«Σπάραγμα ημερολογίου» διήγημα
«15 Μαρτίου
Σήμερα ήταν μια σημαντική μέρα: Μπόρεσα και βρήκα μια εφημερίδα να διαβάσω! Δεν ήταν κάτι σπουδαίο, βέβαια. Μικρές, τοπικές ειδήσεις. Γάμοι, κηδείες, τέτοια ανούσια που όμως γίνονται σημαντικά όταν δεν υπάρχει άλλη επαφή με τον έξω κόσμο. Καλύτερα όμως να την κρύψω. Ποτέ δεν ξέρεις…
Ο χειμώνας είναι ακόμα βαρύς. Εδώ που είμαι λένε ότι αργεί να ξεχειμωνιάσει. Ένας μάλιστα μου έλεγε ότι τα χιόνια μια χρονιά είχαν κρατήσει μέχρι το Μάιο. Κουβέντες της ταβέρνας, θαρρώ. Όμως είναι οι μόνες κουβέντες που μπορώ να έχω πια με ανθρώπους. Η εποχή που μιλούσα με σοφούς και με άκουγαν με προσοχή και σεβασμό πέρασε. Πρέπει να προσαρμοστώ στις συνθήκες αυτές. Η στέγη μπάζει νερό. Αύριο θα προσπαθήσω να τη φτιάξω.
16 Μαρτίου
Προσπάθησα να ανέβω στη στέγη. Δύσκολα τα πράγματα. Το χιόνι που την είχε σκεπάσει έσπασε με το βάρος του το στήριγμα ενός δοκαριού. Όλα τα ξύλα της στέγης είναι σάπια από την πολυκαιρία. Δεν ξέρω αν θα βρω υλικά στο χωριό να την επισκευάσω. Αν δεν βρω, θα πρέπει να ζητήσω να μου φέρουν από την πόλη. Εμένα δεν μ’ αφήνουν να βγω απ’ το χωριό. Δεν θέλουν να μαθευτεί ότι μένω εδώ. Θυμάμαι τα χρόνια που όλοι έτρεχαν πίσω απ’ τους ακόλουθούς μου να εξασφαλίσουν μια συνάντηση, μια λέξη, ένα νεύμα, έστω, δικό μου και μελαγχολώ. Πόσο εύκολα ξεχνάει ο κόσμος… Εξάλλου, γι’ αυτό μ’ έχουν εδώ: Για να ξεχαστώ.
17 Μαρτίου
Το πρωί ήρθε ο φύλακας. Του έδωσα ένα χαρτί με ό,τι χρειαζόμουνα. Όπως πάντα, το διάβασε καλά, έμαθε απ’ έξω αυτά που έγραφα και έσκισε το χαρτί σε χίλια κομμάτια. Δεν πρέπει με τίποτα να φύγει κάποιο γραπτό δικό μου έξω απ’ το χωριό. Ακόμα και στην ταβέρνα όπου μου επιτρέπουν να πάω, χαρτί και μολύβι μου απαγορεύεται ν’ αγγίξω. Οι άνθρωποι του χωριού έχουν δασκαλευτεί καλά σ’ αυτό. Είμαι σίγουρος ότι ο ταβερνιάρης είναι βαλτός κι αυτός να με προσέχει μήπως παραβιάσω τους όρους. Άραγε, τι να απόγιναν τα βιβλία μου; Υπάρχουν ακόμα πουθενά καταχωνιασμένα ή τα έκαψαν σε κάποια λαμπρή τελετή γιορτάζοντας την Ιδέα; Έχω όμως τη βεβαιότητα ότι υπάρχουν και όχι μόνο διαβάζονται αλλά διδάσκονται και στα σχολεία. Ήμουνα από τους μεγάλους οπαδούς της Ιδέας, όχι μόνο στη θεωρία αλλά και στην πράξη. Τώρα αναγκάζομαι να κρύβω αυτό το ημερολόγιο κάτω από μια σανίδα του πατώματος. Χαρτί και μολύβια, μου δίνουν. Αλλά διαβάζουν προσεκτικά ό,τι γράφω. Συνήθως ανώδυνα πράγματα, όπως ποιήματα για το μεγαλείο του ηλιοβασιλέματος και τα χλοερά λιβάδια. Ας είναι. Τουλάχιστον έτσι έχω εξασφαλισμένα το χαρτί και τα μολύβια.
Θα πρέπει να φροντίσω και για την κλώσα. Δεν έχω την πολυτέλεια να αγοράζω καινούρια κοτόπουλα. Πρέπει να το φροντίσω, αν θέλω να έχω και του χρόνου αυγά.
