«Συγγραφεύς εν πτήσει» διήγημα της Χρυσούλας Σ. Γεωργούλα«Συγγραφεύς εν πτήσει»

Διήγημα της Χρυσούλας Σ. Γεωργούλα

Θα μπορούσε η Κικίτσα να είναι κόρη μου. Πέντε ολόκληρα χρόνια με βασανίζει αυτή η σκέψη και όσο ασχολούμαι με την ηλικία μου και το χρόνο που φεύγει, τόσο φαίνεται να μεγαλώνει η απόσταση ανάμεσα σε μένα και σ’ εκείνη. Όσο κι αν ακούγεται αστείο, τούτη η εμμονή με κυριεύει μέρες ολόκληρες και δεν μου επιτρέπει να ασχοληθώ με τη δουλειά μου , που είναι η συγγραφή αισθηματικού περιεχομένου μυθιστορημάτων. Η έκδοση κάθε βιβλίου μου αποτελεί μεγάλο γεγονός για τις εκατοντάδες φανατικές μου αναγνώστριες, που ανάμεσα σε κατσαρόλα, μανικιούρ και πρωϊνάδικα, προφταίνουν να ρίξουν μια ματιά στον ιδανικό κόσμο που με μεγάλη μαεστρία χτίζω για κείνες .

«Το διάβασες το καινούριο του Ρένου Αποστόλου;» ρωτάει η μία την άλλη, και με τη φανατική τους υποστήριξη μου δίνουν την δύναμη να κριτικάρω αλύπητα όσους επίδοξους συγγραφείς έχουν την ατυχία να βρεθούν στην άκρη της πένας μου τις δύσθυμες εκείνες ώρες.

Σέρνοντας τα πόδια και τη δυσαρέσκεια με την οποία ακούμπησα στην ληστρική παλάμη του ταξιτζή τα πενήντα ευρώ που απαίτησε, καθώς και την αγριοφωνάρα που ακολούθησε την έξοδό μου από το σκονισμένο του όχημα, «τη βαλίτσα σας κύριος», μπήκα στο Ελευθέριος Βενιζέλος. Έβγαλα το σκούρα γυαλιά και εισέπνευσα με βουλιμία τον απαλλαγμένο από την κατήφεια της μεταολυμπιακής Αθήνας ευρωπαϊκό αέρα.

Το μεγάλο ρολόι οροφής μού υπενθύμισε πως έπρεπε να βιαστώ και πως ο χρόνος εκεί μέσα κυλάει αδυσώπητα. Οι επιβάτες τοποθετούνται ο ένας πίσω από τον άλλο με αποστειρωμένη ευγένεια. Στη συνέχεια ζυγίζονται οι αποσκευές τους, που δεν επιτρέπεται να περιέχουν μπουκάλια με υγρά, αφού σύμφωνα με τη νέα τάξη πραγμάτων δηλώνουν πρόθεση εκδήλωσης τρομοκρατικής ενέργειας. Τέλος, επιβιβάζονται με πειθαρχία στα μεταλλικά κύτη και εμπρόθεσμα φεύγουν, για πάντα τούτη τη φορά. Όταν απογειωθεί το αεροπλάνο, απογειώθηκε. Το γεγονός είναι τετελεσμένο και παραφράζοντας τον Ηράκλειτο θα μπορούσα να πω: «Δεν μπορείς να διαβείς τον ίδιο αεροδιάδρομο δύο φορές».

Προχωρώντας προς την Έξοδο της πτήσης μου στάθηκα σε ένα κατάστημα με γυναικείες τσάντες για να αγοράσω μία πράσινη της Κικίτσας. Πώς να πάω με άδεια χέρια;

Μου αρέσει να της προσφέρω ακριβά δώρα, και εκείνη τα δέχεται με την απλοϊκότητα του αλόγου, που γεύεται τον κύβο της ζάχαρης, χωρίς να παραλείψει να γλείψει με ευγνωμοσύνη την παλάμη του αφεντικού του.

Αυτή η αγάπη με συγκινεί γιατί, κακά τα ψέματα, όσο απελευθερωμένος και αν είναι ένας άντρας, δεν είναι εύκολο να ξεριζώσει την καταγραμμένη στον γενετικό του κώδικα ανάγκη για μια υποταγμένη σύντροφο, φτιαγμένη από το ένα του πλευρό, ραμμένη και κομμένη στα μέτρα του δηλαδή…

Με το δώρο της Κικίτσας να μου ζεσταίνει το χέρι, έφτασα στην αίθουσα αναμονής και κάθισα μπροστά στην τζαμαρία, μέχρι που ένας Σουηδός άφησε την ημιλιπόθυμη γυναίκα του με τα κατακόκκινα από τον πυρετό μάγουλα να λυθεί δίπλα μου και να ακουμπήσει τη συναχωμένη μύτη της σχεδόν πάνω στον αριστερό μου ώμο.

