«Γουίλτον Νόρμαν Τσάμπερλεν: Ο πρώτος μπασκετικός θρύλος»
Γράφει ο Αλέξανδρος Κουτούβελας
Ο Γουίλτον Νόρμαν Τσάμπερλεν δεν ήταν ο πιο δημοφιλής μπασκετμπολίστας του καιρού του. Για την ακρίβεια δεν ήταν ποτέ δημοφιλής παρά μόνο στις γυναίκες, όπως ο ίδιος είχε αποκαλύψει στην αυτοβιογραφία του. Το ντύσιμό του, συνήθως ένα μαύρο παντελόνι και από πάνω ένα λεοπαρδαλέ γιλέκο, τον έκαναν πιο τρομακτικό απ’ όσο μπορούσε να είναι ένας μαύρος ύψους 2,16 και βάρους 135 κιλών. Το ό,τι ουδέποτε ήταν διπλωματικός τού χάρισε πολλούς εχθρούς και τον ακολούθησε ως τις τελευταίες του στιγμές, όταν βρέθηκε νεκρός από καρδιακή προσβολή στο σπίτι του στο Μπελ Ερ του Λος Άντζελες. Ηταν διαφορετικός. Και η (αθλητική) ιστορία από τέτοιους γράφτηκε.
Κανείς δεν κυριάρχησε ποτέ στο μπάσκετ σαν τον Γουίλτ, και κανείς δεν θα το κάνει ποτέ ξανά. Μάλλον ξέρετε ότι μια φορά έβαλε 100 πόντους σ’ ένα ματς, σκεφτείτε όμως κι αυτό: τη σεζόν 1961-1962, είχε μέσο όρο 50,4 πόντους ανά αγώνα. Ο Γουίλτ αναδείχτηκε MVPτέσσερις φορές σε μια εποχή κατά την οποία κορυφαίοι του αθλήματος όπως ο Ρόμπερτσον, ο Τζέρι Γουέστ, ο Γουίλις Ριντ, ο Ρικ Μπάρι, ο Έλτζιν Μπέιλορ και ο Μπιλ Ράσελ ήταν στα καλύτερά τους. Νωρίς στην καριέρα του, έπαιξε ενάντια σε πρωτοπόρους αστέρες του NBA, όπως ο Μπομπ Πέτιτ, ο Ντολφ Σέις και ο Μπομπ Κούζι. Παρά τον σκληρό ανταγωνισμό, ο Τσάμπερλεν έβαλε μια φορά 35 καλάθια στη σειρά· έπαιξε 1.045 ματς σαν αμυντικός ογκόλιθος και δεν αποβλήθηκε ποτέ λόγω φάουλ· και το 1962 έπαιζε κατά μέσο όρο 48,5 λεπτά ανά αγώνα – και μιλάμε για ολόκληρη τη σεζόν. Στο σύνολο της καριέρας του, ο Γουίλτ είχε μέσο όρο 45,8 λεπτά ανά αγώνα. Κι αυτό παρότι τα χτυπήματα που δεχόταν ήταν τόσο σκληρά και συχνά ώστε να τον κάνουν να σκεφτεί να αποσυρθεί μετά την πρώτη του χρονιά στο πρωτάθλημα. Υπάρχει και συνέχεια: ο Γουίλτ σκόραρε πάνω από 60 πόντους 32 φορές και κατέχει 5 από τα 6 κορυφαία και 20 από τα 30 πρώτα ρεκόρ σκοραρίσματος για μεμονωμένους αγώνες στην ιστορία του ΝΒΑ, καθώς και 25 από τα 45 ρεκόρ για τα περισσότερα ριμπάουντ σε ένα ματς. Τις πρώτες δέκα σεζόν του, ο Γουίλτ δεν είχε ποτέ μέσο όρο μικρότερο από 21 ριμπάουντ ανά αγώνα. Σε όλη του την καριέρα, είχε μέσο όρο 30,1 πόντους και 22,9 ριμπάουντ ανά αγώνα. Για τους περισσότερους παίχτες, οι 30 πόντοι και τα 20 ριμπάουντ είναι επίδοση του καλύτερου ματς της ζωής τους – ο Γουίλτ τα είχε αυτά ως μέσο όρο επί 14 χρόνια. Τη τελευταία του σεζόν, 1972-1973, είχε ποσοστό στα σουτ εντός παιδιάς 73%, το καλύτερο της καριέρας του. Αν είχε τέτοιο ποσοστό και στις ελεύθερες βολές –το 51% που είχε ως ποσοστό καριέρας ήταν το μόνο αδύνατο σημείο του–, οι αριθμοί του θα ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακοί.
