«Ο Κάτω κόσμος στα ποντιακά δημοτικά τραγούδια» της Γιώτας Ιωακειμίδου«Ο Κάτω κόσμος στα ποντιακά δημοτικά τραγούδια»

horizontal-bar-posts-small
Γιώτα Ιωακειμίδου 

Γράφει η Γιώτα Ιωακειμίδου 
horizontal-bar-posts-small

Η αντίληψη των ποντίων για τον κάτω κόσμο είναι επηρεασμένη από την αρχαιότητα και τον χριστιανισμό σε ένα συνταίριασμα. Η κοσμοθεωρία τους έχει στοιχεία αρχαιοελληνικά, είναι ο Άδης των αρχαίων με όλα τα χαρακτηριστικά του, αλλά και ο τόπος κολασμού στον χριστιανισμό και την λαϊκή φαντασία. Οι πόντιοι διατηρούν μια παράδοση που ανάγεται στον όμηρο και ο κάτω κόσμος απηχεί την αρχαία παγανιστική μυθολογία για τον Άδη. Παράλληλα όμως υπάρχουν και οι αφηγήσεις των συναξαριστών και οι παραστάσεις του Άδη στις εκκλησίες που δημιούργησαν στον λαό την αντίληψη ότι είναι ένας τόπος φοβερός με μαρτύρια και βασάνους.

Σε ένα ποντιακό δημοτικό τραγούδι ο Άδης περιγράφεται με την ίδια ομηρική εικόνα: μούχλα και νερό γεμάτος. Διαβάζουμε λοιπόν στο αντίστοιχο χωρίο του ομήρου: νήα μεν αυτού κέλσαι επ ΄Ωκεανού βαθυδίνη /αυτός δε εις Αίδεω ίέναι δόμον εύρώεντα οδύσσεια κ 511-512 (και σαν αράξεις το καράβι σου στον Άδη κίνησε να πας τον μουχλιασμένο). Το ίδιο τοπίο περιγράφει και η λαϊκή ποντιακή μούσα: η βρούχνα πιθαμήν και το νερόν χερέα (η μούχλα μια πιθαμή και το νερό χεριές σε ύψος ).

Και συνεχίζει: η φρούχνα σύρει το νερόν /και το νερόν την φρούχναν /και σέπεται το σάβανο, μ/και κόφκεται το ράμμαν/…

Είναι εκπληκτικό ότι η ποντιακή μούσα αναπαράγει τις ίδιες εικόνες από την «νέκυια», το λ της οδύσσειας. Παραθέτω τους στίχους:

«καὶ μὴν Τάνταλον εἰσεῖδον κρατέρ᾿ ἄλγε᾿ ἔχοντα

ἑστεῶτ᾿ ἐν λίμνῃ: ἡ δὲ προσέπλαζε γενείῳ:

στεῦτο δὲ διψάων, πιέειν δ᾿ οὐκ εἶχεν ἑλέσθαι: ὁσσάκι γὰρ κύψει᾿ ὁ γέρων πιέειν μενεαίνων,

τοσσάχ᾿ ὕδωρ ἀπολέσκετ᾿ ἀναβροχέν, ἀμφὶ δὲ ποσσὶ

γαῖα μέλαινα φάνεσκε, καταζήνασκε δὲ δαίμων (Οδύσεια λ στίχοι 583-588)

Ακόμα αντίκρισα τον Τάνταλο βαριά να τυραννιέται

σε λίμνη μέσα ορθός, που του ‘φτανε στα γένεια διψασμένος

τον έβλεπες να πιει που γύρευε νερό, μα δε μπορούσε

τι κάθε που ‘σκυβεν ο γέροντας να πιεί λαχταρισμένος,

τραβιόταν το νερό και χάνουνταν, και του βυθού μπροστά του

από βουλή θεού κατάξερη τη μαύρη γης εθώρειε

Η ποντιακή μούσα δίνει την ίδια εικόνα: και το νερόν τρεχούμενον και συ ΄σαι διψασμέντζα/και το φαίν σο γόνατον και συ ΄σαι πεινασμέντζα(άφθονο τρεχούμενο νερό και εσύ διψάς/μπόλικο φαί, αλλά εσύ πεινάς)

Στον Άδη κατεβαίνει ο Οδυσσέας να πάρει χρησμό, στον Άδη κατεβαίνει και ο ερωτευμένος νέος να βρει την καλή του, αυτή όμως τον διώχνει πίσω: «Οπίς! Κι απόθεν έρθες/αδά γάμος κι γίνεται/νυφίτσα κι στολούται/τραπέζ’ κι τονατεύκεται/καυκίν κι ποτισκάται.(φύγε πίσω ,εδώ δεν γίνεται γάμος ,δεν στολίζεται νύφη, δεν γίνεται τραπέζι, δεν πίνεται ποτό).

Στη μυθολογία, τις πύλες του Άδη φυλάει το φοβερό τρικέφαλο σκυλί, ο κέρβερος, που υποδέχεται τους νεκρούς κουνώντας την ουρά του και δεν αφήνει κανέναν να φύγει από εκεί. Στο ποντιακό δημοτικό τραγούδι την είσοδο φυλάνε οι τρομεροί εχθροί των ποντίων: Ρώσοι, Φράγκοι, και οι χειρότεροι από όλους οι Σαρακηνοί: «Τα παραστάρε λίθινα/τα πόρτας σιδερένα/ οι Ρους κρατούνε τα κλείδία/ οι Φράγκοι τα’άνοιγάρε/Σαρακηνοί αγροίκιστοι/ κρατούν τα παραστέρε.

Το ποντιακό τραγούδι δέχεται ότι στον Άδη ταιριάζουν μόνον οι γέροι: Σον Άδην πρέπνε γέροντοι και ταλαιπωρημένοι. Η ίδια αντίληψη υπάρχει και στα αντίστοιχα δημοτικά τραγούδια όπου ο θάνατος γίνεται αποδεκτός μόνον όταν ο νεκρός είναι γέρος και έχει αφήσει πίσω του παιδιά και εγγόνια. Η αποδοχή του θανάτου σ’ αυτό το μοιρολόι φαίνεται από το γεγονός ότι ο ίδιος ο ίδιος ο νεκρός ζητά άλογο να πάει στο κάτω κόσμο και επιθυμεί να τον ξεχάσουν:

Σέλωσε το άλογό μου,

κάπου θέλω να κινήσω,

στην αλησμονία να πάνω,

κει που λησμονούν τον κόσμο,

να με λησμονήσ’ν και μένα…

Στον κάτω κόσμο χάνεται η ομορφιά και τα νιάτα. Η ποντιακή μούσα λέει: σολεύν΄ τα κάλλεα τ΄ ανθρωπί πατεί η κιτρινάδα (χάνονται οι ομορφιές του ανθρώπου).

Παρασύρονται οι άνθρωποι από τον χάρο που τους υπόσχεται ψεύτικες ομορφιές και τον ακολουθούν: «εκεί δίνε κομπόμηλα και τσούφε  λεφτοκάρε» (τους δίνουν μήλα που τους παρασύρουν και φουντούκια), απατηλές υποσχέσεις για έναν πιο όμορφο κόσμο. «Μανα δίνε σε μαραντον, δίνε σε μανουσάκια», μαγεμένος ο άνθρωπος εγκαταλείπει τα εγκόσμια και ακολουθεί τον χάρο.