«Κοβ Τεπέ, ο πράσινος λόφος, η γη του παππού μου» της Γιώτας Ιωακειμίδου«Κοβ Τεπέ, ο πράσινος λόφος, η γη του παππού μου»

horizontal-bar-posts-small
Γιώτα Ιωακειμίδου 

Γράφει η Γιώτα Ιωακειμίδου 
horizontal-bar-posts-small

Οι πόντιοι πρώτης γενιάς  δεν μπόρεσαν ποτέ να λησμονήσουν την «πατρίδα». Η γιαγιά μου μέχρι τα 97 της χρόνια που πέθανε είχε πάντα τον καημό να δει έστω και μια φορά τα «άγια χώματα» σαν άλλος Οδυσσέας και ας πέθαινε μετά. Η γενιά των γονιών μου γεννήθηκαν εδώ στην νέα πατρίδα, είχαν άλλα οράματα και άλλους στόχους: να ριζώσουν, να διακριθούν,να επιβιώσουν. Πολλοί από αυτούς έγιναν μετανάστες, μια και η νέα πατρίδα τους φέρθηκε σαν μητριά και όχι σαν μάνα. Η Τρίτη γενιά, η δική μου, μεγάλωσε με τα ακούσματα των γιαγιάδων, αυτήν την πατρίδα την κουβαλάμε στο κύτταρο μας και είναι η γενιά που επιχειρεί την επιστροφή στις ρίζες.

Το χωριό του παππού μου βρισκόταν στο Απές, επαρχία Κολωνίας. Ο Πόντος στην νότια πλευρά του έφτανε μέχρι την Σεβάστεια και περιελάμβανε και ένα μέρος του λεγόμενου Καππαδοκικού πόντου. Η περιοχή Απές είχε 20 χωριά με αμιγή ελληνικό πληθυσμό και ήταν κατά μήκος του δρόμου Σεβάστειας-Ερζερούμ. Δυτικά εκτεινόταν ο ορεινός όγκος Κιοσέταγ, διακλάδωση του Αντίταυρου.

Πλούσια βλάστηση  από πεύκα, έλατα, δρυς, λεύκες, άφθονα νερά και κλίμα υγιεινό. Τα προϊόντα ήταν άφθονα: βούτυρα, καϊμάκια, αλεύρι ,τυριά.

Όλοι οι κάτοικοι των χωριών αυτών κατάγονταν από την Αργυρούπολη. Όταν έπαψαν να λειτουργούν τα μεταλλεία μετοίκησαν στην περιοχή αυτή στα τέλη του 18ου αιώνα και αρχές 19ου. Οι κάτοικοι ήταν γεωργοί, κτηνοτρόφοι, κτίστες, ξυλουργοί. Άνθρωποι εργατικοί μετανάστευαν στην Πόλη και τα παράλια του πόντου σαν τεχνίτες και επέστρεφαν τον χειμώνα. Καλοί τεχνίτες, ήταν περιζήτητοι. Ο παππούς μου ήταν καλός τεχνίτης έφτιαχνε «τοκάνια» με τα οποία αλώνιζαν τότε.

Τα χωριά κρυμμένα πολλές φορές μακριά από το τούρκικο μάτι. Οι κάτοικοι των χωριών ανερχόταν σε 5 χιλιάδες περίπου και διατήρησαν τα ήθη, τα έθιμα, τη γλώσσα και την εθνική συνείδηση ανάμεσα σε Αρμένιους, Τούρκους, Κούρδους.

Στη διάρκεια του Α’ παγκοσμίου πολέμου, όταν άρχισαν οι εκτοπισμοί και ο «λευκός  θάνατος», εδώ βρήκαν καταφύγιο οι κατατρεγμένοι πληθυσμοί.  Άνθρωποι αγνοί και φιλόξενοι έσωσαν πολλούς κατατρεγμένους φιλοξενώντας τους για 2 ή και 3 χρόνια ακόμα. Ο μητροπολίτης Αμάσειας  Γερμανός Καραβαγγέλης τους συνεχάρη με επιστολή.

Ένα από τα 20 χωριά ήταν και το χωριό του παππού μου, η Κοβ-τεπέ. Βρισκόταν Β.Α του Αρμούδ-τζαίρ και ήταν το πιο παλιό χωριό από τους εποίκους της Αργυρούπολης και οι κάτοικοι προέρχονταν από τα χωριά: Σιμικλή, Δέσμενα, Χόψα. Οι Γιακειμάντ προέρχονταν από το Σιμικλή. Οι πρώτοι κάτοικοι ήταν 28 οικογένειες. Αποψίλωσαν το κοντινό δάσος και ασχολήθηκαν με γεωργία και κτηνοτροφία.

Το 1921 ο Κεμάλ τους εξόρισε στην Συρία, σε μια πορεία «λευκού θανάτου», 120 οικογένειες ξεκίνησαν στο ταξίδι του χαμού, οι περισσότεροι χάθηκαν. Μετά την πορεία θανάτου που διήρκεσε περίπου ενάμισι χρόνο, επιβιβάστηκαν από τα παράλια της Συρίας σε πλοία και ήρθαν στην Ελλάδα.

Αποβιβάστηκαν στη Σαλονίκη όπου τους έβαλαν καραντίνα 40 μέρες. Από εκεί σκόρπισαν και εγκαταστάθηκαν σε χωριά της Βέροιας: Σεβαστιανά, Αγγελοχώρι, Ζερβοχώρι, Λευκάδια. Άλλες οικογένειες και ο παππούς μου εγκαταστάθηκαν σε ένα χωριό της Κοζάνης που το εγκατέλειψαν οι Τούρκοι με την ανταλλαγή, χαιταρλί το τούρκικο όνομα, Κλείτος το κατοπινό. Εκεί στη μέση του Σαριγκιόλ ήθελε ο παππούς να εκθρέψει βουβάλια, η λίμνη αποξηράνθηκε πριν το πόλεμο, εποχή που πέθανε και ο παππούς μου.

Άνθρωποι εργατικοί, ανοιχτόμυαλοι, δούλεψαν σκληρά και δοκίμασαν νέες καλλιέργειες, όπως αυτή του καπνού. Φιλοπρόοδοι είχαν μεγάλη αγάπη για τα «γράμματα» που ήταν ο πρώτος αξιακός κανόνας .

Σήμερα, οι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν λόγω των κοιτασμάτων λιγνίτη σε άλλο μέρος του νομού. Για άλλους ήταν μια νέα αρχή, για άλλους μια νέα προσφυγιά.