Σίγουρα πάσχει από Η1Ν1 και για άλλη μια φορά τσάμπα τις πληρώσαμε τις θερμικές κάμερες εντόπισης των μολυσμένων με σκοπό την πρόληψη της διασποράς του λιμού σε άλλες πόλεις κι άλλες χώρες, σκέφτηκα. Έπειτα, αποφεύγοντας το έκπληκτο βλέμμα του Σουηδού, μετακόμισα στην άλλη πλευρά της αίθουσας, αφού δεν ήθελα να είμαι εκείνος που θα πλήρωνε την ανεπάρκεια του κράτους και των υπαλλήλων του.

Καθώς έγραφα στην Κικίτσα, πως σε μία ώρα θα βρισκόμουν στην αγκαλιά της, η οσμή της πανάρχαιας κολόνιας «ΜΥΡΤΩ» με έκανε να στραφώ προς την πάνω – κάτω εξηντάχρονη, κοντή κάτοχό της. Εκείνη, με ένα κίτρινο χαμόγελο ακούμπησε δίπλα μου μια μεγάλη τσάντα και αφού με παρακάλεσε να τη φυλάω κατευθύνθηκε προς τις τουαλέτες. Ενέπνεα εμπιστοσύνη. Όταν επέστρεψε, με ρώτησε αν πήγαινα στη Μυτιλήνη. Κούνησα το κεφάλι και εκμεταλλευόμενος το σωτήριο χτύπημα του κινητού μου απομακρύνθηκα. «Ναι, αγάπη μου, σε μία ώρα περίπου», είπα και προχώρησα προς την Έξοδο.

Μπήκα στο πρώτο από τα λεωφορεία μεταφοράς των επιβατών στο αεροπλάνο και με ανακούφιση είδα την πόρτα να κλείνει έξω την κυριούλα και τους βόρειους ασπρανθρώπους.

Ανέβηκα στο αεροσκάφος, βρήκα τη θέση μου δίπλα στο παράθυρο, ακούμπησα το κεφάλι μου στο κάθισμα και μισόκλεισα τα μάτια. Δεν ήταν όμως τυχερό μου να ησυχάσω, αφού μετά από λίγο άκουσα την τυλιγμένη σε άρωμα ΜΥΡΤΩ γνωστή φωνή να ζητάει από κάποιον να ανεβάσει την χειραποσκευή της στο ντουλαπάκι. Δεν γύρισα καν να κοιτάξω, παρά την ένιωσα με ανατριχίλα να κάθεται δίπλα μου.

Εκείνη απτόητη, με το βλακώδες ύφος όσων ηλικιωμένων έχουν μάθει να βασίζονται στις καλές προθέσεις των αγνώστων, είπε πως ήταν μεγάλη τύχη να συνταξιδεύει με έναν τόσο ευγενικό κύριο σαν εμένα, σε μια τόσο δύσκολη για τη ζωή της περίοδο. Δεν απάντησα, παρά κούνησα το κεφάλι συγκαταβατικά και βλέποντας τη Σουηδέζα να κάθεται δίπλα της, ένιωσα στο στήθος το γνώριμο σφίξιμο και την αύρα που προηγείται του οφειλόμενου στις φοβίες μου πονοκεφάλου.

Πήρα βαθιές ανάσες, έδεσα τη ζώνη μου και με μια μικρή σύγχυση απενεργοποίησα το κινητό. Η κυριούλα με παρακάλεσε να κάνω το ίδιο με τη δική της συσκευή. Δεν είχε καμία σχέση με την τεχνολογία και ήταν αργά να αποκτήσει στα πενήντα οκτώ της. Το μόνο που γνώριζε ήταν να απαντάει στις κλήσεις και τίποτε άλλο, συμπλήρωσε χαμογελαστή.

Το αεροσκάφος, με τις ευχές του πιλότου για καλό ταξίδι, έκανε την καθιερωμένη βόλτα στον αεροδιάδρομο, μπήκε στην τελική ευθεία και αφού απέκτησε την κρίσιμη ταχύτητα άφησε το έδαφος, δημιουργώντας μέσα μου το συμπαγές ακαριαίο κενό της απογείωσης.

