«Αρβυλάκια και γόβες» της Άλκης Ζέη
Γράφει η Κατερίνα Φωτιάδου
Το διήγημα αυτό το έγραψε η συγγραφέας από το ’61 έως το ’63 στη Σοβιετική Ένωση όπου είχε ζήσει ως πολιτικός πρόσφυγας μαζί με χιλιάδες άλλους Έλληνες και Ελληνίδες που είχαν εγκατασταθεί εκεί μετά τον εμφύλιο πόλεμο.
Από τότε ξαναγύρισε στην Ελλάδα, ξανάφυγε στο εξωτερικό, στη Γαλλία, «αυτοεξόριστη» αυτή τη φορά, γύρισε πάλι στην Ελλάδα.
Θυμάται το καλοκαίρι το ’54 που έφτασε στη Τασκένδη, τις γυναίκες από διάφορα χωριά της Ελλάδας να ξυπνούν από τα χαράματα και να κάθονται με τα μωρά τους στη σκιά ενός μεγάλου δέντρου, κάτω από το παράθυρο της και να διηγούνται τα όνειρα της περασμένης νύχτας. Όλα γύρω στο ίδιο θέμα: Ο γυρισμός. «Είδα πως γύριζα στο χωριό μου, μα δεν μπορούσα να μπω στο σπίτι, γιατί ο σκοτωμένος αδελφός μου κρατούσε ένα φίδι σκοτωμένο στα δύο». «Είδα πως γύριζα κρυφά στο χωριό και περνούσα μέσα από μια λαγκαδιά, που σ’ όλα τα κλαριά ήταν μπηγμένα κεφάλια». «Είδα πως είχα γυρίσει στο χωριό μας και μπήκα στην εκκλησία-γινότανε γάμος- παντρευότανε ο άντρας μου, η νύφη δεν ήμουνα εγώ».
Δύο από τα διηγήματα αναφέρονται σε αυτό το θέμα του γυρισμού. Στα άλλα ίσως έδωσε μορφή η αγωνία κάθε συγγραφέα που ζει μακριά από τον τόπο του να μην ξεκοπεί ολότελα.
Όλα τα χρόνια της ξενιτιάς της, διάβαζε ελληνικές εφημερίδες -και τις μικρές αγγελίες ακόμη- για να μην μείνει έξω από την καθημερινή ζωή.
Έτσι «τα λιοντάρια μας δεν τρώνε γάτες» ξεκίνησε από τέτοια αγγελία για τις παραστάσεις στην Αθήνα του ουγγρικού τσίρκου, όπου δηλωνότανε ότι πραγματικά τα λιοντάρια του δεν τρώνε γάτες. Αργότερα όταν ήταν στη Γαλλία, μεταχειρίστηκε σαν βάση τους χαρακτήρες αυτού του διηγήματος για να γράψει το μυθιστόρημά της, Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου.
Τα διηγήματά αυτά τα έστελνε ένα ένα από τη Μόσχα στην Επιθεώρηση Τέχνης και ανυπομονούσε να τα δει δημοσιευμένα. Δε σκέφτηκε ποτέ να τα μεταφράσει στα ρωσικά. Δημοσιεύτηκαν στην Ελλάδα και αυτό της έφτανε.
Αρβυλάκια, λουστρινένιες γόβες, καλοκαιρινά πέδιλα, μια παρέα φοιτητών και συνάμα παπουτσιών, μας σεργιανίζουν στα σκληρά χρόνια της κατοχής και της Αντίστασης. Και τότε ένας δυνατός έρωτας ξεσπάει.
«Τα θυμάται η Λία τα παπούτσια του μπάσκετ ,που στεκότανε στην άκρη του προαυλίου οντά στα κάγκελα και πλάι τους, τα μικρά αγορίστικα παπούτσια που τραμπαλίζανε, μια στα τακούνια, μια στις μύτες. Η Λία είχε φουντώσει. Εκείνη ποτέ δεν την είχε φωνάξει παράμερα ο Γρηγόρης – δεν την εμπιστευόταν… Το κουδούνι χτύπησε και σηκώθηκαν όλοι βαριεστημένα να πάνε στο μάθημα. Η Λία είδε με την όγχη του ματιού, τη Γιάννα που άφησε τον Γρηγόρη .Εκείνος στεκόταν ακόμη κοντά στα κάγκελα στην ίδια θέση. Έτσι όμως όπως δεν τον άκουγε ποτέ με τα λαστιχένια του παπούτσια, την ξάφνιασε, σαν την έπιασε από το μπράτσο, ενώ εκείνη έκανε να μπεί στην αίθουσα. Έσκυψ να της πεί στο αυτί, μα τόσα κοντά που ένιωσε τα χείλια του να την αγγίζουν.»
