«Ποντιακές λέξεις στα ομηρικά έπη»
Γράφει η Γιώτα Ιωακειμίδου
Η ποντιακή διάλεκτος έχει κατά βάσει ιωνικό υπόστρωμα σε ποσοστό 60%, 20 % είναι ομηρικές λέξεις, 15 % τούρκικες, πολλές εκ των οποίων είναι αντιδάνεια και 5 % άλλες επιρροές (Γενουάτες, πέρσες, Αρμένιους, Άραβες, Ρώσους).
Η ομηρική γλώσσα έχει σπάνια ποικιλομορφία με ανάμειξη διαλεκτικών τύπων, στοιχεία πολλές φορές ανόμοια, αλλά πολλά στοιχεία αιολικά και ιωνικά.
Η ποντιακή διάλεκτος διατήρησε ανέπαφο πολλές φορές ένα σημαντικό τμήμα της ομηρικής γλώσσας. Άλλες πάλι φορές υπάρχουν παραφθορές στη λέξη, αλλά η ρίζα είναι ομηρική.
Το ρήμα ελαύνω διατηρήθηκε ως έχει και μάλιστα με την αρχική του σημασία π.χ. Η καλομάναμ΄ήλασε τα χτήνε σον τσοπανον. οὐ γὰρ πώποτ᾿ ἐμὰς βοῦς ἤλασαν οὐδὲ μὲν ἵππους (Ιλιάδα Α,154)
Ο παρατατικός του ειμί επίσης χρησιμοποιείται με τον ίδιο τύπο: σην πατρίδα, έλεγε η γιαγιαμ, φτωχοί κι έσαν κανείς. κάρτιστοι μὲν ἔσαν καὶ καρτίστοις ἐμάχοντο (Ιλιάδα Α,154).
Τα βοτρύδε,τσαμπιά, ετσάκωσαν τα κλήματα… βοτρυδὸν δὲ πέτονται ἐπ᾽ ἄνθεσιν εἰαρινοῖσιν· ( Ιλιάδα Β ,89)
Λαλάτς, είναι η πέτρα, αλλά και ο φαλακρός, αυτός δηλαδή που το κεφάλι του είναι σαν πέτρα. λᾶαν γάρ μιν ἔθηκε Κρόνου πάϊς ἀγκυλομήτεω· (Ιλιάδα Β,319).
σκυλάζω = βρωμαω σαν σκύλος και σκυλαντέας ο βρωμιαρης, από τη λέξη σκύλαξ, το κουτάβι. σὺν δὲ δύω μάρψας ὥς τε σκύλακας ποτὶ γαίῃ (Οδύσσεια Ι 289)
Λάσκουμαι, τριγυρίζω, από το αλάομαι. ἤ τι κατά πρῆξιν ἦ μαψιδίως ἀλάλησθε.