«Η έννοια της φιλοξενίας ανά τους αιώνες»
Γράφει η Κατερίνα Φωτιάδου
Κατά τους ομηρικούς χρόνους, η αποδοχή ενός ξένου για φιλοξενία λεγόταν «εστιάν» ή «ξενίζειν» ή «ξενοδοχείν». Ο ξένος με την άφιξή του έκανε ευχές στην οικογένεια που τον φιλοξενούσε και στην αναχώρηση δεχόταν δώρα. Όταν εμφανιζόταν ένας ξένος, ο κύριος του σπιτιού ή στην περίπτωση σύμφωνα με τους αρχαίους Έλληνες «ξενοδόχος» ή «στεγανόμος», ή «εστιοπάμμων» ή «ναύκληρος», τον προσκαλούσε στο σπίτι του και παρέθετε γεύμα προς τιμή του.
Η πρόσκληση σε γεύμα λεγόταν «επί ξενία καλείν». Ο ξένος μετά από το καθιερωμένο λουτρό, φορούσε τα πολυτελή ενδύματα που του προσέφερε ο οικοδεσπότης και στη συνέχεια καθόταν τιμητικά σε θρόνο. Το γεύμα συνήθως διαρκούσε πολύ, ενώ στη συζήτηση συμμετείχε και η οικοδέσποινα. Ο ξένος μετά από τα γεύματα έλεγε κάποια ιστορία ή κάποιο ανέκδοτο. Στην περίπτωση που κάποια ημέρα της φιλοξενίας δεν έτρωγε μαζί με τον ξενοδόχο του, τότε αυτός του έστελνε τρόφιμα στον ξένο του.
Στους πρώτους ιστορικούς χρόνους βελτιώθηκαν οι συγκοινωνίες με αποτέλεσμα την ανάπτυξη του εμπορίου. Οι πολιτείες και οι κοινωνίες ήκμαζαν, όπως επίσης οι επιστήμες και οι τέχνες. Τα ταξίδια τότε έγιναν συχνά και πήραν μαζικό χαρακτήρα σε περιόδους αγώνων και εορτών. Οι ελληνικές πόλεις, σε περιπτώσεις εορτών, αθλητικών εκδηλώσεων και πανηγυρισμών, εκτός από το πλήθος των επισκεπτών, δέχονταν και αντιπροσωπείες από άλλες πόλεις. Τότε με τη μεσολάβηση της πολιτείας, η φιλοξενία ανατέθηκε σε ορισμένους πολίτες οι οποίοι αντιπροσώπευαν την πόλη, οπότε δημιουργήθηκε ο θεσμός της δημόσιας φιλοξενίας. Η δημόσια φιλοξενία συνήθως δημιουργούσε ισχυρούς δεσμούς ανάμεσα στις πόλεις, με αποτέλεσμα να συνάπτονται συνθήκες αμοιβαίας φιλοξενίας.
Την προστασία των ξένων σε κάθε πόλη επέβλεπαν οι «πρόξενοι», δηλαδή οι επίσημοι αντιπρόσωποι των άλλων πόλεων, μετά από ειδική συνθήκη που υπογράφονταν για αυτό. Έτσι δημιουργήθηκε ο θεσμός της «προξενίας». Ο θεσμός της προξενίας ισχυροποιήθηκε από την καθιέρωση των νομισμάτων σαν ανταλλακτικό ενδιάμεσο και από την διάδοση της γραφής και οδήγησε σε συνθήκες φιλίας πολλές ελληνικές πόλεις, αλλά και ελληνικές με ξένες πόλεις επίσης. Η συνθήκη προξενίας, συντάσσονταν και χαράσσονταν σε μαρμάρινες στήλες, ενώ ορισμένες φορές οι εκπρόσωποι αντάλλασσαν σύμβολα αμοιβαίας αναγνώρισης, όπως συνηθίζονταν στην περίπτωση της ιδιωτικής ξενίας. Την εποχή αυτή, η λέξη «ξενία», πολλές φορές χρησιμοποιήθηκε για να εκφράσει την έννοια της φιλίας. Σταδιακά δε ο θεσμός της προξενίας έβαλε τις βάσεις για να διαμορφωθεί και να λειτουργήσει ένας τύπος διεθνούς δικαίου μεταξύ των πόλεων -κρατών.
Κάθε καλεσμένος μπορούσε να φέρει όποιον ήθελε σε γεύμα. Αυτή n συνήθεια γέννησε μάλιστα μια ιδιαίτερη κατηγορία ανθρώπων, στην οποία έδωσαν το περιφρονητικό παρατσούκλι “παράσιτα”. Ο Πλούταρχος έγραψε ένα ολόκληρο κεφάλαιο αφιερωμένο στο πρόβλημα: ως ποιο Βαθμό μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς αυτό το δικαίωμα χωρίς να ξεπεράσει τα όρια της καλής συμπεριφοράς.
