Γιατί λοιπόν τα ευρωπαϊκά κράτη διεκδικούν για τον εαυτό τους το δικαίωμα να διαδίδουν τον πολιτισμό και τους καλούς τρόπους σε άλλες ηπείρους; Γιατί όχι στην ίδια την Ευρώπη;
Γιόζεφ Ρατ., 1937
Μπορεί στα μάτια μας η Ευρώπη να φαίνεται μια ήπειρος με παλιά κράτη και λαούς, μια ήπειρος με παράδοση στον πολιτισμό, τη δημοκρατία και την κοινωνική πρόνοια, αλλά είναι αυτό αλήθεια; Είναι πράγματι η Ευρώπη όλα αυτά, ή απλά είναι ένας ακόμη μύθος που με τα χρόνια καλλιεργήσαμε και διαδώσαμε; Πόσο παλιά είναι όμως η σημερινή Ευρώπη; Αν κοιτάξουμε την Ευρωπαϊκή ιστορία των τελευταίων εκατό ετών θα δούμε ότι στην πραγματικότητα, αυτό που σήμερα ονομάζουμε Ευρώπη – όχι με την γεωγραφική αλλά με την ευρύτερη πολιτισμική έννοια – είναι ένα πολύ νέο μόρφωμα. Έθνη, όπως η Πρωσία, όχι απλά εξαλείφθηκαν από τον χάρτη αλλά και σβήστηκαν από την μνήμη των ζωντανών ανθρώπων ‒ μια γρήγορη ερώτηση προς τον εαυτό σας για το τι ακριβώς γνωρίζετε για την Πρωσία και την μακρόχρονη ιστορία της θα σας πείσει για του λόγου το αληθές. Άλλα έθνη όπως η Αυστρία αριθμούν λίγες εκατονταετίες ζωής – τρείς για την ακρίβεια – και άλλα πολύ λιγότερες.
Η μοίρα της Ευρώπης σφραγίστηκε πριν ακριβώς από εκατό χρόνια, το 1914. Μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου πολέμου τίποτα πια δεν θα ήταν ξανά ίδιο. Το διάστημα του μεσοπολέμου είναι αυτό που γέννησε τον Φασισμό και τον Κουμμουνισμό. Δυο -ισμοί που άφησαν στα πεδία των μαχών, στα στρατόπεδα συγκεντρώσεων και τα γκουλάγκ πάνω από 100 εκ. νεκρούς. Ο τρίτος -ισμός του 20ου αιώνα, ο καπιταλισμός, άφησε και αυτός τους δικούς του νεκρούς υπερασπιζόμενος με τα όπλα τις υπερπόντιες κτήσεις του και τα κέρδη κάποιων βιομηχάνων. Καθώς το παλαιό ευρωπαϊκό καθεστώς κατέρρεε – μοναρχίες, βασιλευόμενες δημοκρατίες, αποικιοκρατία – τα τρία νέα αυτά αναδυόμενα πολιτικά συστήματα ενέπνευσαν τους λαούς της Ευρώπης. «Ο φιλελεύθερος Γούντροου Γουίλσον επαγγελλόταν έναν κόσμο ασφαλή για την δημοκρατία, ο Λένιν μια κοινοτική κοινωνία απελευθερωμένη από την ανάγκη και απαλλαγμένη από τις εκμεταλλευτικές ιεραρχίες του παρελθόντος. Ο Χίτλερ ονειρευόταν μια φυλή πολεμιστών αποκαθαρμένη από ξένα στοιχεία, που θα εκπλήρωνε το αυτοκρατορικό της πεπρωμένο χάρη στην καθαρότητα του αίματος και την ενότητα του σκοπού της». Αυτά αναφέρει ο Mark Mazower στο βιβλίο του «Σκοτεινή ήπειρος» για τον σκοπό που η κάθε μια από τις αντίπαλες ιδεολογίες πίστευε ότι ήταν προορισμένη να εκπληρώσει.
