«Ο “Ατυχής” Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897»
Γράφει η Αντιγόνη Καρύτσα
Αφορμή για τον ελληνοτουρκικό πόλεμο που ξέσπασε το 1897 αποτέλεσε η ενεργός ανάμιξη της Ελλάδας στην επανάσταση της Κρήτης και η άρνηση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας να δεχτεί τη διενέργεια δημοψηφίσματος στην Κρήτη. Έμεινε γνωστός και ως «ατυχής», καθώς το αποτέλεσμα ήταν η ήττα της Ελλάδας στο πολεμικό πεδίο. Βέβαια έπαιξε καθοριστικό ρόλο τόσο στην εξέλιξη του Κρητικού Ζητήματος όσο και στις εσωτερικές εξελίξεις της χώρας. Αποτέλεσε τον πρώτο πόλεμο της Ελλάδας μετά τη δημιουργία του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους το 1832.
Η Εθνική Εταιρεία, μια ελληνική μυστική στρατιωτική οργάνωση, όπλισε ατάκτους και στις 27 και 28 Μαρτίου 1897 έστειλε 3.000 στο δυτικό τμήμα του μετώπου της Θεσσαλίας. Στις 17 Απριλίου, η Τουρκία κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα με το πρόσχημα ότι οι έλληνες στρατιώτες παραβίασαν τα σύνορα. Ο οθωμανικός στρατός προχώρησε στο ελληνικό έδαφος και κατέλαβε τη Θεσσαλία. Ο ελληνικός στρατός υποχώρησε άτακτα με αποτέλεσμα την εκκένωση των θεσσαλικών πόλεων και την επικράτηση της απόλυτης καταστροφής. Ο διάδοχος Κωνσταντίνος, με τα ελληνικά στρατεύματα υποχώρησαν στα Φάρσαλα όπου και ανασυντάχθηκαν και πολέμησαν στη μάχη των Φαρσάλων στις 23 Απριλίου. Την επόμενη ημέρα υποχώρησαν στο Δομοκό όπου άντεξαν για δώδεκα μέρες. Η ανακωχή υπογράφτηκε έπειτα από παρέμβαση του τσάρου και αργότερα στις 22 Νοεμβρίου 1897 η ελληνική κυβέρνηση υπέγραψε τη συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως και υποχρεώθηκε να πληρώσει στο σουλτάνο υπέρογκη πολεμική αποζημίωση 4 εκατομμυρίων τουρκικών λιρών. Η Θεσσαλία έμεινε για ένα χρόνο ξανά υποδουλωμένη στους Τούρκους.
Ο ελληνικός στρατός, ανέτοιμος, απροετοίμαστος με ελλιπή εκπαίδευση και οργάνωση στερούνταν αυστηρής στρατιωτικής πειθαρχίας και πολεμοφοδίων και δε μπορούσε να αντιμετωπίσει τον πολυάριθμο, ετοιμοπόλεμο και φανατισμένο οθωμανικό στρατό. Με το πλευρό του ελληνικού στρατού πολέμησαν εθελοντές από όλα τα μέρη της Ελλάδας αλλά και ξένοι όπως ο Ιταλός Ριτσιότι Γκαριμπάλντι και εκατοντάδες Ιταλοί υπό τις διαταγές του.