Στο “Συμπόσιο” ο Πλάτωνας διηγείται ότι ο Αριστόδημος συνάντησε τον Σωκράτη με επίσημο ένδυμα και μαθαίνοντας ότι πηγαίνει στο τραπέζι του Αγάθωνα, αποφάσισε να τον συνοδεύσει αν και δεν ήταν καλεσμένος. Στο δρόμο ο Σωκράτης, απασχολημένος καθώς ήταν με ένα φιλοσοφικό πρόβλημα, Βράδυνε το βήμα του. Ο Αριστόδημος δεν παρατήρησε ότι ο φιλόσοφος έμεινε πίσω και μπήκε μόνος στο σπίτι του Αγάθωνα. Παρ’ όλα αυτά δεν βρέθηκε σε δυσάρεστη θέση: οι θύρες ήταν διάπλατα ανοιχτές, και ένας δούλος τον οδήγησε αμέσως στην τραπεζαρία, όπου ο Αγάθωνας τον υποδέχτηκε με μεγάλη χαρά, λέγοντάς του ότι ήθελε να τον καλέσει προσωπικά, μα δεν μπόρεσε να τον βρει.
Μόλις οι προσκαλεσμένοι έμπαιναν στο σπίτι, οι δούλοι τούς έβγαζαν τα υποδήματα. Θεωρούνταν αταίριαστο να κυκλοφορεί κανείς μέσα στο σπίτι με τα πέδιλα με τα οποία βάδιζε στο δρόμο. Πριν καθίσουν οι καλεσμένοι στο τραπέζι, τους έπλεναν και τους αρωμάτιζαν τα πόδια.
Μα ούτε κι ύστερα απ’ αυτή τη διαδικασία ήταν ωραίο να ρίχνεται κανείς στο φαγητό. Προηγούμενα οι καλεσμένοι περιφέρονταν στα δωμάτια, θαύμαζαν τα έπιπλα και τα αντικείμενα διακόσμησης και επαινούσαν την καλαισθησία του νοικοκύρη. Οι Έλληνες έδιναν μεγάλη σημασία στους καλούς τρόπους. Αυτό ζητούσε n εθιμοτυπία. Η συνήθεια να τρωει κανείς ξαπλωμένος, αν και άγνωστη στην ομηρική εποχή, ήταν παρ’ όλα αυτά πολύ παλιά, όπως αποδεικνύεται από τα ζωγραφισμένα αγγεία του 7ου αιώνα.
Σε κάθε κρεβάτι κάθονταν δυο άνθρωποι. Ξαπλώνονταν ακουμπώντας με τον αριστερό αγκώνα σε μαξιλάρι, έτσι που το στήθος τους ήταν μισοσηκωμένο. Αφού καθόταν όλος ο κόσμος, οι υπηρέτες έχυναν νερό στους καλεσμένους τους για να πλύνουν τα χέρια τους. έπειτα έφερναν κάτι τραπεζάκια χαμηλά, πάνω στα οποία ήταν έγκαιρα τακτοποιημένα τα φαγητά. ‘Έφερναν τόσα τραπεζάκια όσα κρεβάτια ήταν στην αίθουσα, δηλαδή σε κάθε τραπεζάκι έτρωγαν δύο άνθρωποι. Οι Έλληνες δεν χρησιμοποιούσαν πιρούνια και μαχαίρια. Κουτάλια είχαν, αλλά προτιμούσαν να τα αντικαθιστούν με μια κόρα ψωμί. Το φαγητό το έπιαναν με τα χέρια. Τις μερίδες τις σέρβιραν ψιλοκομμένες για να πιάνονται εύκολα.
Εν συνεχεία Κάποιοι αξιώθηκαν να φιλοξενήσουν αγγέλους εξαιτίας της μεγάλης προθυμίας σε αυτή την αρετή, στην Π. Δ. ο Λοτ, μη γνωρίζοντας ότι οι 2 ξένοι επισκέπτες ήταν άγγελοι, τους προστάτεψε από την μανία των Σοδομιτών και με αυτή την πράξη αμείβεται και ακούει την προτροπή να φύγει μαζί με την οικογένειά του από την πόλη που σε λίγο θα καιγόταν. Επίσης ο Αβραάμ του οποίου η φιλοξενία έμεινε παροιμιώδης στην ιστορία γιατί αξιώθηκε να δεχθεί στην κατοικία του Εκείνον που δεν μπορούν να χωρέσουν οι ουρανοί, τον Τριαδικό Θεό με τη μορφή αγγέλων και γι αυτή την αρετή αμείβεται με την ευλογία της τεκνογονίας.
Στην Κ. Δ. ο Χριστός μας με την παραβολή της τελικής κρίσεως αποκαλεί ευλογημένους που θα κληρονομήσουν την βασιλεία του Θεού, όσους τον φιλοξένησαν «ξένος ήμην και συναγάγετέ με», από την άλλη όμως πλευρά για όσους δεν τήρησαν αυτή την εντολή τους αποκαλεί καταραμένους και τους καταδικάζει στην αιώνια κόλαση. Ο Απ. Παύλος στην προς Εβρ. Προτρέπει: «της φιλοξενίας μη επιλαμβάνεσθε » δηλ. μη λησμονείτε την φιλοξενία.
