«Το τρίκυκλο»
Διήγημα της Ευρυδίκης Αμανατίδου
Ο παπάς τη βάφτισε Ευτυχία. Αν τη ρωτούσες μερικές δεκαετίες αργότερα, το όνομά της δυστυχώς το μόνο που της έφερνε στο νου ήταν εκείνο το τραγούδι που έλεγε «και που λες Ευτυχία, ευτυχία δε βρήκαμε!»
Η Ευτυχία είχε κάποτε τον Ευτύχιό της. Από σύμπτωση έτσι έλεγαν τον άνδρα της. Μεταφορές με τρίκυκλο έκανε ο δόλιος και στέγασαν τη δική τους ευτυχία σε ένα χαμόσπιτο στη Δραπετσώνα μοχθώντας καθημερινά όχι μόνο για τον επιούσιο αλλά και για να μη λείψει τίποτα της Καλλιόπης.
Η Καλλιόπη δεν ήταν η μούσα της αρχαιότητας αλλά ένα τρισχαριτωμένο κοριτσάκι. Το μοναδικό παιδί που απόκτησε το ζευγάρι, αφού ο Ευτύχιος μετανάστευσε κοντά στο Δημιουργό του πολύ γρήγορα αφήνοντας στη γυναίκα του μοναδική της περιουσία το τρίκυκλο.
Μόνο η Ευτυχία ξέρει τι δεινά τράβηξε για να μεγαλώσει την Καλλιόπη της. Μέχρι το κορίτσι να βγάλει το δημοτικό, το τρίκυκλο εκτός από εργαλείο δουλειάς αποτελούσε και τη μοναδική διασκέδαση. Η πολυμήχανη μάνα σκαρφιζόταν τα πιο παράξενα παιχνίδια για να ξεγελάει το κοριτσάκι της. Η ίδια δε θα ξεχνούσε ποτέ εκείνη την Καθαρή Δευτέρα που πέταξαν αετό ενώ το τρίκυκλο έτρεχε σαν τρελό στα προάστια της Αθήνας.
Προφανώς δεν το ξέχασε ούτε η Καλλιόπη για τους δικούς της λόγους όμως. Αν τη ρωτούσες, δε τη θυμόταν ακριβώς έτσι εκείνη την Καθαρή Δευτέρα. Στη δική της μνήμη είχαν αποτυπωθεί με την παραμικρή λεπτομέρεια τα κομψά και ακριβά σπίτια των βορείων προαστίων σηματοδοτώντας το πέρασμα του κοριτσιού στην εφηβεία.
Η Ευτυχία έχοντας χίλια μύρια στο κεφάλι της αρχικά δεν έδωσε την πρέπουσα σημασία στις επίμονες αρνήσεις της έφηβης Καλλιόπης να κυκλοφορεί με το τρίκυκλο. Ο πρώτος καυγάς μεταξύ μάνας και κόρης ξέσπασε όπως γίνεται συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις για ασήμαντη αφορμή. Μια συμμαθήτρια έκανε πάρτυ. Πώς θα πήγαινε και πώς θα γύριζε η Καλλιόπη;
«Δεν είσαι στα καλά σου που θα ανέβω στο τρίκυκλο!» έβαλε τις φωνές η δεκαπεντάχρονη Καλλιόπη. «Ρεζίλι θα γίνω!»
«Τι λες παιδάκι μου;» απόρησε η μάνα. «Αυτό το τρίκυκλο βάζει το φαγητό στο τραπέζι μας, αγοράζει τα ρούχα σου, πληρώνει τα φροντιστήριά σου!»
«Εγώ δεν έχω καμιά δουλειά μέσα σε αυτόν τον καρνάβαλο!» τσίριξε στα πρόθυρα υστερίας η κόρη.
Η Ευτυχία προσπάθησε να την πάρει με το καλό. Λεφτά για ταξί δεν περίσσευαν, θα έπρεπε να κόψουν από κάτι άλλο. Η κόρη όμως αμετάπειστη. Τότε η μάνα έκανε την πρώτη υποχώρηση.
«Άντε βρε κοριτσάκι μου! Δε γίνεται να συμβιβαστούμε λίγο; Αν μου υποσχεθείς να ανέβεις στο τρίκυκλο, εγώ θα σε αφήσω λίγο παρακάτω να μη σε δουν κι από εκεί θα σε πάρω. Κάνε μου τη χάρη κοπέλα μου κι εγώ μόλις περάσεις στο Πανεπιστήμιο, το πρώτο που θα σου αγοράσω θα είναι ένα δικό σου αυτοκίνητο».
