«Πέτζα Στογιάκοβιτς: Ένας από τους καλύτερους σουτέρ»
Γράφει ο Αλέξανδρος Κουτούβελας
Στη μικρή Σλαβόνσκα Ποζέγκα της Κροατίας, μια πόλη 25.000 κατοίκων, μεγάλωσε (είχε γεννηθεί στο Βελιγράδι) πριν από 37 χρόνια ένα πιτσιρίκι που έμελλε να γίνει ένας από τους καλύτερους σουτέρ στην ιστορία του παγκόσμιου μπάσκετ. Το όνομα του, Πρέντραγκ Στογιάκοβιτς ή απλά, Πέτζα.
Σε μια χώρα που τα μωρά αντί για κουδουνίστρες, κρατάνε μια μπάλα του μπάσκετ, ο Πέτζα μεγαλώνει, ψηλώνει, και το 1992 σε ηλικία 14 χρόνων, εντάσσεται στον Ερυθρό Αστέρα, καθώς οι γονείς του έχουν στο μεταξύ μετακομίσει στο Βελιγράδι, λόγω του πολέμου στην τότε ενωμένη Γιουγκοσλαβία. Το ταλέντο του ξεχειλίζει και, στα δύο χρόνια που αγωνίζεται με τους ερυθρόλευκους της Σερβίας, προλαβαίνει να κατακτήσει και ένα πρωτάθλημα.
Το κάλεσμα του ΠΑΟΚ, μιας από τις καλύτερες ομάδες στην Ευρώπη, εκείνη την εποχή, δεν μπορεί να τον αφήσει αδιάφορο και έτσι το καλοκαίρι του 1994 εντάσσεται στον δικέφαλο της Θεσσαλονίκης, δηλώνοντας ότι πρόκειται για ένα όνειρο του που γίνεται πραγματικότητα, αφού στον ΠΑΟΚ αγωνίζεται τότε ο καλύτερος σουτέρ της Ευρώπης και συμπατριώτης του, ο Μπάνε Πρέλιεβιτς.
Ο Πέτζα μετά από δύο χρόνια στην Θεσσαλονίκη, αποκτά επιτέλους την ελληνική υπηκοότητα και ελληνικό όνομα (Κίνης) και υπηρετεί μάλιστα και στον ελληνικό στρατό, ενώ εξελίσσεται σε όπλο ολκής, στο πλευρό, αρχικά, του μεγάλου Μπάνε. Ένας πολύ σοβαρός τραυματισμός του, τον χειμώνα του 97, σε έναν αγώνα του ΠΑΟΚ στο Περιστέρι, “μουδιάζει” τον μπασκετικό κόσμο, που φοβάται ότι ο Πέτζα δεν θα καταφέρει να επιστρέψει στο 100%. (σ.σ. ακόμα θυμάμαι την ανατριχιαστική κραυγή που έβγαλε όταν έπεσε στο παρκέ με το καλάμι του, κυριολεκτικά τσακισμένο στη μέση…).
Ο Σέρβο – Έλληνας όμως τους διαψεύδει όλους και όχι απλά γυρίζει, αλλά εξελίσσεται σε απόλυτο πρωταγωνιστή της επόμενης περιόδου (1997-98) όπου, αφού πρώτα με δικό του τρίποντο μέσα στο ΣΕΦ, τερματίζει την 5ετή κυριαρχία του Ολυμπιακού, αφήνοντας τους ερυθρόλευκους εκτός τελικών, στη συνέχεια παραλίγο να πάρει μόνος του το πρωτάθλημα, στους τελικούς απέναντι στον Παναθηναϊκό των Ράτζα – Σκότ. Στον 5ο και τελευταίο τελικό “τρώει” απίστευτο ξύλο από Σκότ και Καλαϊτζή, χρεώνεται μάλιστα με την μοναδική τεχνική ποινή στην Ελλάδα της καριέρας του και ο ΠΑΟΚ χάνει το πρωτάθλημα. Τελειώνοντας τη χρονιά αναδεικνύεται MVPτου πρωταθλήματος με νούμερα που «τρομάζουν»: 24 πόντοι κατά μέσο όρο – 5 ριμπάουντ – 3 ασίστ – 2 κλεψίματα.
Ο ΠΑΟΚ, η Ελλάδα και η Ευρώπη δεν “χωρούν” πλέον το ταλέντο του και το καλοκαίρι του 1998 ο Στογιάκοβιτς μετακομίζει στο ΝΒΑ και τους Σακραμέντο Κίνγκς (είχε γίνει ντράφτ από τους “βασιλιάδες” στο νούμερο 14 το 1996). Εκεί τον περιμένει ο μεγάλος Ντίβατς, που εξελίσσεται σε “μεγάλο αδερφό” του Πέτζα. Μένει για 8 χρόνια στους Κίνγκς, μέλος μιας ομάδας που κατά διαστήματα (με Ντίβατς – Γουέμπερ) έπαιξε εξαιρετικό μπάσκετ, ο ίδιος χρήζεται AllStar και κερδίζει μάλιστα και σε 2 διαγωνισμούς τριπόντων σε allstargames.
Ακολουθούν Ιντιάνα (6μήνες), Νέα Ορλεάνη (2006-09)Τορόντο, (2009-11) και την σεζόν (2010-2011) ο Πέτζα κατακτά επιτέλους το μόνο ίσως που έλειπε από την συλλογή του, το δαχτυλίδι δηλαδή του πρωταθλητή με το Ντάλας, στο πλευρό του Νοβίτσκι ο οποίος στο μεταξύ είχε δηλώσει: «Όταν τον είδα για πρώτη φορά στην προπόνηση, κατάλαβα ότι η ευστοχία του, είναι αρρωστημένη!».
Φτάσαμε λοιπόν στη 19η Δεκεμβρίου 2011. Ο Πέτζα δηλώνει στο ESPN: «Όταν καταλαβαίνεις ότι ανταγωνίζεσαι πλέον με το σώμα σου και όχι με το ίδιο το παιχνίδι, είναι ένα κάλεσμα – ξύπνημα της φύσης. Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου, ότι αν ερχόταν η μέρα που η καρδιά και το σώμα μου, δεν θα ήταν στο 100%, θα έκανα πίσω. Η μέρα αυτή ήρθε. Είναι η ώρα να αποσυρθώ!».
Ο Πέτζα του ΠΑΟΚ, του ΝΒΑ, της ελληνίδας συζύγου και των τριών παιδιών του πάνω απ όλα, φεύγει, έχοντας μέσο όρο καριέρας στο ΝΒΑ 17 πόντους και το μυθικό 40% στα τρίποντα, έχοντας ευστοχήσει σε 1760!
Αντί επιλόγου, παραθέτω την αποχαιρετιστήρια δήλωση του Ντέιβιντ Στέρν, κομισάριου του ΝΒΑ: « Ο Πέτζα θα είναι πάντα στο μυαλό μας, ως ένας από τους μεγαλύτερους σουτέρ στην ιστορία του ΝΒΑ! Η επιτυχία του οφείλεται στην δουλειά, την ηθική και την επιθυμία του να είναι ο καλύτερος. Ο μύθος του όμως είναι μεγαλύτερος από την ικανότητα του στο σουτ και το πρωτάθλημα που κατέκτησε με το Ντάλας. Αποτελεί μέρος των διεθνών αστέρων που ήρθαν στο ΝΒΑ και βοήθησαν τον οργανισμό, να εμπνεύσει χιλιάδες ανθρώπους σε όλο τον κόσμο».