Σήμερα όταν μιλά κάποιος για φιλοξενία το θεωρεί ατυχία-κούραση-έξοδα-μπελά. Αυτό το συναίσθημα όμως οφείλεται στις υπερβολικές απαιτήσεις που έχουν οι άνθρωποι της εποχής μας,. Δεν χρειάζονται ακριβά φαγητά και δώρα αλλά η στοιχειώδης περιποίηση, ένα βλέμμα κατανόησης, φιλική έγνοια, να ρωτήσεις για τη ζωή του φιλοξενούμενου, να τον παρηγορήσεις. Αντίθετα η αδιαφορία και η ψυχρότητα είναι ‘’ η ύβρη της σιωπής ‘’(Ευριπίδης).
Όπως πάντα όταν εξετάζουμε ένα απροϋπόθετο αξίωμα ή μια κατευθυντήρια ιδέα, μπορεί να βρεθούμε ενώπιον μιας αντίφασης, αν όχι μιας αντινομίας. Εδώ πρόκειται για την ιδέα που μετασχηματίζει το φιλοξενούμενο σε εισβολέα και εχθρό, που μετατρέπει δηλαδή τον hospes(φιλοξενούμενο) σε hostis (εχθρό) – κι εδώ επιστρέφουμε κατά κάποιο τρόπο στην αρχή, αν είναι αλήθεια ότι ο πρώτος όρος (hospes) δεν αποτελεί παρά μια μεταστροφή του δεύτερου(hostis). Ο Μισέλ Σερ (Michel Serres), έχει, σε ένα ανάλογο πλαίσιο, μιλήσει για το «παράσιτο», που είναι πάντα ένα ρίσκο για τη φιλοξενία.
Μπορούμε να σκεφτούμε εδώ τον Φουριέ, του οποίου η παγκόσμια ουτοπία ή «Αρμονία» αποτελεί επίσης μια καθολική φιλοξενία, όπου ο καθένας συναντά παντού την υποδοχή και την αμοιβαιότητα. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν υπάρχει κίνδυνος παρασιτισμού ή επίθεσης. Οι «σταυροφορίες» στην «Αρμονία» δεν είναι πλέον πόλεμοι και οι «βιομηχανικοί στρατοί» δεν μετακινούνται σε άλλη περιοχή παρά μόνο για να την ευεργετήσουν στο όνομα της «Αρμονίας». Ένα άλλο παράδειγμα που δίνει ο Φουριέ είναι αυτό του «ερωτικού ιππικού» και της «εξαγοράς των αιχμαλώτων», στο Νέο ερωτικό κόσμο. Με μια αντιστροφή νοήματος, δηλαδή, η ουτοπία ιδιοποιείται προτάσεις, τις οποίες ο πολιτισμός – «ανεστραμμένη διάταξη» – θεωρεί διαστροφικές και τις καθιστά αδύνατες. Μόνο στην εταιρική «Αρμονία» – «αξιόπιστη διάταξη» – μπορεί να τις δούμε να πραγματοποιούνται. «Αυτός είναι ο λόγος που λέγω κι έχω γράψει σε όλα μου σχεδόν τα κείμενα πως η καθολική και απροϋπόθετη φιλοξενία είναι η ουτοπία μας. Είναι απαραίτητο να συγκρατήσουμε αυτή την ιδέα, ακόμη και αν στην παρούσα κατάσταση πραγμάτων, είναι αδύνατον να την εφαρμόσουμε κατά γράμμα». Θα αναφερθώ σε μια πρόταση του Μωρίς Μπλανσό (Maurice Blanchot), η οποία αποτελεί παράθεμα από τον Γκαίτε, (χωρίς να δίνεται η ακριβής παραπομπή): «επιδιώκοντας το αδύνατο, ο καλλιτέχνης επιτυγχάνει το σύνολο του εφικτού». Υπό αυτή την έννοια, η άσκηση της φιλοξενίας εμπίπτει σε μιαν αισθητική, μιαν «αισθητική της ζωής», πολύ περισσότερο από ό,τι σε ένα δόγμα δικαίου ή ηθικότητας.
___________________________________
Πηγές
-Η Ομηρική φιλοξενία και ο τουρισμός στην Αρχαία Ελλάδα
από Χιλιαδάκης, Στέλιος Ε.
Τυπ. Ανδρ.Σιδέρη, 1947
-Δος μοι τούτον τον ξένον: παλαιές και νέες όψεις : ξενίας,ξενιτείας, ξενιτιάς,εξόδου,διασποράς, εξόδου
από Καμπερίδης Λάμπρος
Ίνδικτος, 2006