Η Καλλιόπη έκανε τους υπολογισμούς της και δέχτηκε την πρόταση της μάνας της με μια κίνηση του χεριού αντάξια αυτοκράτειρας που ακροαζόταν τον ταπεινό λαό της.
Από εκεί ξεκίνησε ο Γολγοθάς της Ευτυχίας. Γιατί η Καλλιόπη μπήκε από τις πρώτες στη Νομική και βέβαια απόκτησε το αυτοκίνητο, όμως οι απαιτήσεις της δεν έγιναν μόνο μεγαλύτερες αλλά και αυτονόητες. Δε μπορούσε αυτή πλέον να ζει στη Δραπετσώνα, όλες της οι συμφοιτήτριες είχαν σπίτι στα βόρεια προάστια. Σπίτι με πισίνα και τεράστιο κήπο, με κηπουρούς, σοφέρ και υπηρέτριες.
Η Ευτυχία έκανε την καρδιά της πέτρα, τι στο καλό, μια μοναχοκόρη είχε! Δούλευε από το πρωί μέχρι το βράδυ, σακατεύοντας της μέση της και γεμίζοντας φλεβίτιδα τα πόδια της. Σαν αντίτιμο, εξασφάλισε το ενοίκιο ενός δυαριού κάπου στο Χαλάνδρι, μέχρι εκεί μπόρεσε να συμβιβαστεί η κόρη της.
Πέντε χρόνια μετά, όταν η Καλλιόπη γινόταν συνεργάτης σε ένα μεγάλο δικηγορικό γραφείο, η κυρία Ευτυχία είχε κατορθώσει να αγοράσει το δυάρι για να έχει το παιδί της μία στέγη πάνω από το κεφάλι του, να μην το φάει το ενοίκιο. Προτιμούσε αυτό το νταλκά να τον σέρνει η ίδια καθώς το χαμόσπιτο στη Δραπετσώνα εξακολουθούσε να το πληρώνει κάθε μήνα. Πού λεφτά για να αγοράσει έστω και αυτό το λίγο για τον εαυτό της;
Στα επόμενα χρόνια, η Καλλιόπη γινόταν όλο και πιο απόμακρη. Η κυρά Ευτυχία κατανοούσε ότι το παιδί της δούλευε πολλές ώρες, όμως κατά βάθος γνώριζε πως η κόρη της ντρεπόταν όχι πια για το τρίκυκλο αλλά για την ίδια της τη μάνα. Αν τη ρωτούσε κανείς για τη Δραπετσώνα, δήλωνε ότι αγνοούσε ακόμη και πού βρισκόταν πάνω στο χάρτη της Αττικής.
Και ήρθε ο καιρός που περιμένει η κάθε γυναίκα, έστω και ενδόμυχα, περισσότερο όμως η κάθε μάνα. Γιατί κάθε μάνα θέλει να δει το παιδί της με ένα σύντροφο πλάι του. Ο άνδρας που διάλεξε η κόρη της ήταν φυσικά άνθρωπος των κύκλων που πάντα αναζητούσε. Πολύ πλούσιος και από τζάκι. Την Ευτυχία την ενδιέφερε να είναι καλό παιδί και να αγαπάει την κόρη της. Τη μία και μοναδική φορά που τον είδε, η καρδιά της πήγε στη θέση της. Αυτή που ήταν άνθρωπος της πιάτσας, τα καταλάβαινε κάτι τέτοια. Ο Δημήτρης ήταν καλός, ευγενικός και είχε τις αντοχές που χρειαζόταν για να αγνοεί τις ιδιοτροπίες της Καλλιόπης.
Λίγους μήνες αργότερα, με την ευκαιρία του γάμου, η Ευτυχία γνώρισε το σόι του γαμπρού και κατανόησε δύο πράγματα: ότι τα πεθερικά είχαν μία μύτη μέχρι το ταβάνι και ότι η ίδια δεν είχε καμία θέση ανάμεσά τους. Αυτό το τελευταίο το επιβεβαίωσαν και τα λόγια της κόρης της που σαν τελεσίγραφο πληροφόρησαν την Ευτυχία ότι αν δεν άλλαζε γούστα, τρόπο ομιλίας, περιοχή διαμονής και αν, κυρίως αν, δεν απαλλασσόταν από το εξωφρενικό τρίκυκλο, καλύτερα να είχαν μόνο τηλεφωνικές επαφές.
Το λούστρο ήταν υλικό για ταλαιπωρημένα έπιπλα, όχι για ανθρώπους. Αυτό τουλάχιστον ήξερε η Ευτυχία. Το κοινωνικό σοβάτισμα που απαιτούσε η κόρη της όσο κι αν το έκανε θα ήταν μόνο επιφανειακό και η Καλλιόπη πάντα θα ζητούσε κάτι ακόμη από τη μητέρα της.
«Καλύτερα μακριά κι αγαπημένες!» είπε στον εαυτό της και τραβούσε το δρόμο της με το τρίκυκλο που τουλάχιστον της θύμιζε τον άνδρα της, άνθρωπο απλό και ντόμπρο.
Από το τηλέφωνο έμαθε τα ευχάριστα η κυρά Ευτυχία και δάκρυα γέμισαν τα πρεσβυωπικά της μάτια. Θα γινόταν γιαγιά!
Μόλις πέρασε ο πρώτος ενθουσιασμός η γυναίκα κάθισε και σκέφτηκε αν θα έβλεπε ποτέ το εγγόνι της, όμως το γεγονός απείχε έξι μήνες τουλάχιστον, οπότε είχε καιρό. Μπορεί η μητρότητα να άλλαζε και τα μυαλά της Καλλιόπης!
Δεν έμενε παρά ένας μήνας μέχρι η Ευτυχία να γίνει γιαγιά. Στο διάστημα αυτό είχε κατορθώσει να επικοινωνήσει με την κόρη της μόνο τρεις φορές. Το προχωρημένο της ώρας έκανε τη γυναίκα να τρομάξει όταν χτύπησε το τηλέφωνο και στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν η Καλλιόπη.
«Μαμά!» μούγκρισε η κόρη.
Η καλή γυναίκα σταυροκοπήθηκε ενώ η ψυχή της είχε ήδη πετάξει κατά Κούλουρη μεριά.
«Τι έγινε παιδάκι μου; Τι έχεις;» η φωνή της μάνας με το ζόρι πρόφερε αυτές τις λίγες λέξεις.
«Γεννάω!» στρίγκλισε η Καλλιόπη.
«Μα ο γιατρός είπε ότι έχεις ακόμη ένα μήνα!» προσπάθησε να την ηρεμήσει η μάνα της.
«Να πάει από κει που ήρθε ο γιατρός! Πονάω!»
Η Ευτυχία δεν είχε ξανακούσει την κόρη της να βρίζει.
«Ο Δημήτρης τι λέει;» ρώτησε.
Ο Δημήτρης έλειπε στο εξωτερικό σε ένα συνέδριο. Τα ταξί είχαν απεργία, όλη η χώρα βρισκόταν σε απεργία και το δικό της αμάξι δεν έπαιρνε εμπρός.
«Μην το κουνήσεις, έρχομαι!»
Για πότε η απόσταση Δραπετσώνα-Εκάλη έγινε σε τέτοιο χρόνο ρεκόρ, η Ευτυχία δεν ήξερε να πει. Το μόνο που θυμόταν από τη διαδρομή δεν ήταν οι πίκρες που η Καλλιόπη της την είχε ποτίσει τόσα χρόνια, αλλά το ότι η κόρη της πονούσε. Η παράφωνη κόρνα του τρίκυκλου ξεσήκωσε όλη την Αθήνα και μαζί τα δεκάδες σκυλιά της σικάτης γειτονιάς.
Η αλήθεια είναι ότι με το που αντίκρισε η Καλλιόπη το τρίκυκλο σκέπασε τα μάτια της έτοιμη να λιποθυμήσει. Η Ευτυχία για πρώτη φορά δεν πτοήθηκε από την αντίδρασή της παρά με γρήγορες κινήσεις την βόλεψε στις κουβέρτες που είχε στρώσει στην καρότσα και ξεκίνησε πατώντας φρενιασμένα την κόρνα.
«Δεν πάει πιο γρήγορα αυτό το σαράβαλο;» ούρλιαξε μέσα στα αυτιά της η Καλλιόπη.
Αυτά τα ουρλιαχτά η Ευτυχία τα είχε ακόμη στα αυτιά της μαζί με τα άλλα, εκείνα της γέννας. Το μωρό αν και είχε δείξει ότι βιαζόταν να βγει σε αυτό τον κόσμο, την τελευταία στιγμή φαίνεται ότι είχε αλλάξει γνώμη και είχε αποφασίσει ότι καλά καθόταν στην κοιλιά της μητέρας του. Βέβαια ο γυναικολόγος το εξήγησε στην κυρία Ευτυχία με πιο επιστημονικούς όρους, αλλά εκείνη το μόνο που θυμόταν ήταν η προσευχή που έκανε: «Σε παρακαλώ Θεέ μου, να είναι καλά η κόρη μου και το εγγόνι μου κι ας μη θελήσουν να με ξαναδούν. Ούτε θα παραπονεθώ ποτέ πια ούτε θα ζητήσω τίποτα για μένα!»
Πόσες φορές είπε από μέσα της αυτές τις λίγες προτάσεις; Αμέτρητες!
Πόσες ώρες περίμενε και πόσες φορές ανεβοκατέβηκε με το ασανσέρ μέχρι έξω από την αίθουσα τοκετών για να πάρει ξανά την ίδια απάντηση;
«Κάντε υπομονή. Έχουμε ώρες ακόμη. Υπάρχουν επιπλοκές, θα τα καταφέρει όμως».
«Θα τα καταφέρει;» αναρωτιόταν η Ευτυχία. Το κοριτσάκι της είχε περάσει μια ζωή στα πούπουλα.
Πάνω που έφτανε τρέχοντας ο Δημήτρης έχοντας πάρει την πρώτη πτήση για Αθήνα, βγήκε επιτέλους ο γυναικολόγος.
«Συγχαρητήρια!» είπε ο γιατρός. «Μάνα και κόρη είναι καλά» κι από τη σαστιμάρα της η Ευτυχία άρχισε να του φιλάει και τα δύο χέρια.
Ο γιατρός την έσπρωξε ευγενικά, χαιρέτησε και χάθηκε στο βάθος του διαδρόμου.
«Πρώτα εσύ μητέρα!» της είπε ο Δημήτρης όταν τους επέτρεψαν να περάσουν.
Η Ευτυχία κατακόκκινη σαν κοριτσάκι του Δημοτικού πλησίασε διστακτικά την κόρη της. Τώρα που είχε περάσει η ταλαιπωρία της και όλα ήταν καλά, το ήξερε, θα της έβαζε τις φωνές για το τρίκυκλο, για το πώς την ταρακουνούσε σε όλη τη διαδρομή, πώς την είχε ντροπιάσει για μια φορά ακόμη, πώς…
«Μαμά!» είπε αδύναμα η Καλλιόπη και άνοιξε την αγκαλιά της.
Η Ευτυχία σάστισε ακόμη περισσότερο.
«Θα με συγχωρήσεις ποτέ;» ρώτησε η κόρη της.
«Σταμάτα να λες ανοησίες. Δεν υπάρχει τίποτα να σου συγχωρήσω. Ό,τι και να κάνεις είσαι πάντα η κόρη μου, όλη μου η ζωή!» απάντησε φυσώντας τη μύτη της η Ευτυχία.
«Ξέρεις τι παρακαλούσα όλες αυτές τις ώρες; Μόνο να γεννιόταν καλά το μωρό μου και ποτέ μα ποτέ μου ξανά δε θα κοιτάξω ψηλά!»
«Έτσι δε θα κινδυνεύεις και να σκοντάψεις!» χαζογέλασε η Ευτυχία μη τολμώντας να αντικρύσει την κόρη της στα μάτια μήπως και δεν είχε καταλάβει καλά.
«Κατεργάρα! Με δουλεύεις τώρα έτσι; Δε βαριέσαι. Είσαι το μοναδικό πλάσμα στον κόσμο που έχει αυτό το δικαίωμα!» γέλασε η Καλλιόπη κι έσφιξε ακόμη πιο δυνατά την Ευτυχία της.
Λίγους μήνες μετά, η Ευτυχία είχε ξεχάσει το τραγούδι που έλεγε «και που λες Ευτυχία, ευτυχία δε βρήκαμε». Ειδικά μια μέρα σαν αυτή, στα βαφτίσια της εγγονής της, δεν είχε κανένα λόγο να το θυμάται.
Η κόρνα του τρίκυκλου ακουγόταν μέχρι το εξωκλήσι όπου οι καλεσμένοι περίμεναν με αδημονία την άφιξη της μικρής. Μέσα σε φωνές, κορναρίσματα, σφυρίγματα και χειροκροτήματα, το τρίκυκλο φάνηκε επιτέλους σαν στολισμένος κήπος με την Καλλιόπη να κρατάει την κόρη της και να χαιρετάει σαν τη βασίλισσα μέσα από την καρότσα.
Μια ώρα μετά η Ευτυχία δεχόταν τα συγχαρητήρια και τις ευχές για την εγγονή που είχε πια το όνομά της.
Η μικρή Ευτυχία κλαψούριζε παραπονεμένη, το μοναδικό ίσως μωρό που δεν ήθελε να αποχωριστεί την κολυμπήθρα.
«Αν σταματήσεις να κλαις, θα σου αγοράσω ένα τρίκυκλο!» είπε στο αυτί της εγγονής της η Ευτυχία.
«Μαμά!» έκανε δήθεν σκανδαλισμένη η Καλλιόπη και μάνα και κόρη αναλύθηκαν σε ένα γάργαρο γέλιο.