχαρις, το εὔχαρι // ὁ, ἡ εὔελπις, το εὔελπι // ὁ, ἡ δίπους, τὸ δίπουν // ὁ, ἡ μονόδους, τὸ μονόδουν
Διγενή και μονοκατάληκτα απλά ή σύνθετα. Κλίνονται όπως τα αντίστοιχα ουσιαστικά της γ’ κλίσης, π.χ. ὁ βλάξ, ὁ κόλαξ
Τρικατάληκτα
Σε -ας, -ασα, -αν
Ενικός αριθμός | Πληθυντικός αριθμός | |||||
ον. | πᾶς | πᾶσα | πᾶν | πάντ-ες | πᾶσαι | πάντ-α |
γεν. | παντ-ὸς | πάσης | παντ-ὸς | πάντ-ων | πασῶν | πάντ-ων |
δοτ. | παντ-ὶ | πάσῃ | παντ-ὶ | πᾶσι | πάσαις | πᾶσι |
αιτ. | πάντ-α | πᾶσαν | πᾶν | πάντ-ας | πάσας | πάντ-α |
κλ. | πᾶς | πᾶσα | πᾶν | πάντ-ες | πᾶσαι | πάντ-α |
Όμοια κλίνονται: ἅπας, ἅπασα, ἅπαν· σύμπας, σύμπασα, σύμπαν· ἁπαξάπας, ἁπαξάπασα, ἁπαξάπαν.
Σε –εις, -εσσα, -εν
Ενικός αριθμός | Πληθυντικός αριθμός | |||||||
ον. | χαρίεις | χαρίεσσα | χαρίεν | χαρίεντ-ες | χαρίεσσαι | χαρίεντ-α | ||
γεν. | χαρίεντ-ος | χαριέσσης | χαρίεντ-ος | χαριέντ-ων | χαριεσσῶν | χαριέντ-ων | ||
δοτ. | χαρίεντ-ι | χαριέσσῃ | χαρίεντ-ι | χαρίεσι | χαριέσσαις | χαρίεσι | ||
αιτ. | χαρίεντ-α | χαρίεσσαν | χαρίεν | χαρίεντ-ας | χαριέσσας | χαρίεντ-α | ||
κλ. | χαρίεν | χαρίεσσα | χαρίεν | χαρίεντ-ες | χαρίεσσαι | χαρίεντ-α | ||
Δυϊκός αριθμός | ||||||||
ον., αιτ., κλ. | αρσ. χαρίεντ-ε | θηλ. χαριέσσα | ουδ. χαρίεντ-ε | |||||
γεν., δοτ. | αρσ. χαριέντ-οιν | θηλ. χαριέσσαιν | ουδ. χαριέντ-οιν |
Κατά το χαρίεις, -εσσα, -εν (= γεμάτος χάρη. χαριτωμένος) κλίνονται επίθετα που σημαίνουν πλησμονή: ἀστερόεις, ἠνεμόεις και ἀνεμόεις (= αυτός που έχει πολύ άνεμο ή γρήγορος όπως ο άνεμος), ἰχθυόεις, ὑλήεις (= γεμάτος δάση), φωνήεις (= αυτός που έχει φωνή) κ.ά.
Σε -ων, -ουσα, -ον
Ενικός αριθμός | Πληθυντικός αριθμός | ||||||||
ον. | ἄκων | ἄκουσα | ἆκον | ἄκοντ-ες | ἄκουσαι | ἄκοντ-α | |||
γεν. | ἄκοντ-ος | ἀκούσης | ἄκοντ-ος | ἀκόντ-ων | ἀκουσῶν | ἀκόντ-ων | |||
δοτ. | ἄκοντ-ι | ἀκούσῃ | ἄκοντ-ι | ἄκουσι | ἀκούσαις | ἄκουσι | |||
αιτ. | ἄκοντ-α | ἄκουσαν | ἆκον | ἄκοντ-ας | ἀκούσας | ἄκοντ-α | |||
κλ. | ἆκον | ἄκουσα | ἆκον | ἄκοντ-ες | ἄκουσαι | ἄκοντ-α | |||
Δυϊκός αριθμός | |||||||||
ον., αιτ., κλ. | αρσ. ἄκοντ-ε | θηλ. ἀκούσα | ουδ. ἄκοντ-ε | ||||||
γεν., δοτ. | αρσ. ἀκόντ-οιν | θηλ. ἀκούσαιν | ουδ. ἀκόντ-οιν |
Κατά το ἄκων (= μη θέλοντας, ακούσιος) κλίνεται και το ἑκών, ἑκοῦσα, ἑκὸν (= θέλοντας, εκούσιος), γεν. ἑκόντ-ος, ἑκούσης, ἑκόντ-ος κτλ.
