«Η Δίκη της Νυρεμβέργης»
Γράφει η Κατερίνα Φωτιάδου
Μετά την αυτοκτονία του Χίτλερ στις 30 Απριλίου 1945, στο φλεγόμενο Βερολίνο, και την ολοκληρωτική κατάρρευση του Γ’ Ράιχ ακολούθησε ένα κύμα (μαζικών) αυτοκτονιών.
Την αρχή έκανε ο «υπουργός του Γ’ Ράιχ Διαφώτισης και Προπαγάνδας», Γιόζεφ Γκέμπελς, μαζί με τη γυναίκα του (αφού είχαν προλάβει να δηλητηριάσουν και τα 5 παιδιά τους). Επίσης υψηλόβαθμα στελέχη του «Εθνικοσοσιαλιστικού Γερμανικού Εργατικού Κόμματος» και των Ες-Ες, ανώτεροι και ανώτατοι στρατιωτικοί και άλλοι επιφανείς υποστηρικτές του Χίτλερ, κυρίως όσοι είχαν εκτεθεί για την εγκληματική τους δράση, προτίμησαν να ακολουθήσουν το παράδειγμα του «Φύρερ», μη θέλοντας να πέσουν στα χέρια των εχθρών τους και αποφεύγοντας με αυτόν τον τρόπο να δώσουν λόγο για τις ειδεχθείς πράξεις τους. Σε αυτήν την κατηγορία ανήκε και ο διαβόητος «αρχηγός των Ες-Ες» και της «Γερμανικής Αστυνομίας » Χάινριχ Χίμλερ, ο οποίος συνελήφθη από Γερμανούς στρατιώτες κοντά στο Λύνεμπουργκ στις 23 Μαίου 1945 και αυτοκτόνησε κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων με μια αμπούλα υδροκυανίου. Δεν ήταν όμως μόνο οι φανατικοί οπαδοί ενός εγκληματικού καθεστώτος που επέλεξαν αυτή τη λύση αλλά και απλοί πολίτες που είχαν την εντύπωση ότι η ζωή τους έχασε κάθε νόημα ύστερα από τη συντριπτική ήττα της «Βέρμαχτ», την πολύνεκρη κατάληψη των εδαφών του Ράιχ από τους Συμμάχους και την οριστική απώλεια της «Μεγάλης Γερμανίας».
Αναμφίβολα η δίκη των Γερμανών εγκληματιών πολέμου αποτελούσε και το τελικό «ξεκαθάρισμα λογαριασμών» των Συμμάχων με τα υπολείμματα της άλλοτε πανίσχυρης ηγεσίας του Γ’ Ράιχ. Αν και αρχικά είχε προταθεί από τη Σοβιετική πλευρά το Βερολίνο ως τόπος διεξαγωγής της δίκης, οι τρομερές υλικές καταστροφές που είχε υποστεί η γερμανική πρωτεύουσα κατά τη διάρκεια των φονικών μαχών δεν συνηγορούσαν σε αυτήν άποψη. Οι σύμμαχοι συμφώνησαν τελικά να διεξαχθεί η δίκη στη Νυρεμβέργη, η οποία διέθετε δικαστικό μέγαρο μεγάλων διαστάσεων και σε πολύ καλή κατάσταση, αν και η ίδια η πόλη είχε μεταβληθεί εν τω μεταξύ σε ερείπια. Στον περιβάλλοντα χώρο του μεγάρου υπήρχαν ακόμη άθικτες φυλακές που συνδέονταν μάλιστα υπογείως με το δικαστικό μέγαρο. Επίσης, η πόλη της Νυρεμβέργης βρισκόταν στην αμερικανική ζώνη Κατοχής, γεγονός που εξηγεί εν μέρει την αμερικανική επιμονή. Εξάλλου εκεί διοργανώνονταν κάθε χρόνο οι επιβλητικές σε όγκο και άρτια σκηνοθετημένες συγκεντρώσεις του Ναζιστικού κόμματος, από το 1927 έως το 1938. Τώρα, τους εμπρηστικούς λόγους του «Φύρερ» θα τους διαδεχόταν το αμείλικτο «κατηγορώ» των Συμμάχων. Η Νυρεμβέργη, ως πόλη σύμβολο της Ναζιστικής ηγεμονίας στη Γερμανία, ανήκε πλέον στο παρελθόν. Στο μέλλον θα συμβόλιζε την πολιτική καταδίκη και ηθική απαξίωση του εθνικοσοσιαλισμού.
