«500 λέξεις από την οπτική της εκπαιδευτικής κοινότητας»
Γράφει o Βασίλης Συμεωνίδης
Η καθημερινότητα στο σχολείο έχει πολλές πτυχές χαράς και λύπης. Μιλάς με τους συναδέρφους για μύρια πράγματα, κυρίως για τα παιδιά, για τα προβλήματά τους, για το μάθημα, για την ύλη. Αν κάποιος κρυφακούσει μία παρέα εκπαιδευτικών τέτοιες «βαρετές» για τους άλλους κουβέντες θα ακούσει. Ακόμα, μοιράζεσαι με τους συναδέρφους τα στενόχωρα και τα ευχάριστα, τις ματαιώσεις και τις ελπίδες. Μιλάς ήρεμα με κατανόηση, μιλάς με θυμό, αντιπαρατίθεσαι. Βιάζεσαι να πας στην αίθουσα, αργείς να πας στην αίθουσα. Κουβαλάς μαζί σου τις τόσες έγνοιες, όπως και κάθε άνθρωπος, τις ξεχνάς μπροστά στους μαθητές ή κάνεις πως τις ξεχνάς. Και δεν είναι μόνο η αίθουσα. Όλοι ξέρουν ότι, σε κάθε δουλειά, πίσω από καθετί που φαίνεται κρύβεται πάντα χρόνος και δουλειά πολλαπλάσια που δεν φαίνονται. Χαρτιά, χαρτιά, χαρτιά, διαγωνίσματα που κάποιος ετοιμάζει και διορθώνει, απουσίες και δικαιολογητικά, καρτέλες, μητρώα, πρακτικά, έλεγχοι και απολυτήρια, υπηρεσιακές υποχρεώσεις, επιμόρφωση και σεμινάρια… Πολλά, όμως στο σχολείο μπορείς να κοιτάς τους συναδέρφους και τους μαθητές στα μάτια. Μιλάς με τον διευθυντή σαν άνθρωπος προς άνθρωπο. Συμφωνείς ή διαφωνείς, συνεννοείσαι.
Βέβαια, η κοινωνία λίγα πράγματα απ’ όλα αυτά αντιλαμβάνεται. Καθένας δοσμένος στον δικό του αγώνα εμπιστεύεται για την μισή μέρα το παιδί του στο σχολείο. Εγκλωβισμένος στα προβλήματα της δικής του καθημερινότητας δεν βρίσκει χρόνο να δει τι συμβαίνει γύρω από το παιδί του. Προφανώς και δεν πρόκειται για συνειδητή αδιαφορία, που παύει μόνο σε περιπτώσεις απεργιών ή μαθητικών καταλήψεων. Είναι απλά το καθρέφτισμα της «εκτίμησης» που δείχνει η εκπαιδευτική πολιτική στους δασκάλους. Ξέρετε, αυτούς που κάθονται τρεις μήνες το καλοκαίρι, ένα μήνα Πάσχα και Χριστούγεννα• γενικώς, αυτούς που κάθονται ανάξιοι και δεν δουλεύουν, ακόμα και όταν ασχολούνται με τα παιδιά του κόσμου, ακόμα και όταν πασχίζουν να διδάξουν δυο-τρία πράγματα. Κι ας, όταν έχουμε τα παιδιά στο σπίτι, η πρώτη κουβέντα όλων μας είναι «πότε θ’ ανοίξουν τα σχολεία να ησυχάσω».
Όμως, στην εποχή της κρίσης τα πράγματα άλλαξαν οριστικά και στα σχολεία• όχι μόνο τα οικονομικά, αλλά οι όροι της εργασίας και η ταυτότητα του εκπαιδευτικού λειτουργήματος συνθλίβονται σε κουτάκια αξιολογικά. Από την άλλη, δεν είναι δύσκολο να συμφωνήσουμε ότι δεν έχουμε το σχολείο που θέλουμε. Το σχολείο της γνώσης ή καλύτερα: της χαρούμενης γνώσης. Ένα σχολείο που θα προσφέρει στους μαθητές την εσωτερική ικανοποίηση της μάθησης και στους εκπαιδευτικούς την πληρότητα για την πρόοδο των μαθητών τους. Χρειάζεται συναίνεση για να πετύχουμε κάτι τέτοιο. Δηλαδή θα πρέπει να συμφωνήσουμε προς την ίδια κατεύθυνση και με τους κατάλληλους τρόπους όλοι: η κοινωνία, η εκπαιδευτική κοινότητα, η εκπαιδευτική πολιτική. Αλλά στις μέρες μας, πολύ καθαρά η εκπαιδευτική πολιτική βρίσκεται σε άλλη κατεύθυνση απ’ ότι η εκπαιδευτική κοινότητα. Ενίοτε και ευθέως αντίθετη, εχθρική κατεύθυνση που επιβάλλεται με την ισχύ.
Είναι σαφές ότι αυτό το κείμενο είναι γραμμένο από την οπτική της εκπαιδευτικής κοινότητας, όπως την καταλαβαίνω. Σ’ αυτήν νιώθω ότι ανήκω εξάλλου και σ’ αυτήν θέλω να ανήκω, στις χαρές και τις λύπες της δικής της καθημερινότητάς υπηρετώντας με επίγνωση την εκπαίδευση των νέων.
Το ερώτημα είναι πλέον αν υπάρχει εκπαιδευτική κοινότητα… ή μήπως «είμαστε μόνοι μας»;
υγ. το κείμενο αυτό γράφτηκε την Τετάρτη, 18 Ιουνίου, η τελευταία περίοδος προστέθηκε την Κυριακή, 22 Ιουνίου