19 Μαρτίου
Σήμερα ήταν η καθιερωμένη μέρα για τη βόλτα μου στο χωριό. Μ’ αφήνουν μια φορά την εβδομάδα να πάω στην ταβέρνα. Δεν φοβούνται. Σ’ αυτή την άκρη το πρόσωπό μου είναι άγνωστο και το όνομά μου δύσκολο να το προφέρει κανείς. Με καταδίκασαν σε αγνόηση. Ποιος να το περίμενε, άραγε, τότε που δίπλα στον Ηγέτη όλοι έβγαζαν κραυγές ενθουσιασμού και με υμνούσαν, ότι θα ερχότανε η μέρα που δεν θα τολμούσαν καν να πουν το όνομά μου. Ίσως να φταίει αυτό τελικά: Που με υμνούσαν τόσο πολύ. Ο Ηγέτης δεν τα συγχωρεί αυτά. Δεν υπάρχει εδώ «νούμερο δυο». Δεν υπάρχει ακολουθία αριθμών. Η ακολουθία συνεπάγεται συνέχεια και συνέχεια σημαίνει αλλαγή.
Πονάνε τα δόντια μου. Μάλλον θα πρέπει να προσέχω από δω και πέρα. Στο χωριό δεν υπάρχει γιατρός. Μόνο μια μαμή που ξεγεννάει και τις κατσίκες.
20 Μαρτίου
Ένας χωριάτης μου έδωσε ένα καβούκι χελώνας να βάλω στον καπνό μου. Ανακουφίζει, λέει, τον πονόδοντο. Βρωμούσε πολύ όταν το ανακάτεψα στο τσιγάρο μου. Αλλά τελικά ο πόνος πέρασε. Μ’ έκανε να θυμηθώ όλους αυτούς τους αγώνες που δώσαμε για την υγεία και την παιδεία, τότε που η φλόγα της Ιδέας ήταν ακόμα ζεστή. Το βάλαμε σαν στόχο και το πετύχαμε! Τουλάχιστον έτσι νόμιζα τότε. Τώρα, ζώντας εδώ όπου το καβούκι της χελώνας γιατρεύει τον πονόδοντο και τα παιδιά έρχονται στον κόσμο απ’ το ίδιο χέρι που φέρνει στη ζωή κατσικάκια και μοσχαράκια, δεν ξέρω… Ίσως κάτι να πήγε λάθος. Δεν φταίω όμως εγώ! Εγώ, έκανα ό,τι μπορούσα. Το πρώτο δημόσιο δωρεάν νοσοκομείο της πρωτεύουσας από το χέρι μου εγκαινιάστηκε. Ο ίδιος ο Ηγέτης κρατούσε την κορδέλα που εγώ έκοβα. Ο λόγος μου έμεινε ιστορικός. Ύμνος στην Ιδέα, ύμνος στον Άνθρωπο, ύμνος στον Ηγέτη μας. Ίσως να φταίει το ότι ο Ηγέτης έστειλε λάθος ανθρώπους σε ορισμένα νοσοκομεία. Κανονικά, δεν έχω το δικαίωμα να το λέω αυτό. Απ’ το χέρι μου έπαιρνε τη λίστα με τους «ασθενείς». Είναι όμως τόσο λίγα τα δικαιώματα που έχω πια και τόσο πολλά τα δικαιώματα που στέρησα από άλλους, που δεν με πειράζει να το πω.
Η βροχή που πήγε να ξεκινήσει σταμάτησε. Ο ουρανός άρχισε να ξαστερώνει. Μάλλον θα βγάλει ήλιο αύριο. Ευκαιρία να βγάλω τα ζώα να βοσκήσουν και να μαζέψω και την τροφή τους. Κοντεύει να τελειώσει. Αν θέλω γάλα πρέπει να φροντίσω γι’ αυτό. Μόνος μου.
22 Μαρτίου
Δεν έγραψα χτες γιατί ήμουν όλη την ημέρα έξω με τα ζώα. Γύρισα πολύ αργά και προτίμησα να κοιμηθώ. Η ώρα που βρίσκομαι στο κρεβάτι περιμένοντας να με πάρει ο ύπνος είναι η ώρα που η σκέψη ξεκολλάει από το σώμα. Αιωρείται ψηλά και κοιτάζει το θλιβερό σαρκίο που κείται στο ξυλοκρέβατο. Καμία πολυτέλεια. Καμία άνεση. Κανένας οίκτος. Κλείνω τα μάτια και βλέπω όλους εκείνους τους συναγωνιστές μου που έστειλα σε κελιά, σε κάτεργα, σε αγχόνες. Το έγκλημά τους; Η αντίθετη γνώμη. Σε επαναστατικές συνθήκες δεν πρέπει να υπάρχει αντίθετη γνώμη. Βλάπτει την Ιδέα. Ακόμα κι αν η τελευταία τουφεκιά έχει πέσει πριν πολλά, πολλά χρόνια, η Ιδέα εξακολουθεί να μάχεται ένοπλα. Δεν υποχωρεί. Δεν χαρίζει τίποτα. Η Ιδέα απαιτεί θυσίες. Έστω κι αν πρέπει να σπρώξει στο βωμό μερικά από τα καλύτερα παιδιά της. Είναι σκληρή η Ιδέα. Κι ο Ηγέτης που την εκφράζει πρέπει να είναι ακόμα πιο σκληρός. Εδώ, δεν χωράνε ενδοιασμοί. Ούτε υπαναχωρήσεις. Η Ιδέα έχει πάντα δίκιο. Η αντίθετη γνώμη είναι ο εχθρός της. Θάνατος στους εχθρούς της Ιδέας.
