«599 λέξεις για το έθνος και τα ερείπιά του» του Βασίλη Συμεωνίδη«599 λέξεις για το έθνος και τα ερείπιά του»

horizontal-bar-posts-small
Βασίλης Συμεωνίδης
Γράφει o Βασίλης Συμεωνίδης
horizontal-bar-posts-small

Διάβασα το βιβλίο του Γιάννη Χαμηλάκη «το έθνος και τα ερείπια του» μετά από σύσταση φίλου, που ζήτησε τη γνώμη μου κυρίως για το κεφάλαιο «Ο αρχαιολόγος ως σαμάνος: η αισθητηριακή αρχαιολογία του Μανόλη Ανδρόνικου». Έτσι ξεκίνησα από τις σελίδες 151-194. Το βιβλίο διαβάζεται με όποια σειρά θέλει κάποιος και άφησα για το τέλος… τον πρόλογο.

Από τις σκέψεις που τριγυρνούσαν στο μυαλό μου, καθώς διάβαζα, ήταν η εξής: με πόσο άνετο τρόπο μιλά για πράγματα που για τους περισσότερους είναι ταμπού. Μπορεί, για παράδειγμα, να μπει στο φακό της κριτικής ο Ανδρόνικος; Από ποιον; Με ποιους όρους; κλπ, κλπ… Το ίδιο ισχύει για όλα τα κεφάλαια, που εξετάζουν την χρήση των υλικών στοιχείων της αρχαιότητας από τους σύγχρονους φορείς στα πλαίσια του εθνικού φαντασιακού. Τέτοια πράγματα μπορεί να γράφονται μόνο αν ζεις μακριά…

Έρχονταν στο μυαλό μου και άλλοι Έλληνες επιστήμονες του εξωτερικού που τόλμησαν να ανοίξουν δρόμους και να δώσουν νέες οπτικές στην επιστήμη τους, για παράδειγμα ο Δημήτρης Τζιόβας στις νεοελληνικές σπουδές και τη λογοτεχνία, από το Πανεπιστήμιο του Birmingham. Κατά κάποιο τρόπο είναι σοκαριστικό να αποκαθηλώνεις γίγαντες που αποτελούν συστατικά στοιχεία μιας ελληνικότητας, έστω και αν αυτή είναι πλέον ουσιαστικά δυσλειτουργική και τρίζει, όταν δουλεύει.

Πρόκειται για την ελληνικότητα έτσι όπως διαμορφώθηκε και με την εξιδανίκευση της αρχαιότητας (άσχετα αν μέχρι πρόσφατα υλικά υπολείμματα γίνονταν εύκολα οικοδομικά υλικά σε νέα κτίσματα)· με τη αξιοποίησή της στην κατασκευή του «εθνικού φαντασιακού στην Ελλάδα», όπως είναι ο υπότιτλος στο βιβλίο του Χαμηλάκη. Ήξερα ότι ο συγγραφέας γράφει από το πανεπιστήμιο του Southampton όπου είναι καθηγητής αρχαιολογίας. Απ’ έξω και αυτός. Εξαιρετικό βιβλίο, κυρίως για όσους νιώθουν ότι δύσκολα θα μοιραστούν παρόμοιες σκέψεις στη μεσαιωνική Ελλάδα. Παρηγοριά. Εστίαση σε θεματικές όπως η χρήση της αρχαιότητας από τη μεταξική δικτατορία, η αρχαιότητα ωσάν φάρμακο και θεραπεία για τους μακρονησιώτες, τα μάρμαρα (και όταν λέμε μάρμαρα τώρα πια εννοούμε μόνο συγκεκριμένα). Η αρχαιολογία αναδεικνύεται ωσάν να είναι ο βηματοδότης στην καρδιά του έθνους· και καρδιά βεβαίως οι αρχαιότητες, δηλαδή τα «ερείπια». Πόσο δύσκολο είναι να μιλήσει κάποιος για όλα αυτά;

Και τέλος, έφτασα στον πρόλογο για να διαβάσω: «Η απόσταση που με χώριζε από την Ελλάδα και την ελληνική κοινωνία από το 1988 και μετά, καθώς και η επαφή μου με τις τότε σφύζουσες και παθιασμένες διεθνείς συζητήσεις σχετικά με τη φύση του αρχαιολογικού έργου και τα νοήματα του παρελθόντος ήταν τα στοιχεία που με βοήθησαν να συναρθρώσω τα επιχειρήματα μου και να τα τοποθετήσω σε σχέση με το κοινωνικό πλαίσιο της αρχαιολογίας στην Ελλάδα. Χωρίς να θέλω να υπαινιχθώ ότι η κριτική του έθνους δεν είναι δυνατή εκ των «ένδον», αυτή η απόσταση στάθηκε καίρια, διότι με βοήθησε να αποφύγω τη φυσικοποίηση του εθνικού φαντασιακού και συγχρόνως να εξετάσω το ελληνικό πλαίσιο μέσα από συγκριτικό πρίσμα, και σε σχέση με άλλα εθνικά εγχειρήματα» (σ. 13-14).

Έτσι λοιπόν.

Με αφορμή την ανασκαφή στον τάφο της Αμφίπολης, που φυσικά δεν πρόκειται με τίποτα να ταράξει την ζωή των νεκρών, αλλά ίσως να ενταφιάσει τα προβλήματα της ζωής όλων, συζητώ για το βιβλίο του Χαμηλάκη. Προφανώς όχι για τα τεχνικά θέματα της ανασκαφής ή τη σημασία και την επιστημονική διάστασή της, αλλά για το πλαίσιο εντός του οποίου γίνεται και την αλληλεξάρτησή της με την συγκυρία. Τους κοινωνικούς και ιστορικούς προσδιορισμούς της, δηλαδή. Το συνηθέστερο είναι ότι πέφτω πάνω σε ανασφαλείς συνειδήσεις που ταράζονται, όταν τα πράγματα τίθενται και έτσι.

Είναι δύσκολο να συζητηθούν τέτοια θέματα· και δεν είναι πρόβλημα εγγραμματοσύνης, αλλά ταυτοτήτων συγκροτημένων στα πλαίσια φαντασιακών κοινοτήτων. Το βιβλίο του Χαμηκάκη μεταφράστηκε και εκδόθηκε στα ελληνικά. Το ερώτημα είναι αν θα μπορέσει να συζητηθεί και έξω από τους ακαδημαϊκούς χώρους, δημόσια.