Είκοσι χρόνια μετά, τόσο έντονες κοινές εμπειρίες είναι σχεδόν ακατόρθωτο να τις σβήσει ο χρόνος.
«Ο Κρίτωνας έλειπε χρόνια στο Παρίσι κι ασχολιότανε με τον κινηματογράφο. Τον συνάντησε πριν από λίγες μέρες, σε μια πρεμιέρα. Χαιρετήθηκαν σαν παλιοί φίλοι, χωρίς βέβαια να χει μείνει τίποτα από τα παλιά. Τίποτα από τότε που σαν έλειπε η μητέρα του από το σπίτι, έκλεβε από το ντουλάπι φουντούκια και σταφιδόμελο για να χορτάσουν.»
Αντρόγυνα που οδηγούνται στο χωρισμό και ο καθένας ξεκινά μια καινούργια ζωή. Πολιτικοί πρόσφυγες και ένα αγόρι που ονειρεύεται να γίνει ακροβάτης, έστω κι αν χρειαστεί να θυσιάσει τη γάτα του στα λιοντάρια.
«…Και δεν το πήρε απόφαση, γιατί ζούσε με τη λαχτάρα του γυρισμού και πίστευε πως σαν γύριζε θα ‘τανε όλα σαν και πριν, πως θα ‘χανε μονάχα αποκοιμηθεί στη στάση που τ άφησε -σαν το παραμύθι. Τώρα ξέρει πως γυρισμός σημαίνει κάτι άλλο, έξω από τη νοσταλγία να ποτίσεις τα «δειλινά» και να πατάς μεσημεριάτικα ξυπόλυτος στις καυτερές πλάκες…»
«Δεν έκανε πια καμιά προσπάθεια να καταπιεί τα δάκρυα του. Τρέχουνε στα μάγουλά του και βρέχουνε τη γούνα της Πίσσας που είχε ξετρυπώσει το μουσούδι της από το μπλουζόν…»
Η Άλκη Ζέη είναι η παραμυθού της αληθινής ζωής… Κάνει την Ιστορία παραμύθι, ένα παραμύθι φτιαγμένο μόνο με βιωμένα ντοκουμέντα, τόσο όμως καίρια και χαρακτηριστικά, ώστε όποιος έζησε σε εκείνη την περίοδο που μας καταγράφει να βρίσκει τον εαυτό του, τις σκέψεις και τις κινήσεις του, το περιβάλλον και το αίσθημα του συνόλου.
Η Άλκη Ζέη φανερώνεται, ακόμα μια φορά, αξιόλογη πεζογράφος, με εξαίρετες ψυχογραφικές ικανότητες και με ύφος που γοητεύει. Η ευαισθησία της στις λεπτές ψυχολογικές αποχρώσεις είναι από τα σημαντικότερα κεφάλαια της τέχνης της.
Λίγα λόγια για την συγγραφέα
Η Άλκη Ζέη γεννήθηκε στην Αθήνα. Ο πατέρας της καταγόταν από την Κρήτη και η μητέρα της από τη Σάμο, όπου πέρασε τα πρώτα παιδικά της χρόνια. Παντρεύτηκε τον θεατρικό συγγραφέα και σκηνοθέτη Γιώργο Σεβαστίκογλου, που πέθανε το 1991. Απέκτησαν δύο παιδιά. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών και στο Κινηματογραφικό Ινστιτούτο της Μόσχας στο τμήμα σεναριογραφίας. Από το 1954 έως το 1964 ήταν πολιτική πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση. Το 1964 επιστρέφει οικογενειακώς στην Ελλάδα, για να ξαναφύγουν πάλι όλοι μαζί με τον ερχομό της Χούντας το 1967. Αυτή τη φορά ο τόπος διαμονής τους είναι η Γαλλία, και συγκεκριμένα το Παρίσι, απ όπου επιστρέφουν μετά τη δικτατορία. Από πολύ μικρή ασχολήθηκε με το γράψιμο. Στις πρώτες ακόμη τάξεις του Γυμνασίου άρχισε να γράφει κείμενα για το κουκλοθέατρο. Ένας από τους χαρακτήρες που δημιούργησε, ο Κλούβιος έγινε κατοπινά ο ήρωας του γνωστού κουκλοθέατρου «Μπαρμπα-Μυτούσης», εμπνεύστρια του οποίου ήταν η Ελένη Θεοχάρη-Περάκη. Πρώτο της μυθιστόρημα είναι το καπλάνι της βιτρίνας (1963), που το έχει εμπνευστεί από τα παιδικά της χρόνια στη Σάμο και είναι σχεδόν αυτοβιογραφικό. Ακολουθεί μια σειρά μυθιστορημάτων για παιδιά, και το 1987 κυκλοφορεί το πρώτο της βιβλίο για μεγάλους με τίτλο η Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα. Το 2010 τιμήθηκε με το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου της.
Πηγές
-Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ)