«Η Δευτέρα Παρουσία»
Διήγημα της Χρυσούλας Σ. Γεωργούλα
Μ’ ένα απότομο γύρισμα της μανιβέλας πήρε μπροστά η μηχανή και ένας εκκωφαντικός θόρυβος σηκώθηκε από το υποτυπώδες μηχανοστάσιο για να σκεπάσει τις φωνές των επιβατών, που σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον στριμώχτηκαν στους πάγκους της κουβέρτας. Οι βαρκούλες λικνίστηκαν τάχα ξαφνιασμένες από την ανατριχίλα που άφησε στο υγρό κορμί, όπως ξεκόρμισε από το μόλο, η Τρυγόνα που εκτελούσε κάθε δεύτερη μέρα το δρομολόγιο Σπαρτοχώρι – Λευκάδα.
Έμεινε η Νίνα στο λιμάνι να την παρακολουθεί, καθώς απομακρύνονταν αργά- αργά, οργιά-οργιά γέρνοντας αριστερά δεξιά σαν ηλικιωμένη ξεγοφιασμένη γυναίκα, παίρνοντας μαζί της την Λενιώ, την μονάκριβή της κόρη. Μόλις το καλοτάξιδο σκαρί με τις φωνές, τη φασαρία της μηχανής και το γουργούρισμα του νερού της ψύξης της, έφτασε στο σημείο, όπου ότι επιπλέει αναπηδάει σαν ζαλισμένο για να το καταπιεί το απέραντο γαλάζιο, έδεσε η Νίνα το μαντήλι της ψηλά και κίνησε για το χωριό.
Στην άκρη της προβλήτας στάθηκε να καλημερίσει τον κυρ Βαγγέλη και τον γιό του, που φασκιωμένοι σε μαύρες νιτσεράδες ξεμαγυάριζαν τα δίχτυα. «Πως πήγε απόψε η βραδιά»; ρώτησε. « Λέπι δεν πιάσαμε», απάντησε ο ψαράς και έφτυσε στο πλάι. «Αλλά πως να πήγαινε καλά το ψάρεμα, αφού χθές βράδυ φεύγοντας, στο κόνισμα του Άι Γιώργη πέσαμε πάνω στην Σταμάτα του Μπάκια! Ανάθεμα την ώρα που την βρήκαμε και ανάθεμα την ώρα που δεν κάναμε πίσω….»
Κούνησε η Νίνα το κεφάλι και ανηφόρησε βαριά προς το χωριό, που σαν σε βεράντα κρέμονταν πάνω από το λιμάνι. Ο Ήλιος είχε σηκωθεί μια πιθαμή πάνω από την Καντήλα, όταν έσπρωξε το πορτόνι της αυλής και απ’ το μισάνοιχτο παράθυρο άκουσε το ροχαλητό του αντρός της.
Έκανε να γυρίσει το πόμολο της πόρτας της κουζίνας, αλλά μετάνιωσε και κατέβηκε τα τρία σκαλιά του κήπου για να κόψει λίγες πικροδάφνες άσπρες και κόκκινες. Έπειτα, βγήκε στο στενό για να πέσει πάνω στην κυρά Χαρίκλεια, που σκούπιζε τον δρόμο με χορταρένια σκούπα. Ησύχαζε ακόμη το χωριό, όταν βγήκε στον δρόμο για το νεκροταφείο του Αι Νικόλα, όπου σκέφτηκε να πάει να ανάψει το καντήλι του μπάρμπα Γιώργη, του αδελφού του πεθερού της, που τους είχε αφήσει χρόνους πλήρης ημερών πριν μια βδομάδα. Με την ευκαιρία θα έπλενε και τα μάρμαρα του οικογενειακού τους τάφου, να μην τον βρουν απεριποίητο, όσοι θα πήγαιναν στις σαράντα του σχωρεμένου.
Κανείς σε τούτο το χωριό δεν συγχωρούσε την ασέβεια προς τους νεκρούς, όπως και κανείς δεν ασχολούνταν με την ασέβεια απέναντι στους ζωντανούς.
Πλάγιαζε ο ήλιος στ’ άσπρα μνήματα, όταν η Νίνα έλυσε το κορδόνι της σιδερένιας πόρτας, που θωράκιζε την γειτονιά των αγγέλων από την επίθεση των βοδιών του Μάργαρη, που περιφέρονταν ελεύθερα στους αγρούς και στο χωριό και έτρωγαν ότι έβρισκαν μπροστά τους και όσες φορές βρήκαν ανοιχτά δεν χάρισαν νεκροταφείο και νεκρούς.
Η Νίνα διέσχισε τον ασβεστωμένο διάδρομο με τους τάφους αριστερά και δεξιά και φτάνοντας στο μνήμα του μπαρμπα-Γιώργου με το φρέσκο χώμα σταυροκοπήθηκε τρείς φορές και είπε το Κύριε Ελέησον. Έπειτα, άλλαξε το νερό και τα λουλούδια του ανθοδοχείου, άναψε τα καρβουνάκια, έβαλε θυμίαμα στο θυμιατό και τέλος πήρε την καντηλήθρα στο χέρι και ενώ τραβούσε το φυτίλι, άκουσε τον κρότο και είδε το θαύμα: Την πόρτα του νεκροταφείου να τρίζει, να λύνεται και να κινείται μέσα έξω! Τα μνημεία να κουνιούνται πέρα δώθε και τον σταυρό του ενός τάφου να ανταμώνει τον σταυρό του άλλου, απελευθερώνοντας ένα μαρμαρένιο χειροκρότημα, εφιαλτικό. Η γη, αναδεύτηκε σαν ζωντανού προβιά την ώρα που ακουμπάει στο σβέρκο του ψυχρή η κοφτερή λάμα, κινήθηκε αριστερά δεξιά όπως το φίδι στα κοντά χορτάρια και σαν ώριμο ρόδι έτριξε έτοιμη να ανοίξει για να την καταπιεί. Ένας αλλόκοτος κουρνιαχτός σηκώθηκε πάνω από τις ελιές και κάλυψε τον ήλιο με μια άρρωστη χλομάδα. Έξω από την μάντρα ακούστηκαν πιλαλητά και βελάσματα προβάτων και γκαρίσματα γαιδάρων πέρα μακριά και σιγουρεύτηκε πως όλα τούτα γίνονταν μόνο για κείνη, πως όλη η πλάση την προειδοποιούσε για το τέλος, που έρχονταν με ταχύτητα φωτός κατά πάνω της. Με το στόμα στεγνό, τα μάτια ορθάνοιχτα και την καρδιά να της κλωτσάει το στήθος με συχνότητα ασύλληπτη και δύναμη ανυπέρβλητη, πιάστηκε από τον ξύλινο σταυρό του φρέσκου τάφου και ενώ ήταν έτοιμη να παρουσιαστεί στον Κύριο, που εν χορδαίς και οργάνοις συνοδευόμενος από όλους τους πεθαμένους του χωριού έρχονταν να την πάρει, η γη σταμάτησε, γαλήνεψε η πλάση κι απ’ την μεριά του χωριού έφτασαν ως τα αυτιά της κλάματα μωρών και οι φωνές των χωριανών: «Σεισμός-σεισμός. Εβγάτε έξω χωριανοί μην σας πλακώσει».