Ο τουρκικός στρατός πέρασε τη Μελούνα, την Ελασσόνα και τον Τύρναβο και μπήκε στη Λάρισα. Ακολούθησε η οπισθοχώρηση των Ελλήνων, ο τρόμος και ο πανικός του κόσμου που προσπαθούσε να σώσει τη ζωή του. Ο πληθυσμός ακολούθησε το δρόμο της προσφυγιάς. Στους δρόμους έβλεπες ανθρώπους με ζώα φορτωμένα με αποσκευές που εγκατέλειπαν τις θεσσαλικές πόλεις. Εικόνες καταστροφής και ερήμωσης παντού…
Στη συνέχεια εκκενώθηκε η πόλη του Βόλου. Οι κάτοικοί του έφυγαν προς τα νησιά, εγκαταλείποντας πίσω τους πολεμοφόδια, σκηνές, στολές, κιβώτια με ιατροφαρμακευτικό υλικό, ενώ ο πανικόβλητος πρίγκηπας διάδοχος επιβιβάστηκε στο τρένο με την οικογένειά του και τους αυλικούς του για να σωθεί με προορισμό τα Φάρσαλα. Μετά τη μάχη των Φαρσάλων, το ελληνικό στράτευμα οπισθοχώρησε στο Δομοκό καθώς θεωρήθηκε αδύνατη η αντίσταση των 20.000 Ελλήνων απέναντι στους 60.000 Τούρκους. Αλλά και το Επιτελείο εγκατέλειψε το στρατό χωρίς καμία προσπάθεια αναδιοργάνωσης. Mόνο μια ταξιαρχία υπό το συνταγματάρχη Kωνσταντίνο Σμολένσκη ανασυγκροτήθηκε στο Bελεστίνο. Στο Δομοκό δόθηκε η πολύ σημαντική μάχη στις 5 Μαΐου, ενώ ο στρατός υποχώρησε προς τη Λαμία και ο πληθυσμός της πόλης την εγκατέλειψε όπου τελικά στις 19 Μαΐου συνθηκολόγησαν ο Εντέμ Πασάς και ο λοχαγός Κοντογιάννης.
Στην εσωτερική πολιτική επικράτησε σοβαρή κυβερνητική κρίση. Στα τέλη Απριλίου, ο βασιλιάς Γεώργιος ζήτησε την παραίτηση του Δηληγιάννη, δίνοντας εντολή στον Ράλλη, τον αρχηγό της αντιπολίτευσης να σχηματίσει κυβέρνηση. Όμως η αρχιστρατηγία του ελληνικού στρατού παρέμεινε στον άπειρο διάδοχο Κωνσταντίνο και στο Επιτελείο του. Μετά τη συνθηκολόγηση η Ελλάδα αδυνατούσε να πληρώσει την βαρύτατη αποζημίωση και γι’ αυτό της επιβλήθηκε ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος (Δ.Ο.Ε.). Τα εσωτερικά κρατικά έσοδα, που προέρχονταν από τα μονοπώλια αλατιού, σπίρτων, παιγνιόχαρτων, χαρτιού τσιγάρων, έσοδα από την εξόρυξη σμυρίδας στη Νάξο, το φόρο καπνού, το φόρο χαρτοσήμου, τα λιμενικά δικαιώματα του Πειραιά κ.α. τα διαχειρίζονταν εκπρόσωποι της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Αυστρίας, της Γερμανίας και της Ρωσίας. Στόχος ήταν η πληρωμή της αποζημίωσης και των άλλων δανείων της χώρας.
Η συνθηκολόγηση θεωρήθηκε ταπεινωτική τόσο για το έθνος που γρήγορα απεμπόλησε την οικονομική του ανεξαρτησία και ελευθερία, όσο και για το στράτευμα που το εγκατέλειψε ο διάδοχος και το Επιτελείο. Ο ελληνικός λαός έφερε στην ψυχή του βαρύ το φορτίο της προδοσίας και της υποχώρησης. Η θετική εξέλιξη μετά τον πόλεμο ήταν η παραχώρηση αυτονομίας στην Κρήτη το 1898 που συνέβαλε σημαντικά στην προσπάθεια ενσωμάτωσης της περιοχής στην Ελλάδα. Σταδιακά η χώρα μπόρεσε να ανακάμψει οικονομικά και να αναλάβει πλέον νέους νικηφόρους πολέμους όπως τους Βαλκανικούς του 1912-13 που μετασχημάτισαν το χάρτη των ελληνικών συνόρων.