Η Δίκη της Νυρεμβέργης, η «δίκη του αιώνα» όπως αποκαλέστηκε, κατά των «κυριότερων εγκληματιών πολέμου» ξεκίνησε στης 20 Νοεμβρίου 1945 στην ανακαινισμένη και ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα του Κακουργιοδικείου της Νυρεμβέργης, η οποία βρισκόταν στον 3ο όροφο (αίθουσα 600) του δικαστικού μεγάρου Further 110, με κατηγορούμενους 24 προβεβλημένα στελέχη του ναζιστικού καθεστώτος. Είχαν προηγηθεί επίπονες και συνεχείς διαπραγματεύσεις μεταξύ των κατηγόρων για τον καθορισμό του οριστικού καταλόγου των προσώπων που θα έπρεπε να παραπεμφθούν τελικά σε δίκη. Ανάμεσα τους ξεχώριζαν οι Χέρμαν Γκέρινγκ, Βίλχελμ Κάιτελ, Μάρτιν Μπόρμαν, Ιωακείμ φον Ρίμπεντροπ, Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ, Άλμπερτ Σπέερ, Χάνς Φρανκ και Ρούντολφ Ες. Για διαφορετικούς λόγους ο καθένας δεν παρέστησαν στην ακροαματική διαδικασία τέσσερις κατηγορούμενοι ο Ερνστ Καλτενμπούρνερ, ο οποίος ήταν ασθενής και παρέμενε στο κελί του, ο εβδομηνταεξάχρονος Γκούσταφ Κρούπ, ο οποίος ήταν αδύνατο να παραστεί στη δίκη λόγω της διαταραγμένης σωματικής και ψυχικής του κατάστασης, ο Μάρτιν Μπόρμαν, ο οποίος δεν είχε συλληφθεί, και ο Ρόμπερτ Λέυ, ο οποίος είχε καταρρεύσει ψυχολογικά μετά την επίδοση σε αυτόν του κατηγορητηρίου και είχε αυτοκτονήσει στης 26 Οκτωβρίου.
Το πρωί της 20ης Νοεμβρίου 1945 ξεκίνησε η Δίκη. Ο Βρετανός πρόεδρος του Δικαστηρίου Sir Geoffrey Lawrence, εξήγησε την προϊστορία και το καταστατικό του δικαστηρίου και τόνισε την ιστορική σημασία της Δίκης για εκατομμύρια ανθρώπους στον κόσμο. Στη συνέχεια ανέγνωσαν οι αντιπρόσωποι των δημόσιων κατηγόρων για κάθε μια από τις τέσσερις συμμαχικές δυνάμεις ένα μέρος του κατηγορητηρίου: ο Αμερικανός Sidney S. Alderman για τη «συνωμοσία», ο Βρετανός Sir David Maxwell-Fyfe για τον «επιθετικό πόλεμο», οι Γάλλοι βοηθοί κατηγόρων Pierre Mounier και Charles Gerthoffer για τα «εγκλήματα πολέμου» και ο Σοβιετικός αντισυνταγματάρχης I. A. Ozol για τα «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας». Σύμφωνα με το «καταστατικό του Λονδίνου» οι πράξεις που περιλαμβάνονταν συνέστησαν τα «εγκλήματα κατά της ειρήνης».
Η υπεράσπιση αμφισβήτησε την ανεξαρτησία και την αμεροληψία του δικαστηρίου, αφού τόσο αυτό όσο και η ακροαματική διαδικασία είχαν οριστεί κατά την άποψη της από τους εχθρούς -νικητές και κατακτητές της Γερμανίας. Στο επιχείρημα αυτό απάντησε ο διαπρεπής Γερμανός νομικός και φιλόσοφος Καρλ Γιασπερς λέγοντας: «Η δίκη είναι αποτέλεσμα της πραγματικότητας ότι δεν απελευθερωθήκαμε εμείς από την εγκληματική κυβέρνηση, αλλά την ανατροπή της την πέτυχαν οι Σύμμαχοι». Τριβές προκλήθηκαν και για το ζήτημα της διάκρισης των εξουσιών. Οι απεσταλμένοι της Γαλλίας και της Σοβιετικής Ένωσης, οι οποίοι είχαν επεξεργαστεί το «Καταστατικό του Λονδίνου» και άρα συμμετείχαν νομοθετικά, ήταν στη συνέχεια και δικαστές.
Στο επίκεντρο της Δίκης βρισκόταν φυσικά οι καταθέσεις των κατηγορουμένων. Μεγάλο ενδιαφέρον απέκτησε η προσωπική αντιπαράθεση της κατηγορούσας αρχής με τους άλλοτε ισχυρούς άνδρες του Γ’ Ράιχ. Οι διαξιφισμοί μεταξύ του Jackson και του Γκέρινγκ, για παράδειγμα, τροφοδότησαν για αρκετές μέρες την αρθρογραφία γνωστών αμερικανικών και βρετανικών εντύπων.
Βέβαια, η κατηγορούσα αρχή δεν ανέμενε ότι θα αποσπούσε από τους κατηγορουμένους σημαντικές αποκαλύψεις για τη λειτουργία του τρομοκρατικού συστήματος εξουσίας που οι ίδιοι είχαν επιβάλλει. Εξάλλου η ύπαρξη πολλών γερμανικών εγγράφων (διαταγών κτλ) βεβαίωνε του λόγου το αληθές. Επίσης σημαντικές καταθέσεις, όπως για παράδειγμα αυτή του Χέρμαν Φρίντιχ Γκρέμπε που αναγνώστηκε στης 27 Ιουλίου 1946 στο Δικαστήριο, δεν άφηναν καθόλου περιθώρια αμφισβήτησης των ναζιστικών εγκλημάτων. Ο Γκρέμπε ήταν διευθυντής μιας γερμανικής οικοδομικής εταιρίας που πραγματοποίησε έργα στην Ουκρανία, το διάστημα 1941-1944. Εκεί έγινε μάρτυρας της μαζικής δολοφονίας στο Ντούμπνο της 5ης Οκτωβρίου 1942.