Δικατάληκτα
Μερικά αφωνόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης είναι δικατάληκτα με τρία γένη. Αυτά είναι σύνθετα με β΄ συνθετικό ουσιαστικό τριτόκλιτο αφωνόληκτο (χάρις, ἐλπίς, πούς, ὀδούς κ.ά) και κλίνονται συνήθως όπως το β΄ συνθετικό τους:
1) ὁ, ἡ εὔχαρις, τὸ εὔχαρι· γεν. εὐχάριτ-ος· δοτ. εὐχάριτ-ι· αιτ. τόν, τὴν εὔχαρι-ν, τὸ εΰχαρι — οἱ, αἱ εὐχάριτ-ες, τὰ εὐχάριτ-α· γεν. τῶν εὐχαρίτ-ων· δοτ. εὐχάρι-σι κτλ.·
2) ὁ, ἡ εὔελπις, τὸ εὔελπι· γεν. εὐέλπιδ-ος· δοτ. εὐέλπιδ-ι· αιτ. τόν, τὴν εὔελπι-ν, τὸ εὔελπι· κλ. αρσ. και θηλ. ὦ εὔελπις, ουδ. ὦ εὔελπι· οἱ, αἱ εὐέλπιδ-ες, τὰ εὐέλπιδ-α· γεν. τῶν εὐελπίδ-ων, δοτ. τοῖς εὐέλπι-σι κτλ.·
3) ὁ, ἡ δίπους, τὸ δίπουν· γεν. δίποδ-ος· δοτ. δίποδ-ι· αιτ. τόν, τὴν δίποδ-α (καιδίπουν), τὸ δίπουν· κλ. αρσ. και θηλ. ὦ δίπους, ουδ. ὦ δίπου· οἱ, αἱ δίποδες, τὰ δίποδ-α· γεν. τῶν διπόδ-ων· δοτ. δίποσι κτλ.·
4) ὁ, ἡ μονόδους, τὸ μονόδουν· γεν. μονόδοντ-ος· δοτ. μονόδοντ-ι· αιτ. τόν, τὴν μονόδοντ-α, τὸ μονόδουν κτλ. — οἱ, αἱ μονόδοντ-ες, τὰ μονόδοντ-α· γεν. τῶν μονοδόντ-ων· δοτ. μονόδουσι κτλ.
Όμοια κλίνονται: ἄχαρις, ἄπελπις, φέρελπις, ἄπους, μονόπους, τρίπους κτλ.
Μονοκατάληκτα (με δύο γένη)
Μερικά αφωνόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης, απλά ή σύνθετα, είναι μονοκατάληκτα με δύο γένη. Αυτά κλίνονται όπως τα αντίστοιχα ουσιαστικά της γ΄ κλίσης:
ὁ, ἡ βλάξ, γεν. βλακ-ὸς κτλ.· ὁ, ἡ κόλαξ, γεν. κόλακ-ος κτλ.· ὁ, ἡ ἅρπαξ, γεν. ἅρπαγ-ος κτλ.· ὁ, ἡ γαμψώνυξ, γεν. γαμψώνυχ-ος κτλ.· ὁ, ἡ λογάς, γεν. λογάδ-οςκτλ.·ὁ, ἡ μιγάς, γεν. μιγάδ-ος κτλ.· ὁ, ἡ φυγάς, γεν. φυγάδ-ος κτλ.·ὁ, ἡ ἄπαις, γεν.ἄπαιδ-ος κτλ.· ὁ, ἡ πένης, γεν. πένητ-ος κτλ.·ὁ, ἡ ἡμιθνής, γεν. ἡμιθνῆτ-ος κτλ.· ὁ, ἡ ἀγνὼς (= άγνωστος ή αυτός που αγνοεί), γεν. ἀγνῶτ-ος κτλ.· ὁ, ἡ φιλόγελως, γεν.φιλογέλωτ-ος κτλ. (αλλά και κατά την αττική β΄ κλίση: ὁ, ἡ φιλόγελως, γεν.φιλόγελω, δοτ. φιλόγελῳ κτλ.).
_________________________________________
Βιβλιογραφία:
- Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής, Αχιλλέως Α. Τζάρτζανου, Αθήναι 1967
- Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής, Μιχ. Χ. Οικονόμου, ΟΕΔΒ
- Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής, Νίκος Παππάς, Ελληνοεκδοτική
- Ψηφιακά Εκπαιδευτικά Βοηθήματα (ΨΕΒ), Υπουργείο Παιδείας
Δείτε: Γραμματική της αρχαίας ελληνικής γλώσσας