«Σκέψεις για τη νέα σχολική χρονιά...» της Κατερίνας Φωτιάδου«Σκέψεις για τη νέα σχολική χρονιά…»

horizontal-bar-posts-small
Κατερίνα Φωτιάδου 

Γράφει η Κατερίνα Φωτιάδου
horizontal-bar-posts-small

Το καλοκαίρι τελείωσε, σηματοδοτώντας το τέλος των διακοπών και συνάμα την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς για τα παιδιά που θα πάνε στην αμέσως επόμενη τάξη και γι’ αυτά που θα έρθουν για πρώτη φορά σε επαφή με την σχολική τάξη.

Έντονα διαμαρτύρεται η Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων (ΠΕΦ) για «τις σπασμωδικές αλλαγές που επέρχονται και πάλι στη διδασκαλία των επιμέρους μαθημάτων, μετά τις πρόσφατες οδηγίες του υπουργείου Παιδείας, τις σχετικές με τις αναθέσεις μαθημάτων, σε Γυμνάσιο, Λύκειο και ΕΠΑΛ.

Οι φιλόλογοι ζητούν «την ανάκληση των άκρως αντιεπιστημονικών και αντιπαιδαγωγικών αυτών αποφάσεων» και φέρνουν ως παράδειγμα το ευαίσθητο μάθημα της Ιστορίας.

Συγκεκριμένα, εκφράζοντας τον φιλολογικό κόσμο, η ΠΕΦ εκτιμά ότι «οι αρμόδιοι φορείς του υπουργείου Παιδείας, παραβλέποντας επιστημονικά και διδακτικά κριτήρια, αναθέτουν τη διδασκαλία μαθημάτων σε άλλες ειδικότητες – χωρίς μάλιστα δική τους επιλογή – εκτός από αυτές που έχουν επιστημονικά την αποκλειστική αρμοδιότητα να τα διδάξουν. Πρώτιστο μέλημά τους είναι μόνο η κάλυψη των κενών, η τυπική διεκπεραίωση του ωρολογίου προγράμματος με βάση το υπάρχον διδακτικό προσωπικό, εξαιτίας και της αδιοριστίας των καθηγητών, και όχι βέβαια η ποιότητα της εκπαίδευσης».

Η ΠΕΦ σημειώνει χαρακτηριστικά ότι, όπως είναι επόμενο, «οι παρεμβάσεις αυτές δημιουργούν, συν τοις άλλοις, και αντιπαραθέσεις στους διάφορους κλάδους των εκπαιδευτικών».

Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται «στο πολύπαθο μάθημα της Ιστορίας, ένα γνωστικό αντικείμενο που πρέπει να διδάσκεται μόνο από φιλολόγους». Όπως επισημαίνει η ΠΕΦ, η διδασκαλία της στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο ανατίθεται «σε ειδικότητες ΠΕ1, ΠΕ10, ΠΕ3 και ΠΕ5, ΠΕ6, ΠΕ7 (σ.σ. αντίστοιχα, θεολόγοι, κοινωνιολόγοι, μαθηματικοί και καθηγητές γαλλικής, αγγλικής και γερμανικής γλώσσας), μολονότι είχαν ληφθεί προηγουμένως διαφορετικές αποφάσεις (παλινωδίες του υπουργείου)».

Ποιος είναι λοιπόν, ο μορφωτικός και ο ηθικός ρόλος του εκπαιδευτικού της εποχής που ζούμε; Παραμένει μέσα στη σύγχρονη κοινωνία θεμελιώδης η συμβολή της παιδείας όπως πριν ή όχι;

Η απάντηση είναι πως ποτέ άλλοτε η σημασία του εκπαιδευτικού και ως προσωπική συμπεριφορά και ως επαγγελματική επίδοση δεν υπήρξε τόσο κεφαλαιώδης και τόσο πρωταρχική όσο στον καιρό μας. Η αναγκαιότητα της παιδείας προβάλλει κολοσσιαία. Και κατά συνέπεια ουδέποτε άλλοτε υπήρξε τόσο δύσκολο και τόσο βαρύ το έργο του εκπαιδευτικού. Η συνθετική πολυμέρεια της σημερινής ζωής  μάς κατακλύζει από την πρώτη ώρα. Καθημερινά εμφανίζονται και αποταμιεύονται με ταχύτητα τόσα πνευματικά αγαθά και τόσες κατακτήσεις στο τεχνικό τομέα, ώστε είναι αναπόφευκτο το βάρος της παιδείας να αυξάνει κάθε μέρα με εντατικό ρυθμό και για εκείνον που τη δέχεται και για εκείνον που την ασκεί. Στη σημερινή εποχή λοιπόν το ζήτημα της πνευματικότητας και της προσωπικότητας του εκπαιδευτικού είναι περισσότερο από κάθε άλλη εποχή θέμα προς συζήτηση απ’ όλους τους σύγχρονους παιδαγωγούς και την πανεπιστημιακή κοινότητα.

Παρά όλα αυτά οι μαθητές δε χάνουν το χαμόγελο και την αισιοδοξία τους, γιατί το μέλλον τους ανήκει και οι ίδιοι είναι το μέλλον. Η κοινωνία θα αλλάξει μόνο με την παιδεία. Δεν υπάρχει περιθώριο για ιερεμιάδες κάθε είδους. Ο χρόνος τρέχει, οι εξελίξεις είναι ταχύτατες και τα νέα παιδιά έχουν όρεξη για ζωή και δημιουργία. Θέλουν να ζήσουν σε μία κοινωνία δίκαιη με γνώμονα την αξιοκρατία και την κοινωνική δικαιοσύνη. Διεκδικούν και απαιτούν καλή παιδεία και όχι έναν εξισωτικό προς τα κάτω μηχανισμό αναξιοκρατίας. Απεχθάνονται τα μεγάλα λόγια, τα ξεπερασμένα συνθήματα εντυπωσιασμού και ενίοτε αποπροσανατολισμού και βασίζονται μόνο στη συνέπεια και τη σοβαρότητα.