Τα χρόνια του μεσοπολέμου αποτέλεσαν ένα πολιτικό πείραμα τέτοιας έκτασης και βιαιότητας που όμοιο του δεν ξανασυνάντησε η ανθρωπότητα. Η τελική σύγκρουση των τριών κυρίαρχων ιδεολογιών ήρθε με τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο που έλαβε, κατά κύριο λόγο, χώρα στην Ευρώπη. Μετά το τέλος του πολέμου άρχισε μια αργή και μακριά προσπάθεια να επουλωθούν οι πληγές που αυτός άφησε στην κοινωνία. Τα πρώτα ισχυρά κράτη πρόνοιας με εκτεταμένα συστήματα κοινωνικής ασφάλειας εμφανίστηκαν στην Βορειοδυτική Ευρώπη. Η πρόοδος έγινε κανόνας. Οι πολίτες της Ευρώπης έχουν αναπτύξει ένα νοσταλγικό και ουτοπικό αφήγημα, έναν δικό τους αστικό μύθο για το διάστημα ανάμεσα στον Β’ παγκόσμιο πόλεμο και τα μέσα της δεκαετίας του ΄70. Στον αστικό αυτό μύθο, τα 25 αυτά χρόνια περιγράφονται ως η εποχή κατά την οποία η κοινωνία είχε ισχυρούς δεσμούς συνοχής και οι άνθρωποι έδειχναν ενδιαφέρον και σεβασμό ο ένας για τον άλλο. Αισθάνονταν ασφαλείς, η εγκληματικότητα ήταν σε χαμηλά επίπεδα, η κίνηση από τα αυτοκίνητα δεν ήταν επικίνδυνη και τα παιδιά μπορούσαν να παίζουν στους δρόμους. Οι άνθρωποι κοιμούνταν με τις πόρτες ξεκλείδωτες, δεν υπήρχαν ξένοι ούτε και επικίνδυνες συμπλοκές ανάμεσα σε ομάδες διαφορετικών εθνοτήτων. Ήταν οικονομικά ασφαλείς δεν είχαν άγχος και συχνά παρέμειναν στην ίδια δουλειά ολόκληρη τη ζωή τους. Μια τέτοια χρυσή εποχή υπάρχει μόνο στην φαντασία, αλλά επηρεάζει έντονα τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τον κόσμο που τους περιβάλει.
Για να προλάβω τυχόν αντιρρήσεις από τον καλόπιστο αναγνώστη που τα πιο πάνω είτε νομίζει ότι τα έχει ζήσει είτε του τα έχει διηγηθεί κάποιος μεγαλύτερος, θα πρέπει να τονίσω ότι το παραπάνω απόσπασμα ανήκει στον Mark Elchardus καθηγητή στο πανεπιστήμιο των Βρυξελλών. Η ομοιότητα που παρατηρούμε ανάμεσα στα λεγόμενα του Elchardus που αναφέρονται στο Βέλγιο και σε αυτά που έχουμε ακούσει είναι αυτό ακριβώς το νοσταλγικό αφήγημα που διατρέχει όλη την ραχοκοκαλιά της Βορειοδυτικής Ευρώπης. Οι πολίτες σε γενικές γραμμές συμφωνούν ότι το κράτος της κοινωνικής πρόνοιας έχει τελειώσει, αυτό επηρεάζει και τον τρόπο που οι πολίτες αντιλαμβάνονται την πολιτική και σχετίζονται με αυτήν αλλά και τον τρόπο με τον οποίο αλληλεπιδρούν με τις κυβερνήσεις τους. Οι άνθρωποι ψηφίζουν με βάση δυο ερωτήματα: πρώτον «πώς τα πάω εγώ;» και δεύτερον «πώς τα πάει η κοινωνία;». Το πρώτο ερώτημα έχει να κάνει με την προσωπική κατάσταση του καθενός, τα χρήματα που βγάζει, την υγεία, την ασφάλεια, την ευτυχία του. Αντίθετα, το δεύτερο ερώτημα εξετάζει την ευημερία της κοινωνίας ως συνόλου.