Στο χωριό μου είπανε ότι είναι ακόμα καλή εποχή να μαζέψω ραδίκια. Σε λίγο θα μεγαλώσουν τα στάχυα και δεν θα βρίσκω. Άμα ξαναβρέξει να κοιτάξω για μανιτάρια και σαλιγκάρια. Θυμάμαι ακόμα τη συνταγή της γιαγιάς μου.
22 Μαρτίου – λίγο αργότερα
Δεν μπόρεσα να κοιμηθώ. Στο μυαλό μου ήλθανε οι Δίκες. Προχωρούσαμε ολοταχώς για τη Νέα Εποχή. Δεν υπήρχαν περιθώρια για πισωγύρισμα. Ούτε για χάρες. Η Ιδέα έπρεπε να γίνει Πράξη. Δεν μπορούσαμε να αφήσουμε προδότες σε θέσεις – κλειδιά. Ούτε χωρούσε τεκμήριο αθωότητας. Το μόνο που επιτρέπονταν ήταν το τεκμήριο υπακοής. Τυφλής και άκριτης. Θυμάμαι όλους εκείνους τους φουκαράδες που στέκονταν τρεμάμενοι μπροστά στην έδρα μου. Ψέλλιζαν συνεχώς πότε ότι είναι αθώοι, πότε ότι παρασύρθηκαν από άλλους και εγκλημάτησαν σε βάρος της Ιδέας παρακούοντας τον Ηγέτη, όλοι ζητώντας έλεος και συμπόνια. Κανένας δεν είχε το θάρρος να πει: «Ναι! Το έκανα και θα το ξανακάνω!» Οι δειλοί… Έτσι κι αλλιώς, καταδικασμένοι ήταν. Ακόμα κι οι συνήγοροί τους με ξεπερνούσαν σε απέχθεια γι’ αυτούς. Κι όμως… Κανένας τους δεν στάθηκε σαν ίσος προς ίσο απέναντί μου. Πάντα έλπιζαν ότι η προδοσία τους θα παρέτεινε τη μίζερη ύπαρξή τους. Μετά από κάθε δίκη άνοιγα τα παράθυρα να βγει ο αέρας της προδοσίας και της δειλίας από την αίθουσα.
Πρέπει να φτιάξω το παράθυρο. Όταν φυσάει, χτυπάει στην κάσα και με ξυπνάει απότομα.
23 Μαρτίου
Το παράθυρο θέλει αλλαγή. Έχει διαλυθεί τελείως. Το είπα στον φύλακα. Μου έγνεψε πάλι αμίλητος. Μερικές φορές αναρωτιέμαι μήπως είναι μουγγός. Όσες φορές προσπάθησα να του αποσπάσω λέξη, χτύπησα σε έναν τοίχο σιωπής. Ο ιδανικός άνθρωπος της Νέας Εποχής όπως την οραματίστηκε ο Ηγέτης. Δεν μιλάει, μόνο ακούει και υπακούει. Αναρωτιέμαι, πόσοι θα γλύτωναν τη ζωή τους αν ήταν σαν κι αυτόν; Πολλοί υποθέτω. Ποια θα ήταν όμως η αξία αυτής της ζωής; Τι θα γινόταν αν μια μέρα ο Ηγέτης, που σκεφτόταν, μιλούσε και αποφάσιζε για λογαριασμό όλων μας έπαυε να υπάρχει; Αν πέθαινε; Θα είχαμε έναν κόσμο που κανένας δεν θα μιλούσε, δεν θα σκεφτόταν, δεν θα λειτουργούσε με δική του βούληση; Και τι θα γινότανε με την Ιδέα; Πώς θα προχωρούσε; Ξέρω ότι είναι κακό να κάνω τέτοιες σκέψεις. Εξάλλου αυτές οι σκέψεις με έφεραν εδώ, στην άκρη. Δεν ήταν τόσο που τις έκανα, όσο που τις είπα. Δεν πρόδωσα. Τις μοιράστηκα με τον Ηγέτη, αυτόν που στήριξα με τόσο πάθος. Αυτόν που μέσα από τα γραπτά μου τον ανέδειξα σε υπερφυσικό ον στα μάτια του απλού κοσμάκη. Ήμουνα εγώ, ναι εγώ, εκείνος που πάταξε τους εχθρούς του. Κρεμάλα στους αντίθετους, κάτεργο στους αμφισβητίες, ο Ηγέτης έχει πάντα δίκιο. Το είπε Εκείνος, άρα έτσι είναι.
