Επιρρηματικό-Προληπτικό (ή του αποτελέσματος)-Παραβολικό κατηγορούμενο: Συντακτικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
Επιμέλεια: Άρης Ιωαννίδης
Επιρρηματικό κατηγορούμενο λέγεται το κατηγορούμενο που συντάσσεται συνήθως με ρήματα κίνησης, δράσης ή σκόπιμης ενέργειας. Είναι κατά κύριο λόγο άναρθρο επίθετο και σπάνια ουσιαστικό, μεταφράζεται με επίρρημα ή με εμπρόθετο προσδιορισμό,καθώς δηλώνει κάποια επιρρηματική σχέση: τόπο, χρόνο, τρόπο, σειρά, σκοπό κλπ.
Υπάρχουν κάποιες λέξεις που συνήθως χρησιμοποιούνται ως επιρρηματικό κατηγορούμενο:
α) τρόπου: ἀθρόος (μαζικά), ἑκών / ἑκούσιος (με τη θέλησή του), ἄκων / ἀκούσιος (χωρίς τη θέλησή του), ἄσμενος (με ευχαρίστηση), ἥσυχος, ὅρκιος (με όρκο) ἐναντίος / ἀντίος (μετωπικά), ὑπόσπονδος (με συμφωνία) αὐτοκράτωρ (με απόλυτη εξουσία), αὐθαίρετος (με δική του πρωτοβουλία), αὐτόματος (μόνος του), αὐτόνομος, μόνος, ταχύς, ἀργός, ἥσυχος, πυκνός, αὔτανδρος
β) τόπου: ὑπαίθριος (στο ύπαιθρο) πελάγιος, ἀντίος / ἐναντίος (απέναντι, εναντίον), μετέωρος (στον αέρα), ἐφέστιος (πάνω στην εστία), ὅμορος (κοντά στα σύνορα), ὑπερπόντιος (πάνω από το πέλαγος), θυραῖος (κοντά στην πόρτα), θαλάσσιος (στη θάλασσα)
γ) χρόνου: ὄρθιος (τα ξημερώματα), σκοταῖος (ενώ είναι σκοτάδι), ἡμερήσιος (για μια μέρα), ἐνιαύσιος (κάθε χρόνο), ὄψιος (αργά) ἑσπέριος (το απόγευμα), νέος, γέρων, γηραιός, παλαιός, παλαίτατος (πολύ παλιός)
δ) σκοπού: βοηθός, διδάσκαλος, φύλαξ, δικαστής, ἡγεμών, ἄρχων, στρατηγός, σύμβουλος, εἰρηνοποιός, πρεσβευτής, τιμωρός, ἐπίκουρος (βοηθός)
ε) τάξης: πρῶτος, πρότερος, δεύτερος, τρίτος, τριταῖος, τελευταῖος, ὕστερος (μετά από κάποιον), ὕστατος (τελευταίος)
Το επιρρηματικό κατηγορούμενο μπορεί να δηλώνει , λοιπόν, τις παρακάτω επιρρηματικές σχέσεις:
Σειρά / τάξη, σκοπό,τόπο, χρόνο, ποσό.
π.χ. ὑπαίθριοι δ’ ἔξω ἐστρατοπεδεύετε (στρατοπεδεύατε έξω στο ύπαιθρο), εγώ σε, ὦ Φαλῖνε, ἄσμενος ἑόρακα (εγώ, Φαλίνε, με χαρά σε είδα), Οἱ στρατιῶται ἐσκήνουν (= στρατοπέδευαν) ὑπαίθριοι (= στο ύπαιθρο), Ὁ ἄγγελος ἀφίκετο τριταῖος (= μετά από τρεις μέρες).
Προληπτικό κατηγορούμενο λέγεται το κατηγορούμενο το οποίο συντάσσεται με ρήματα αύξησης ή εξέλιξης και είναι πάντα άναρθρο επίθετο. Αποδίδει στο υποκείμενο από πριν μια ιδιότητα(πριν ολοκληρωθεί δηλαδή η ενέργεια που δηλώνει το ρήμα) που δεν την έχει αποκτήσει ακόμη, αλλά πρόκειται να την αποκτήσει.Λέγεται λοιπόν προληπτικό κατηγορούμενο του αποτελέσματος, διότι το υποκείμενο προσλαμβάνει ένα γνώρισμα το οποίο θα είναι το τελικό αποτέλεσμα του ρήματος. Μεταφράζεται: με αποτέλεσμα να…, ώστε να…, με την προϋπόθεση να…
π.χ. Καὶ ᾔρετο τὸ ὕψος τοῦ τείχους μέγα (Το ύψος του τείχους ανέβαινε, ώστε να γίνει μεγάλο.), Ηὔξητο τὸ ὄνομα αὐτοῦ μέγα( Αναπτυσσόταν η φήμη του ώστε να γίνει μεγάλη.)
Μερικά από τα ρήματα που παίρνουν συνήθως προληπτικό κατηγορούμενο είναι τα εξής: αἴρομαι (υψώνομαι), αὔξομαι / αὐξάνομαι, τρέφω / τρέφομαι, μεγαλύνομαι (μεγαλώνω), μηκύνω (αυξάνω σε μήκος), πνέω (φυσώ), ῥέω, παρασκευάζω / παρασκευάζομαι, παρέχω, τείνω, διδάσκω / διδάσκομαι κ.τ.λ.
Συγκεκριμένα:
Προληπτικό κατηγορούμενο του υποκειμένου δέχονται τα ρήματα: αὔξομαι , τρέφομαι, πνέω, αἴρομαι , ἐκδιδάσκομαι, παρασκευάζομαι, κομίζομαι, τείνω , ῥέω.
Προληπτικό κατηγορούμενο του αντικειμένου δέχονται τα ρήματα: αὔξω, αἴρω, τρέφω, παιδεύω, διδάσκω.
Παραβολικό κατηγορούμενο λέγεται το κατηγορούμενο που συνοδεύεται από το ὡς ή το ὥσπερ (ως, σαν) και προέρχεται από τη σύμπτυξη αναφορικής και παραβολικής πρότασης.
π.χ. ἦσαν ὥσπερ ἐχθροί.
Βιβλιογραφία:
- Συντακτικό Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας Α’, Β’, Γ’ Γυμνασίου, Πολυξένη Μπίλλα, ΟΕΔΒ, Αθήνα, Έκδοση Α 2007
- Συντακτικό της Αρχαίας Ελληνικής, Α. Β. Μουμτζάκης, ΟΕΔΒ, Αθήνα, Έκδοση 2006
- Συντακτικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας, Λιναρδής Ιωάννης, εκδ. Χατζηθωμά, Θεσσαλονίκη, 2009
- Εγχειρίδιο γλωσσικής διδασκαλίας, ΟΕΔΒ
- Συντακτικό της Αρχαίας ελληνικής, Aναγνωστόπουλος Δ. Βασίλης, Εκδόσεις Αναστασάκη
- Ψηφιακά Εκπαιδευτικά Βοηθήματα, Υπουργείο Παιδείας
Δείτε ακόμα: Συντακτικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας