Το μάθημα της Ιστορίας αποτελεί τη θεμέλιο λίθο, το Α και το Ω για τη διαμόρφωση της προσωπικότητας, της εθνικής και πολιτισμικής ταυτότητας του Νεοέλληνα, αλλά και τη δημιουργία ιστορικής κρίσης και συνείδησης. Λέγοντας Ιστορία, όμως, ποια εννοούμε; Την Ιστορία ως επιστήμη ή αυτή που διδαχθήκαμε και διδάσκουμε;
Όσον αφορά τη διδασκαλία της σχολικής Ιστορίας, διάφοροι επιστημονικοί κλάδοι έχουν ασχοληθεί στο παρελθόν, και συνεχίζουν βέβαια να ασχολούνται, όπως αυτός της γνωστικής ψυχολογίας, της παιδαγωγικής, αλλά και της ίδιας της Ιστορίας. Όποιες προσπάθειες, όμως, κι αν έχουν γίνει το συγκεκριμένο μάθημα συνεχίζει να είναι «Γολγοθάς» για πολλούς μαθητές, αλλά και καθηγητές, ιδιαίτερα όταν πλησιάζει η ώρα της βαθμολόγησης γραπτών. Ο βασικότερος λόγος, κατά την προσωπική μου άποψη, είναι ότι το μάθημα της Ιστορίας έχει συνδεθεί με την ικανότητα αποστήθισης – κοινώς «παπαγαλισμού» – ενώ πολλά σχολικά βιβλία είναι γραμμένα σε μια γλώσσα ακατάληπτη κι απρόσιτη για το μαθητή. Σε πολλές περιπτώσεις, εξάλλου, το βιβλίο βρίθει ανούσιων πληροφοριών και χρονολογιών, που κάθε άλλο παρά βοηθούν στον απώτερο στόχο του μαθήματος, που δεν είναι άλλος από την απόκτηση ιστορικής γνώσης και μια υψηλής ποιότητας γνωστική προσέγγιση του παρελθόντος. Και το πλέον ανησυχητικό είναι ότι οι καθηγητές και οι μαθητές, λόγω των απαιτήσεων του εκπαιδευτικού μηχανισμού, παραμένουν «τυφλά» προσκολλημένοι στο βιβλίο, το οποίο λειτουργεί ως ένας απλός χώρος αποθήκευσης πληροφοριών κι όχι ένα εργαλείο απαραίτητο για την προσέγγιση της ιστορικής αλήθειας.
Δεν πρέπει να αγνοήσουμε το γεγονός ότι η διανοητική ανάπτυξη του παιδιού διαφέρει από ηλικία σε ηλικία, με αποτέλεσμα πολλές φορές να μην μπορεί να αντιληφθεί διάφορες ιστορικές έννοιες, που του παρουσιάζει κάποιο βιβλίο, και το οποίο μάλλον δεν ανταποκρίνεται στα βιώματα και τις μέχρι τότε εμπειρίες και γνώσεις του. Το σχολείο μοιάζει να είναι καθηλωμένο στην «ανακύκλωση» της ίδιας Ιστορίας – αρχαία, μέση, νεότερη – σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης, με σχολικά βιβλία που πολλές φορές δρουν αποπροσανατολιστικά για το μαθητή. Και σ’ αυτό ακριβώς το σημείο ευθύνονται εν μέρει και οι ίδιοι οι διδάσκοντες. Η χώρα μας κατέχει μια ακόμη «πρωτοπορία» στο συγκεκριμένο τομέα, καθώς δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που το μάθημα της Ιστορίας διδάσκεται από καθηγητές διαφορετικών ειδικοτήτων από αυτή του ιστορικού. Κάθε είδους φιλόλογος – κι όχι κατ’ ανάγκη ιστορικός – δικαιούται να διδάξει Ιστορία, ακόμη κι αν στη σχολή του ποτέ δε διδάχθηκε ουσιατικά Ιστορία! Δυστυχώς, έτσι έχει η ελληνική πραγματικότητα… Αποτέλεσμα, η πιστή αναπαραγωγή του σχολικού βιβλίου, η αδυναμία πολύπλευρης προσέγγισης του ιστορικού γεγονότος, η έλλειψη βιβλιογραφικής ενημέρωσης και το σημαντικότερο και πιο ανησυχητικό, η καλλιέργεια πολλές φορές μιας στάσης απέχθειας ή και μίσους από την πλευρά του μαθητή.
