«Το φαινόμενο του αντιρατσισμού»
Γράφει η Κατερίνα Φωτιάδου
Το Υπουργείο Παιδείας της Νορβηγίας αρχικά ανέθεσε το αντιρατσιστικό πρόγραμμα στο Νορβηγικό Κέντρο του Ολοκαυτώματος, αλλά μετά τη φασαρία από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τις αποκαλύψεις για έλλειψη των κατάλληλων διαδικασιών από τα Υπουργεία για τις επιχορηγήσεις, αποφάσισε να υποβάλει την ανάθεση σε δημόσιο διαγωνισμό. Το Νορβηγικό Κέντρο του Ολοκαυτώματος, το Κέντρο Wergeland και η Σχολή Έρευνας στο Πανεπιστήμιο του Όσλο κέρδισαν τελικά την προσφορά.
Οι Νορβηγοί εκπαιδευτικοί θα πρέπει να εκπαιδευτούν στην καταπολέμηση του ρατσισμού.
«Δεν μπορούμε να αποτρέψουμε έναν άλλο Breivik, αλλά μπορούμε να βοηθήσουμε τους νέους να πάρουν θέση», λέει ο ερευνητής Rolf Mikkelsen.
“Πρόκειται να είναι ένα από τα πιο περίπλοκα επιτεύγματα στα νορβηγικά σχολεία», λέει ο Rolf Mikkelsen, ένας ερευνητής στο Πανεπιστήμιο του Όσλο, στην εφημερίδα Klassekampen
Στο ποινικό δίκαιο στην Ελλάδα διώκονται μόνο πράξεις και όχι σκέψεις, ιδεολογίες και πάσης φύσεως κίνητρα. Ο δε λόγος που γίνεται αυτό δεν είναι μόνο δικαιϊκός αλλά και πρακτικός, καθότι η διείσδυση στην ψυχή, το ασυνείδητο και τα κίνητρα του δράστη προκειμένου να στοιχειοθετηθεί μία κατηγορία (και όχι απλά για να επιμετρηθεί η ποινή) θα οδηγούσε σε ατελείωτες δίκες με αμφιβόλου ορθότητας αποτελέσματα.
Ως πράξη εννοείται η ανθρώπινη εκούσια συμπεριφορά δια της οποίας επέρχεται μεταβολή στον εξωτερικό κόσμο (εξωτερίκευση του εσωτερικού κόσμου του προσώπου). Οι σκέψεις, απόψεις, επιθυμίες και συναισθήματα δεν επιφέρουν ουδεμία μεταβολή στον εξωτερικό κόσμο και γι’ αυτό δεν εμπίπτουν στην έννοια της πράξης και ως εκ τούτου δεν μπορούν να διωχθούν ποινικά. Γι’ αυτό λοιπόν ο νόμος απαγορεύει πράξεις και η εκάστοτε ποινική δίωξη ασκείται κατά πράξης (inrem), ΠΚ 14: έγκλημα είναι πράξη άδικη και καταλογιστή στο δράστη της, η οποία τιμωρείται από το νόμο.
Φυσικά, οι όποιες ρατσιστικές απόψεις κατά ατόμων, κοινωνικών ομάδων ή φυλών, είναι ηθικά αποδοκιμαστέες. Το τι πιστεύει όμως ενδόμυχα κάποιος σε προσωπικό επίπεδο δεν απασχολεί το ποινικό δίκαιο γιατί σε αντίθετη περίπτωση τα Δικαστήρια θα αναλώνονταν σε ατέρμονες ψυχολογικές αναλύσεις των δραστών, και μάλιστα στην περίπτωση του ρατσισμού, σε ατελείωτες συζητήσεις που απαιτούν επιστημονικές γνώσεις γλωσσολογικές, ιστορικές, θρησκευτικές και όχι μόνο νομικές.
Αφού φύγουμε από την ποινική διάσταση του θέματος και πάμε στην πολιτική, πρέπει να παραδεχτούμε ότι κάποιος που διατυμπανίζει ρατσιστικές απόψεις περί «υπανθρώπων» και καλλιεργεί μίσος κατά άλλων κοινωνικών ομάδων (είτε είναι άλλο φύλο, άλλη φυλή, άλλη ιδεολογία) μπορεί με τυπικό νόμο, κατά την βούληση της εκάστοτε νομοθετικής εξουσίας, να υποστεί πολιτικές κυρώσεις λόγω απειλής της Δημόσιας Τάξης (δηλ. υπονόμευση του κρατικού, κοινωνικού και οικονομικού συστήματος της χώρας, βλ αρ. 3 του ΑΚ) και αντίθεσης στα χρηστά ήθη.
Οι τέτοιου τύπου επικοινωνιακές τακτικές για συσπείρωση των απογοητευμένων ψηφοφόρων ανήκουν οριστικά στο χρονοντούλαπο της ελληνικής ιστορίας και στα σκονισμένα συρτάρια αδίστακτων καθηγητών πολιτικής προπαγάνδας.
_____________________________________
Πηγές
Εφαρμογή προγραμμάτων που προωθούν την ισότητα στην κοινωνία ΚΑΛΛΙΠΑΤΕΙΡΑ