Η αγωνιστική συνύπαρξη την ίδια εποχή με τον Μπιλ Ράσελ των Μπόστον Σέλτικς στην ουσία αποτελεί την ιδρυτική πράξη του ΝΒΑ με τη μορφή που έχει σήμερα. Πριν από τον Τσάμπερλεν και τον Ράσελ το ΝΒΑ ήταν μια ηρωική και άσημη διοργάνωση. Πάνω στην επική αντιπαλότητα των δύο μαύρων σέντερ φορ κτίστηκε και γιγαντώθηκε η πιο επιτυχημένη μεταπολεμική λίγκα. Από τη μία ήταν ο Ράσελ, ο καλός παντρεμένος μαύρος, χρυσός ολυμπιονίκης το 1960, ο παίκτης για τους συμπαίκτες του, αυτός που δεν έπαιρνε τη λάμψη από τους λευκούς συμπαίκτες του. Από την άλλη, ο Τσάμπερλεν, ο μαύρος εργένης από τη βιομηχανική Φιλαδέλφεια, ο οποίος εγκατέλειψε το κολέγιό του για να πάρει τα 65.000 δολάρια που του προσέφεραν οι Χάρλεμ Γκλόμπτροτερς, ο σόουμαν που έκανε τους λευκούς να μοιάζουν μηδενικά. Τη δεκαετία του ’60 μονοπώλησαν το ενδιαφέρον και τους τίτλους, έστω και αν οι περισσότεροι πήγαν στον Ράσελ και τη μεγάλη ομάδα των Σέλτικς, τη μεγαλύτερη αθλητική δυναστεία του αιώνα μας. Το 1972, φορώντας μια κίτρινη κορδέλα στο ξυρισμένο κεφάλι του, κατέκτησε το πρωτάθλημα με τους Λος Άντζελες Λέικερς το αποκορύφωμα μιας μεγάλης καριέρας. «Ο Γουίλτ κυριαρχούσε τόσο που έμοιαζε σχεδόν αστείο να βλέπεις άλλους παίκτες να προσπαθούν να παίξουν εναντίον του» θα πει χρόνια μετά ο συμπαίκτης του στο Λος Άντζελες, Τζέρι Γουέστ. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι ο Τσάμπερλεν ήταν ο καλύτερος παίκτης όλων των εποχών. Ένα από τα στοιχεία που κράτησαν το όνομα του Γουίλτ συνέχεια στην επικαιρότητα από την ημέρα που αποφάσισε να εγκαταλείψει το μπάσκετ, ύστερα από μια καριέρα 14 ετών, ήταν και το ερώτημα για το αν πρόκειται για τον σπουδαιότερο μπασκετμπολίστα της ιστορίας.
Σε μια δήλωσή του μετά τον θάνατο του Γουίλτ, ο Ράσελ είπε: «Δεν είχαμε αντιπαλότητα μεταξύ μας· είχαμε μια γνήσια και σφοδρή άμιλλα που βασιζόταν στη φιλία και τον σεβασμό. Η σφοδρότητα της άμιλλας μάς έδεσε με αιώνια φιλία. Λατρεύαμε να παίζουμε ο ένας εναντίον του άλλου. Επειδή το ταλέντο του και οι ικανότητές του ήταν υπεράνθρωπες, το παιχνίδι του με ανάγκαζε να παίζω κι εγώ στο υψηλότερο επίπεδο που μπορούσα. Αν δεν το έκανα, μπορεί να ρεζιλευόμουν, και η ομάδα μου μάλλον θα έχανε».
Όταν εγκατέλειψε το μπάσκετ συνέχισε να αθλείται παίζοντας βόλεϊ και τρέχοντας μαραθώνιο. Ωστόσο αυτός ο υπεραθλητής προδόθηκε από την καρδιά του, με την οποία αντιμετώπιζε προβλήματα αρρυθμίας από τα 20 χρόνια του και είχε υποστεί ένα καρδιακό επεισόδιο το 1992, όταν επισκέφθηκε το «Φόρουμ» για να εορτασθούν τα 20 χρόνια από την κατάκτηση του πρωταθλήματος του 1972 από τους Λέικερς. «Δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Πήγε κατευθείαν στο νοσοκομείο» θυμήθηκε σήμερα ο φωτογράφος της ομάδας. Τον τελευταίο καιρό χρειάστηκε να χάσει 15 κιλά και γυμναζόταν καθημερινά στο κέντρο υγείας του Σαν Φερνάντο. Έχοντας όλον τον κόσμο και ιδίως τις γυναίκες στα πόδια του, ας μην ξεχνάμε ότι εγκατέλειψε την ενεργό δράση εν μέσω της σεξουαλικής επανάστασης των 70s, χαρακτήριζε την πολυτελή ζωή του ανάμεσα στις επαύλεις του στο Λος Αντζελες, στο Βανκούβερ και στη Χαβάη «εξαιρετικά βαρετή». Παρ’ όλα αυτά για τους άλλους η ζωή του Τσάμπερλεν δεν ήταν καθόλου αδιάφορη. Οι δημοσιογράφοι είχαν να το λένε για το πιο ακριβό σπίτι στον κόσμο με τη μία μόλις κρεβατοκάμαρα. Ήταν η ίδια κρεβατοκάμαρα όπου βρέθηκε νεκρός στο Μπελ Ερ.