Το χέρι μου τρέμει. Καλύτερα να σταματήσω εδώ για σήμερα.
24 Μαρτίου
Πρέπει να είμαι προσεκτικός. Την ώρα που γύριζα είδα κάποιον να βγαίνει απ’ το σπίτι. Κρύφτηκα και δεν με είδε. Μόλις απομακρύνθηκε, έτρεξα και άνοιξα τη σανίδα του πατώματος όπου κρύβω αυτό το τετράδιο. Ευτυχώς, ήταν εκεί που το άφησα και μπορώ τώρα και γράφω. Πρέπει να του αλλάξω θέση. Δεν πρέπει να παίζω με την τύχη μου. Αυτό το τετράδιο είναι η διαθήκη μου. Όχι η απολογία μου. Δεν έχω τίποτα να απολογηθώ. Ό,τι έκανα και ό,τι είπα, ήταν για την Ιδέα. Γι’ αυτήν δέχτηκα την εξορία, τον στιγματισμό του προδότη, την δήθεν αυτομόλησή μου όπως διέδωσε ο Ηγέτης. Δεν έπρεπε να πεθάνω, έτσι μου είπε ο ανακριτής. Αλλά ούτε και να ζήσω όπως είμαι. Έπλασαν την ιστορία της αποστασίας μου στον εχθρό και με έστειλαν εδώ. Ίσως να είπαν ότι το πλοίο που με μετέφερε βούλιαξε. Δεν ξέρω. Εδώ που είμαι δεν μπορώ να ξέρω τι γίνεται και τι λέγεται. Τόσον καιρό τώρα που είμαι κλεισμένος στην άκρη, η μόνη επαφή μου με τον κόσμο είναι οι λίγοι άνθρωποι του χωριού, ο φύλακας και αυτό το τετράδιο που κοντεύει να γεμίσει τις σελίδες του. Ίσως κάποια μέρα κάποιος το δει και το διαβάσει. Μένω πιστός στην Ιδέα και στον Ηγέτη. Εκείνος έχει πάντα δίκιο. Μια μέρα θα αναγνωρίσει πόσο πιστός του ήμουνα και εξακολουθώ να του είμαι. Και τότε, θα είμαι πάλι στο πλευρό του, να τσακίσουμε τους εχθρούς, να διαδώσουμε παντού τη φλόγα της Ιδέας, να συνεχίσουμε την οικοδόμηση της Νέας Εποχής. (…)
Πάλι χτυπάει το παράθυρο στην κάσα του. Αύριο θα κάτσω να το φτιάξω μόνος μου. Έφτασα πια να μην μπορώ να κοιμηθώ από το θόρυβο και τις σκιές που περνάνε μέσα απ’ το τζάμι.»
……………………………………………………………………………
Ο νεαρός φοιτητής της Ιστορίας άφησε πάνω στο γραφείο του το κιτρινισμένο χαρτί. Έτριψε τα κουρασμένα μάτια του κι άναψε τσιγάρο.
«Πάλι με το ημερολόγιο αυτού του παλαβού ασχολείσαι;» του είπε γλυκά η νεαρή φοιτήτρια από τον καναπέ όπου ήταν ξαπλωμένη.
Της χαμογέλασε. Τυλιγμένη σε ένα χνουδωτό μπουρνούζι, φρεσκολουσμένη και λαμπερή μέσα στη νιότη της, τον έκανε να θέλει να ξεχάσει πολύ γρήγορα τη βαρετή εργασία που του είχε αναθέσει ο καθηγητής του.
«Λες, τελικά, να είναι παλαβός;» τη ρώτησε.
«Δεν ξέρω… αλλά είναι δυνατόν να είναι αυτός που λέει και να έγιναν όλα αυτά όπως τα γράφει;»
«Ποιος ξέρει;…»
«Οι εφημερίδες της εποχής, δεν λένε τίποτα γι’ αυτόν;»
«Μπα… Λίγα πράγματα… Κάτι στα ψιλά, τίποτα σημαντικό… Σαν να μην υπήρξε ποτέ… Πάμε για καμιά πίτσα; Πείνασα…» και πέταξε αδιάφορα τις κιτρινισμένες σελίδες βαθιά σ’ ένα συρτάρι.