Ενώ παλιότερα οι πολίτες ψήφιζαν περισσότερο βασιζόμενοι στο πρώτο ερώτημα, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια στροφή και τείνουν να βασίζονται ολοένα και πιο πολύ στο δεύτερο. Όσο οι πολίτες ψήφιζαν με γνώμονα το πρώτο ερώτημα, ο ρόλος των πολιτικών ήταν σχετικά απλός• το μόνο που έπρεπε να κάνουν ήταν να βελτιώνουν τις συνθήκες διαβίωσης των πολιτών τους και να μειώνουν τις άδικες ανισότητες. Με άλλα λόγια απλά προσπαθούσαν να ευχαριστήσουν τους ψηφοφόρους τους. Όταν όμως οι ψηφοφόροι παύουν να ψηφίζουν με βάση την προσωπική τους ευημερία το σύστημα αυτό καταρρέει. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης παίζουν τώρα καθοριστικό και πρωτεύοντα ρόλο στον τρόπο με τον οποίο οι ψηφοφόροι αλληλεπιδρούν με τις κυβερνήσεις τους. Αυτό είναι κάτι που ζούμε σήμερα, τα ΜΜΕ καλλιεργούν το φόβο, την ανασφάλεια και την νοσταλγία προς τις παλιότερες καλές εποχές. Η ψήφος στα ριζοσπαστικά-εξτρεμιστικά κόμματα συχνά βασίζεται λιγότερο στην προσωπική εμπειρία και περισσότερο στα συναισθήματα κοινωνικής δυσαρέσκειας που καλλιεργούν τα μέσα. Μάλιστα, ο ισχυρισμός που ακούγεται τελευταία ότι η κρίση θα οδηγήσει τον κόσμο σε σοσιαλιστικά κόμματα δεν είναι αληθής, καθώς η εμπειρία του 20ου αιώνα μας έδειξε ότι σε περιόδους κρίσεων οι ψηφοφόροι στράφηκαν σε πιο λαϊκές και ακροδεξιές πολιτικές. Η μεγάλη κρίση του ΄29 έστρεψε τους ψηφοφόρους στο κόμμα του Χίτλερ και τον άφησαν να καταλύσει την δημοκρατία της Βαϊμάρης.
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και στην Μεγάλη Βρετανία ο νεοφιλελευθερισμός ξεκαθάρισε από πολύ νωρίς τις σχέσεις του με το κράτος πρόνοιας, το ενοχοποίησε πλήρως για όλα τα δεινά της οικονομίας και το έβαλε στην άκρη μαζί με την απαίτηση το κράτος να αποσύρεται συνεχώς από κάθε κοινωνική παροχή. Η μείωση αυτή του ρόλου του κράτους και η μη ύπαρξη ρυθμιστικών κανόνων σε αυτές τις χώρες, οδήγησε κατά την πρώτη περίοδο της κρίσης όταν οι κυβερνήσεις κλήθηκαν να παίξουν έναν πιο ενεργό ρόλο στην παγκόσμια οικονομία στην ανικανότητα να αντεπεξέλθουν.
Ο ρόλος του κράτους πρόνοιας και πως η μείωσή του οδήγησε στην κρίση αχνοφέγγει στο βάθος του τούνελ, καθώς εκατομμύρια απόκληροι του νέου καπιταλισμού χρησιμοποιούσαν τα πιστωτικά δάνεια προκειμένου να αντισταθμίσουν τις άθλιες συνθήκες των δημόσιων κατοικιών τους και τον αποκλεισμό τους από μια προσιτή υγειονομική περίθαλψη. Αυτή την στιγμή βρισκόμαστε σε ένα παράξενο σταυροδρόμι. Η κρίση είτε θα τροφοδοτήσει ακόμη περισσότερο την απογοήτευση και την δυσφορία απέναντι στο κράτος και τους πολιτικούς είτε θα αποτελέσει την απαρχή για τον εκσυγχρονισμό του κράτους πρόνοιας. Το που θα γείρει η ζυγαριά εξαρτάται από τον τρόπο που οι πολιτικοί θα χειριστούν το ακανθώδες αυτό ζήτημα.
Γρηγόρης Σκάθαρος*
Οικονομολόγος
- Σχετικό περιεχόμενο: Αρθρογραφία, Οικονομία
- Συνεχής ενημέρωση: Facebook, Twitter, Google+