Ας επιστρέψουμε, όμως, στο ίδιο το σχολικό βιβλίο. Όλοι όσοι έχουμε διδάξει το συγκεκριμένο μάθημα, ίσως έχουμε διαπιστώσει ότι πολύ συχνά το παρελθόν παρουσιάζεται ένδοξο, ιερό, μακρινό, εξωραϊσμένο, απρόσιτο και δυστυχώς πολλές φορές «νεκρό», στο πλαίσιο πάντα κάποιας αποσπασματικότητας της ύλης . Λέγοντας «νεκρό» εννοούμε απομακρυσμένο εντελώς από τη σύγχρονη πραγματικότητα, από το παρόν. Λείπει παντελώς η σύνδεση του παρελθόντος με το παρόν. Πώς, λοιπόν, θα καταφέρει να προσεγγίσει ο μαθητής ένα μακρινό προς τα βιώματά του παρελθόν; Πώς θα δεχθεί τα μηνύματα που αυτό μεταφέρει; Πώς θα διδαχθεί μέσα απ’ αυτό, όταν έχει χαθεί κάθε επαφή του με την επικαιρότητα; Ίσως σ’ αυτό το σημείο καλό θα ήταν να ξεκινήσουμε από το σήμερα, που είναι οικείο στο παιδί, προσεγγίζοντας το παρελθόν με αφετηρία το παρόν. Ίσως έτσι μπορέσει ο μαθητής να έχει καλύτερη αντίληψη των ιστορικών δρώμενων, ταυτίζοντάς τα με τα δικά του βιώματα κι εμπειρίες.
Κάποια στιγμή, λοιπόν, πρέπει να γίνουν κάποιες ουσιαστικές αλλαγές σ’ όλα τα επίπεδα, προκειμένου να αποκτήσει το συγκεκριμένο μάθημα τη χαμένη αίγλη του. Καιρός είναι πιστεύω να καθιερωθεί – επιτέλους – στα σχολεία η ειδικότητα του ιστορικού και να αρθεί η γενικότερη αναχρονιστική «γεγονοτολογική» αντίληψη, που θέλει τη Ιστορία ως μια απλή παράθεση και εξιστόρηση γεγονότων. Αυτός που θα κληθεί να διδάξει το μάθημα πρέπει να κατέχει γνώσεις διδακτικής της Ιστορίας και των γενικότερων στόχων της. Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η ανάγκη μιας πιο ενεργούς διδασκαλίας, με αξιοποίηση εναλλακτικών μεθόδων διδασκαλίας, που θα προσδώσουν στο μαθητή πιο ενεργητικό ρόλο, οικοδομώντας με αυτόν τον τρόπο και μόνος του την ιστορική γνώση. «Το παρελθόν παρέχει αχρονικούς κανόνες συμπεριφοράς για το παρόν – μέλλον» σύμφωνα με το Russen. Κάτι τέτοιο πρέπει να αποτελεί απαράβατο κανόνα και πυξίδα για τη διδασκαλία του μαθήματος. Η σχολική Ιστορία οφείλει σε κάθε περίπτωση να αποτελέσει αναπόσπαστο κομμάτι της γενικότερης επιστήμης της Ιστορίας. Η τελευταία, με την αρωγή της γνωστικής ψυχολογίας και της παιδαγωγικής έχει τη δυνατότητα να ανατρέψει την όλη αρνητική κατάσταση, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης και της υγιούς κριτικής σκέψης κι αντίληψης, που μόνο το συγκεκριμένο μάθημα έχει τη δυνατότητα να εμφυσήσει στον καθένα μας…
Άρης Ιωαννίδης*
Φιλόλογος