Την 1η Οκτωβρίου 1946 το «Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο» της Νυρεμβέργης ανακοίνωσε στους 22 κατηγορουμένους Γερμανούς εγκληματίες πολέμου την ετυμηγορία του. Συνολικά εκδόθηκαν 12 θανατικές καταδίκες (όλες δια απαγχονισμού), τέσσερις κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν σε φυλάκιση μεταξύ 10 και 20 ετών, τρείς σε ισόβια κάθειρξη και τρείς αθωώθηκαν. Οι Γκέρινκγ και Λέι αυτοκτόνησαν έγκαιρα πριν τιμωρηθούν για τα εγκλήματα που είχα διαπράξει. Ο Μπόρμαν καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο. Οι ποινές φυλάκισης εκτίθηκαν στις «Συμμαχικές Φυλακές Εγκληματιών Πολέμου» του Σπάνταου στο Βερολίνο. Όσοι απαλλάχθηκαν από τις κατηγορίες υποχρεώθηκαν να παρακολουθήσουν το ειδικό πρόγραμμα «αποναζιστικοποίησης» των Συμμάχων.
Μετά τη Δίκη, στο «Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο» έλαβαν χώρα στη Νυρεμβέργη από το 1946 μέχρι το 1948 και άλλες 12 δίκες (όχι διεθνείς) σε αμερικανικά στρατιωτικά δικαστήρια, με 177 κατηγορουμένους, από τους οποίους 24 καταδικάστηκαν σε θάνατο (σε 12 από αυτούς απονεμήθηκε τελικά χάρη), 120 σε ισόβια κάθειρξη ή χρονικά περιορισμένες ποινές φυλάκισης (μέχρι το 1956 είχαν απελευθερωθεί όλοι οι κρατούμενοι) και 35 απαλλάχθηκαν από όλες τις κατηγορίες. Ανάμεσα στους κατηγορουμένους βρίσκονταν υπουργοί του Ράιχ, γραμματείς σε κρατικές υπηρεσίες, στρατάρχες και στρατηγοί, μέλη των Ες-Ες και της Γκεστάμπο – κυρίως των «ειδικών μονάδων» και της «οικονομικής διοικητικής κεντρικής υπηρεσίας των Ες -Ες», γιατροί που πραγματοποίησαν «ιατρικά πειράματα» σε κρατουμένους, δικαστές και υπάλληλοι της Δικαιοσύνης και τέλος βιομήχανοι και τραπεζίτες (όπως ανώτατα στελέχη της I.G.Farben και της Dresdner Bank) που κατηγορήθηκαν για τη λεηλασία των κατεχόμενων χωρών και τη στυγνή εκμετάλλευση ξένων εργατών.
Η Διεθνής Δίκη Εγκληματιών Πολέμου της Νυρεμβέργης υπήρξε αναμφισβήτητα κορυφαίο γεγονός στην ιστορία του Διεθνούς Δικαίου. Για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία έπρεπε να αναλάβουν τις ποινικές ευθύνες πολιτικοί, στρατιωτικοί, και οικονομικοί ηγέτες του αντίπαλου στρατοπέδου για εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Ο Αμερικανός κατήγορος Robert Jackson, κύριος οργανωτικός μοχλός της διεξαγωγής της Δίκης, σημείωσε στην καταληκτική ομιλία του: «Αυτός ο νόμος, ο οποίος θα εφαρμοστεί σε λίγο στους Γερμανούς επιτιθέμενους, οφείλει να εμποδίσει την επιθετική συμπεριφορά κάθε άλλου έθνους στο μέλλον, συμπεριλαμβανομένων κι αυτών που δικάζουν σήμερα.». Κανένας επιθετικός πόλεμος δεν θα έπρεπε – τουλάχιστον από ηθικής πλευράς – να γίνει πλέον αποδεκτός, όπως και ούτε εγκλήματα κατά αμάχων ή αιχμαλώτων στρατιωτών – αυτό ήταν μια σημαντική παρακαταθήκη της «Δίκης του Αιώνα».
______________________________________
Πηγές
-Ευγένιος Αρ. Γιαρένης, «Η τελευταία πράξη της τραγωδίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου -Η Δίκη ενώπιον του Διεθνούς Στρατιωτικού Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης», Στρατιωτική Επιθεώρηση (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2008)
-Βασίλης Ραφαηλίδης «Θερμοί και Ψυχροί Πόλεμοι» εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 1996