«Ιωνική, το υπόβαθρο της ποντιακής διαλέκτου» της Γιώτας Ιωακειμίδου «Ιωνική, το υπόβαθρο της ποντιακής διαλέκτου»

horizontal-bar-posts-small
Γιώτα Ιωακειμίδου 

Γράφει η Γιώτα Ιωακειμίδου 
horizontal-bar-posts-small

Η ποντιακή διάλεκτος  έχει ιωνικό υπόστρωμα σε ποσοστό 60%, ομηρικές λέξεις σε ένα ποσοστό  20%, 15% τούρκικες  και ένα 5% άλλες επιρροές (Πέρσες, Αρμένιοι, Βενετοί κ.λπ.).

Οι Ίωνες έρχονται στην Ελλάδα το 2000 π.χ., όπως φαίνεται από τις αρχαιολογικές μαρτυρίες. Η Ιωνική μιλιέται στην Εύβοια, Κυκλάδες, Ιωνική Δωδεκάπολη, σε Χίο, Σάμο, Κάτω Ιταλία, Χαλκιδική και Μακεδονία.

Οι Ίωνες ήταν φυλή ανήσυχη, ευκίνητη και καινοτόμος. Κατά συνέπεια και η διάλεκτος ήταν η λιγότερο συντηρητική: αποσιώπηση του δίγαμμα (F), κατάργηση του δασέου πνεύματος και του δυϊκού αριθμού.

Είναι η γλώσσα της επικής ποίησης, του Ομήρου, της λυρικής ποίησης. Ακόμα και ο Ηρόδοτος και οι προσωκρατικοί γράφουν στην ιωνική. Στο τέλος της κλασικής εποχής κυριαρχεί η αττική διάλεκτος, ενώ η ιωνική παραμένει σαν ισχυρό υπόστρωμα στην ποντιακή διάλεκτο.

Γνωρίσματα της ιωνικής που διατηρεί η ποντιακή:

  •  Διατηρεί  το ιωνικό ε αντί του η π.χ. νύφε αντί νύφη,άκλερος αντί άκληρος
  • διατήρηση του ιωνικού συνφωνικού συμπλέγματος σπ αντί του κοινού σφ: σπάζω (σφάζω), σπίγγω (σφίγγω), σπιχτός (σφιχτός), ασπαλώ και ασπαλίζω (ασφαλίζω, κλ), ανασπάλω(ανα-σφάλω, λησμονώ), 

Τα παραδείγματα πάρα πολλά:

Κοσσάρα = κότα από την ιωνική λέξη κόσσα

Π.χ. η κοσσάρα πιν΄ νερό και τερεί σον ουρανόν

Έγκα = έφερα, από το ιωνικό ήνεικα, ενώ το αττικό είναι ήνεγκον

Το επίθετο ζαντός –   έσσα- όν (ο τρελός) είναι η αρχαία ιωνική σάννας (μωρός)

π. χ. ούλ ΄οι ζαντοί απάνιμ ερούξαν (μου έτυχαν όλοι οι τρελοί)

Γομούμαι ( γεμίζω) από το ιωνικό γομώ ( γεμίζω)

Π.χ. η γούλαμ εγομώθε (συγκινήθηκα)

Ασπαλίουμαι (κλείνομαι) εδώ έχουμε τον ιωνικό τρόπο: σπ αντί σφ (σφαλιζω στην αττική) π.χ. σπαλίστε τα πόρτας (κλείστε τις πόρτες)

Τζέπλιν (φλούδα) από το ιωνικό εξώφλοιον π.χ. έφαες όλα τα ωβα; Όχι,τα τζεπλε εφέκα (έφαγες όλα τα αβγά; Όχι, άφησα τα τσόφλια)

Σπίχκουμαι το ιωνικό αντί σφίγγομαι το αττικό π.χ. εσπίχτα και εκούξα (σφίκτηκα και φώναξα)

Χτέσκουμαι = αποκτώ από το ιωνικό κτέομαι, ενώ το αττικό είναι κτώμαι

Π.χ. Εχτέθα σε (σε φορτώθηκα, μεταφορικά)

Κομπούμαι από το ιωνικό κομβώ (ξεγελώ)

Π.χ. έναν μωρόν πα κομπών ΄με (και ένα παιδί με ξεγελάει)

Χρέσκουμαι από το ιωνικό χρέομα ι=καρπούμαι

Π.χ. κι εχρέστα σε (δεν σε χρειάζομαι)

Νίφκουμαι = πλένομαι, το ιωνικό και νίπτω το αττικό

Π.χ. καθαν πρωί νίφκουμαι (κάθε πρωί πλένομαι)

Αχπάσουμαι = ξεκινώ, ιωνικό και εκσπώ το αττικό

Π.χ. εχπάσταμε να παμε σο παζάρ (ξεκινήσαμε να πάμε στο παζάρι).