«Η άνοιξη της ποίησης» της Γιώτας Ιωακειμίδου«Η άνοιξη της ποίησης»

Γράφει η Γιώτα Ιωακειμίδου 

Η άνοιξη είναι αγαπημένο μοτίβο στην ποίηση, εποχή που σηματοδοτεί αλλαγές στη φύση και στη ζωή πολλές φορές. Το ουσιαστικό προέρχεται από το ρήμα ανοίγω και αντικατέστησε την λέξη έαρ στην βυζαντινή δημώδη ποίηση. Ανοίγουν όλα τα άνθη, οι ψυχές, η διάθεση. Η άνοιξη προκαλεί ποικίλα συναισθήματα στους ποιητές, από χαρά, μελαγχολία, μέχρι επιθυμία θανάτου.

Η άνοιξη της χαράς και της αλλαγής. Όταν μιαν άνοιξη χαμογελάσει/ θα ντυθείς μια καινούργια φορεσιά, λέει ο Μ. Αναγνωστάκης. Αλλά αυτός που υμνεί την άνοιξη είναι ο Ο. Ελύτης:

Άνοιξη θρύψαλο μενεξεδί

Άνοιξη αίμα του βολβού

Άνοιξη βιδωτό φιλί

Άνοιξη σάλτο της ακρίδας

Άνοιξη πράξη ακατανόμαστη

Η άνοιξη πολλές φορές προκαλεί μελαγχολία, προσπαθεί να μας τραβήξει από τον λήθαργο του χειμώνα, αυτό όμως μας ξαφνιάζει, μας βρίσκει απροετοίμαστους:

Η Κική Δημουλά, νιώθει μια μελαγχολία από τον ερχομό της, μελαγχολία που την απορρυθμίζει, δεν καταφέρνει να τελειώσει τα ποιήματα της:

όλα τα ποιήματα μου για την άνοιξη

ατέλειωτα μένουν

φταίει που πάντα βιάζεται η άνοιξη

φταίει που πάντα αργεί η διάθεσή μου

Γι᾿ αὐτὸ ἀναγκάζομαι

κάθε σχεδὸν ποίημά μου γιὰ τὴν ἄνοιξη

μὲ μιὰ ἐποχὴ φθινοπώρου

ν᾿ ἀποτελειώνω 

Στο ίδιο ακριβώς μοτίβο κινείται και ο Γ. Ρίτσος, απροετοίμαστο τον βρίσκει και αυτόν πάντα η άνοιξη, ανόρεξο και αδιάφορο…

Η άνοιξη αυτή μας βρήκε όλους απροετοίμαστους

κι ανόρεξους ή αδιάφορους –

απροετοίμαστη κι η άνοιξη, σε κάθε της βήμα κοντοστέκεται

σαστίζει και σωπαίνει κάτω απ’ τα λίγα της δέντρα– δε ρωτάει.

Το φως επιστρέφει

απ’ το περσινό καλοκαίρι κατάκοπο κι αφηρημένο, απόμακρο,

παραξενεμένο απ’ την καινούρια του νεότητα…

Στον Μίλτο Σαχτούρη είναι ακόμα πιο επώδυνη, είναι πληγωμένη, ματωμένη, κραυγάζει, έχει πόνο. Οι αναφορές του Σαχτούρη αφορούν μια εποχή μετεμφυλιακή που η άνοιξη χάθηκε, γιατί κυριαρχούσε ο θρήνος και ο εμφύλιος σπαραγμός.

Μίλτος Σαχτούρης, «Ἡ πληγωμένη Ἄνοιξη» 

“Ἡ πληγωμένη Ἄνοιξη τεντώνει τὰ λουλούδια της

οἱ βραδινὲς καμπάνες τὴν κραυγή τους

κι ἡ κάτασπρη κοπέλα μέσα στὰ γαρίφαλα

συνάζει στάλα-στάλα τὸ αἷμα

ἀπ᾿ ὅλες τὶς σημαῖες ποὺ πονέσανε

ἀπὸ τὰ κυπαρίσσια ποὺ σφάχτηκαν

γιὰ νὰ χτιστεῖ ἕνα πύργος κατακόκκινος

μ᾿ ἕνα ρολόγι καὶ δυὸ μαύρους δεῖχτες

κι οἱ δεῖχτες σὰ σταυρώνουν θά ῾ρχεται ἕνα σύννεφο

κι οἱ δεῖχτες σὰ σταυρώνουν θά ῾ρχεται ἕνα ξίφος

τὸ σύννεφο θ᾿ ἀνάβει τὰ γαρίφαλα

τὸ ξίφος θὰ θερίζει τὸ κορμί της 

Στο ίδιο ακριβώς μοτίβο της άνοιξης και του κόκκινου αίματος κινείται και ο Β. Λεονταρης, ποιητής άλλης σχολής και τεχνοτροπίας δίνει πιο παραστατικά την εικόνα της ματωμένης άνοιξης:

Βύρων Λεοντάρης, «Το αίμα της άνοιξης»

“Ετούτη η άνοιξη έχασε πολύ αίμα

Άνοιξη όλο καρδιά

Άνοιξη όλο ξεκίνημα

Ετούτη η άνοιξη πληγώθηκε βαριά

– νιότη μας έχασες πολύ αίμα […]

Άνοιξη όλο ξαστεριά

άνοιξη όλο στήθος,

γενναία μας άνοιξη, πληγώθηκες βαριά

-νιότης μας έχασες πολύ αίμα.

Μάτωσαν όλες οι αυγές, βαρύνανε τα αρώματα,

τρομάζει ο άνεμος, τινάζεται- αίμα μπρος και πίσω του,

αίμα παντού-

Και κλείνω με τους ποιητές που θέλουν να πεθάνουν άνοιξη, την πιο όμορφη εποχή του χρόνου: Η Μαρία Πολυδούρη γεννήθηκε και πέθανε τον ίδιο μήνα, Απρίλιο, τον ξανθό Απρίλη στον Δ. Σολωμό:

Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη,

Όταν αντικρύ θανοίγει μες στη γλάστρα μου δειλά

Ένα ρόδο-μια ζωούλα. Και θα μου κλειστούν τα χείλη

Και θα μου κλειστούν τα μάτια μοναχά τους, σιωπηλά.

Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη.

Ο Ι. Γρυπάρης θέλει και αυτός άνοιξη να πεθάνει άνοιξη, σχεδόν εκπληρώθηκε η επιθυμά του πέθανε μέσα Μαρτίου, λίγο προτού μπει η άνοιξη:

Καλώς να ΄ρθει σαν έρθει η στερνή ώρα

Τα μάτια γι απάντα να μου κλείσει

Μα άνοιξη να ΄ναι σαν και τώρα

Και μια γλυκιά γλυκούλα δύση