«Ζερμιναλ» του Εμιλ Ζολά. Γράφει η Κατερίνα Φωτιάδου«Ζερμινάλ» του Εμίλ Ζολά

Κατερίνα Φωτιάδου 

Γράφει η Κατερίνα Φωτιάδου

Ζερμινάλ, ο μήνας της Άνοιξης. Έτσι λεγόταν ο έβδομος μήνας του χρόνου – που άρχιζε στις 21 Μαρτίου και έληγε στις 19 Απριλίου – κατά τη Γαλλική Επανάσταση. Είναι ο μήνας που «βλάστησε» η επανάσταση των εργατών στα ανθρακωρυχεία. Μια σκοτεινή νύχτα αυτού του μήνα – νύχτα χωρίς άστρα, πνιγμένη σε σκοτάδι πυκνό και μαύρο σαν μελάνι – διάλεξε ένας άνθρωπος για να φτάσει στα ορυχεία του Βορέ. Εκεί, ψάχνοντας για δουλειά, γνώρισε το ερωτικό πάθος και τη βία της εξέγερσης.

Μια ιστορία βίας, έρωτα, αίματος και αθλιότητας. Μια ιστορία ανθρώπων κάθε φύλου και κάθε ηλικίας, που δουλεύουν σκυφτοί μέσα στα λαγούμια, έχοντας τη λάσπη δεύτερο δέρμα τους και τα νερά μόνιμο σύντροφό τους.

«Τώρα στο χωριό τα φώτα έσβηναν. Μια τελευταία πόρτα βρόντηξε. Οι γυναίκες και τα μικρά παιδιά ξανάπεφταν για ύπνο στα κρεβάτια στα οποία τώρα μπορούσαν να απλωθούν με την άνεσή τους. Και από το σκοτεινό χωριό ως το Βορέ, διακρίνονταν σκιές που κινούνταν αργά μέσα στο σφοδρό άνεμο. Ήταν οι ανθρακωρύχοι που πήγαιναν να δουλέψουν, κουνώντας τους ώμους στεναχωρημένοι, σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος, ενώ πίσω τους το ψωμάκι, σχημάτιζε σε όλους μια καμπούρα. Ντυμένοι με λεπτά ρούχα έτρεμαν από το κρύο. Γι αυτό δε βιάζονταν. Βάδιζαν διασκορπισμένοι κατά μήκος του δρόμου, βγάζοντας το χαρακτηριστικό ήχο των αγελών».

Οι αντιλήψεις του Ζολά, σύμφωνα με τις οποίες το μυθιστόρημα αποτελεί μια επιστημονικά τεκμηριωμένη αποτύπωση της πραγματικότητας , ήταν ο λόγος που ορισμένα μυθιστορήματα των Ρουγκόν − Μακάρ πήραν έναν εντελώς μηχανιστικό χαρακτήρα. Όμως σ’ εκείνα στα οποία ξεπέρασε το θεωρητικό δογματισμό του έδωσε συγκλονιστικές εικόνες της κοινωνικής ζωής, διεισδυτικές αναλύσεις των ανθρώπινων παθών και αισθαντικές επαφές της φύσης ή της πόλης. Από τα σημαντικότερα έργα του κύκλου είναι και το Ζερμινάλ μια δυνατή περιγραφή της ζωής, των οραμάτων, των αγώνων των ανθρακορύχων.

Οι αντιδράσεις κατά του νατουραλισμού ισχυροποιήθηκαν μέσα στη δεκαετία του 1880, σ’ αυτούς τους προσανατολισμούς του Ζολά, σοβαρό ρόλο έπαιξε η επιρροή που δέχτηκε από τις σοσιαλιστικές ιδέες – εμφανείς ήδη στο Ζερμιναλ – και ιδίως από τον Φουριέ.

«Η οχλοβοή συνεχιζόταν και ο Ετιέν απολάμβανε τη μέθη της δημοτικότητας του. Ο Σουβάριν, αν είχε καταδεχτεί να έρθει, θα είχε επιδοκιμάσει τις ιδέες του, αναγνωρίζοντάς τες και θα ήταν ευχαριστημένος από τις αναρχικές ιδέες του μαθητή του και ικανοποιημένος από το πρόγραμμά του, εκτός βέβαια από αυτά που είπε για την εκπαίδευση, τα οποία αποτελούσαν ένα λείψανο αισθηματικής ανοησίας γιατί η αγία και σωτήρια αμάθεια, θα πρέπει να είναι το λουτρό όπου θα αναβαπτίζονταν οι άνθρωποι. Όσο για τον Ρασενέρ κουνούσε το κεφάλι του με θυμό και καταφρόνια.»

Το τεράστιο πεζογραφικό έργο του Ζολά (την ποίηση την εγκατέλειψε νέος, αλλά με το θέατρο ασχολήθηκε σε όλη του τη ζωή, με μικρή ωστόσο επιτυχία) δέσποσε στην εποχή του παρά τις αντιρρήσεις που προκάλεσε. Όπως έγραφε ο Φλομπέρ σε μια επιστολή του το 1880 «είναι ένας κολοσσός με βρώμικα πόδια, αλλά κολοσσός». Η επίδραση του στην παγκόσμια λογοτεχνία υπήρξε ισχυρή και μακρόχρονη. Στην Ελλάδα τα έργα του διαβάστηκαν πολύ, σε αναρίθμητες μεταφράσεις. Οι μεταγενέστεροι Γάλλοι συγγραφείς ακολούθησαν άλλους δρόμους, όμως ο μυθιστορηματικός κόσμος που δημιούργησε ο Ζολά παρέμεινε ζωντανός και σήμερα αναγνωρίζεται ως ένα από τα επιβλητικότερα επιτεύγματα της γαλλικής λογοτεχνίας.

Ο αιφνίδιος θάνατός του από ασφυξία που του προκάλεσαν οι αναθυμιάσεις της θερμάστρας στο διαμέρισμά του – η εγκληματική ενέργεια δεν έχει αποκλειστεί – δεν του επέτρεψε να δει την πλήρη αποκατάσταση του Ντρέιφους – που έγινε το 1906. Την κηδεία του παρακολούθησε πλήθος κόσμου και η τέφρα του αποτέθηκε στο Πάνθεον.

«Αλλά ο Ετιέν άφησε το δρόμο της Βαντάμ και βγήκε στο λιθόστρωτο. Στα δεξιά ξεχώριζε το Μονσού, απέναντι ήταν τα χαλάσματα του Βορρέ, η καταραμένη τρύπα που τρεις απορροφητικές αντλίες την άδειαζαν μέρα και νύχτα. Ύστερα ήταν τα άλλα ορυχεία στο βάθος του ορίζοντα: η Βικτουάρ, ο Άγιος Θωμάς, το Φετρί Καντέλ, ενώ κατά το βοριά υψώνονταν οι πύργοι των υψικαμίνων, ενώ οι φούρνοι του κοκ, κάπνιζαν στον καθαρό πρωινό αιθέρα. Αν ήθελε να μη χάσει το τρένο των οχτώ, έπρεπε να βιαστεί γιατί είχε να κάνει άλλα έξι χιλιόμετρα»

___________________________

Πηγή: Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, Εκδοτική Αθηνών