«Νύχτες του Γενάρη»
Γράφει η Γιώτα Ιωακειμίδου
Γλυκές νύχτες του Γενάρη, κατάλευκες από το χιόνι και το χειμωνιάτικο φεγγάρι, να τις απολαμβάνω στο σπίτι της γιαγιάς μου, παλιό τουρκόσπιτο φτιαγμένο από πέτρα και λάσπη, ζεστό τον χειμώνα, δροσερό το καλοκαίρι. Μαλώναμε συχνά με τον αδελφό μου ποιος θα πάει να κοιμηθεί με την γιαγιά, συχνά πήγαινα εγώ, ο αδελφός μου υποχωρούσε στα κλάματα μου και στην επιμονή μου… Μια τεράστια πάντα στον τοίχο του κρεβατιού με βοσκούς και προβατάκια, κορίτσια με κανάτια στους ώμους, με ταξίδευαν και κάτω δεξιά με κόκκινα γράμματα « και αυτό θα περάσει»… Η μεγάλη γκρι γάτα της γιαγιάς μου, βαρυστομαχιασμένη από το λάχανο τουρσί που έτρωγε βραδιάτικα ξάπλωνε νωχελικά στα πόδια μου και με χουρχούριζε… ένα τεράστιο τούβλο έκαιγε πάνω στην σόμπα και ετοιμαζόταν να πάρει θέση στα παγωμένα πόδι, το παράθυρο έβλεπε στον ουρανό… νύχτες λευκές… νύχτες αγαπημένες… στο σπίτι της γιαγιάς.
***
Θυμήθηκα ένα δημοτικό τραγούδι τη νταρντάνα βλάχα ορέγεται ο νέος αλλά δεν μπορεί να ξεφύγει από το αδιέξοδό του και θέλει να την αρνηθεί αλλά υποχωρεί μπροστά στον ερωτικό του πόνο. «Θέλουν ν’ ανθίσουν τα κλαριά / κι ο πάγος δεν τ’ αφήνει / θέλω κι εγώ βλάχαμ’ να σ’ αρνηθώ κι ο πόνος σου με πνίγει», λένε οι πρώτοι στίχοι, επειδή είναι χειμώνας και όλοι είναι κλεισμένοι, οι άνθρωποι στα σπίτια τους και τα κοπάδια στα μαντριά τους και δε συναντιέται με την καλή του στα ανοιξιάτικα βοσκοτόπια. Της εκμυστηρεύεται τον πόθο του, να βρεθούνε κοντά, να πλαγιάσει μαζί της και της τραγουδεί: «Το χέρι σου το παχουλό το κοντυλογραμμένο / να τό ‘βαζα, βλάχαμ’ προσκέφαλο τρεις μέρες και τρεις νύχτες / και νάν’ οι μέρες του Μαγιού κι οι νύχτες του Γενάρη…
_____________________________________________
Δείτε ακόμα: Άρθρα της Γιώτας Ιωακειμίδου