Η συνεπιβάτης μου, ζήτησε συγγνώμη που έσφιξε το χέρι μου, πράγμα που δεν είχα αντιληφθεί, αλλά φοβόταν τα αεροπλάνα και ήταν η πρώτη φορά που ταξίδευε χωρίς τον άντρα της. «Δεν υπάρχει κίνδυνος», της έλεγε ο μακαρίτης. «Αλίμονο αν σκέφτονταν έτσι τόσα νέα παιδιά που καθημερινά εξαιτίας της δουλειάς τους κάνουν αυτές τις διαδρομές». Ο έλεγχος όμως του φόβου αυτού ξέφευγε από τις δυνάμεις της, κατέληξε με κάποια συστολή και εγώ απελπισμένος κοίταξα έξω τον εαρινό αττικό ουρανό με τα αραιά συννεφάκια που έφτιαχναν σκιερά λιβάδια στη γη, που έτρεχε κάτω από τα πόδια μας. Στο βάθος αριστερά η Μακρόνησος εγκυβωτισμένη στη θάλασσα τέντωνε το ματωμένο της κορμί ανάμεσα σε Αττική και Εύβοια.

Καθώς η αεροσυνοδός επεδείκνυε τη λειτουργία των σωστικών μέσων, για την περίπτωση που, ο μη γένοιτο, τα χρειαζόμασταν, η κυρία Σταυρούλα – έτσι συστήθηκε χωρίς να τη ρωτήσω – με πληροφόρησε πως πήγαινε στο Μανταμάδο για να κάνει το ετήσιο μνημόσυνο του άνδρα της, μόνη, αφού εκείνη τη χρονιά, εκτός από το χαμό του συζύγου της, έπεσε στο σπιτικό της κι άλλη μεγάλη συμφορά: το διαζύγιο της μοναχοκόρης της, που δεν μπόρεσε να τη συνοδεύσει στη Λέσβο, αφού έπρεπε να μείνει με τον πεντάχρονο γιο της, που ο «ακατονόμαστος» αρνήθηκε να κρατήσει.

Θα πήγαινε, είχε πει, ο άχρηστος σε συνέδριο , έτσι για το ευχαριστώ στον πεθερό του, που του άνοιξε ιατρείο στο Κολωνάκι και του πήρε το ακριβό αυτοκίνητο, με το οποίο έριξε την κατά είκοσι χρόνια νεότερη γραμματέα του. Τον είχε πείσει η μικρή πως τον αγάπησε με πάθος… Τα λεφτά και τη θέση του αγαπούσε, του αχάριστου. «Αλλά, έτσι είναι οι άνδρες που περνούν τα σαράντα. Προς Θεού, δεν αναφέρομαι σε σας, που είστε κύριος. Δεν έχουν το θάρρος να σταθούν μπροστά στον καθρέφτη και να ρωτήσουν το μαραζωμένο φαλακρό τους είδωλο. Τι σου βρίσκει ρε μ… το γιουσουφάκι; Θου, Κύριε, φυλακή τω στόματί μου!» είπε και σταυροκοπήθηκε κατακόκκινη.

Χάιδεψα αμήχανα την αραιωμένη μου κόμη και έκανα πως διαβάζω το διαφημιστικό περιοδικό της αεροπορικής εταιρίας, που ένας Θεός ήξερε ποιός είχε ξεφυλλίσει πριν από μένα και τι αρρώστιες κουβαλούσε, αλλά εκείνη τη στιγμή η φλυαρία της διπλανής ήταν η μολυσματικότερη όλων των επιδημιών.

Η κατά δύο χρόνια νεότερή μου μαμά της Κικίτσας είπε πως ήμουνα γέρος για κείνη, αλλά δεν είχε εμποδίσει την κόρη της να έρχεται στις παρουσιάσεις των βιβλίων μου με τα χείλη μισάνοιχτα σαν ώριμο δαμάσκηνο και φορέματα που άφηναν ακάλυπτα τα δύο τρίτα του κάτασπρου στήθους της.

Γνώριζε καλά εκείνη, μάνα ήταν, πως η κόρη της δεν ντυνόταν έτσι για να ξελογιάσει κάποιον νεαρό. Τα κορεσμένα από χυμούς άγουρα σώματα των εικοσάρηδων δεν χρειάζονται πανάκριβα φορέματα για να λειτουργήσουν. Ένα τζιν και ένα T-Shirt από τα Zara με πέντε ευρώ είναι αρκετά.

Με τα στήθη εκτεθειμένα σε κοινή θέα και δηλώνοντας πως η Μαρία Νεφέλη ήταν η γυναίκα που ήθελε να γίνει, με τράβηξε η Κικίτσα, σιγά-σιγά κοντά της και χωρίς να καταλάβω, με απέσπασε από τη γυναίκα και τα παιδιά μου, και όταν με την οσμή, την αφή και την όραση έγινα καταδικός της, πήγε στο Λονδίνο για το μεταπτυχιακό και ξαναγύρισε για να ξαναφύγει για Μυτιλήνη για το διδακτορικό της. Η σχέση μας και η καθοριστική βοήθειά μου στην σύνταξη των εργασιών της στο Πανεπιστήμιο της άνοιξαν την όρεξη για μελέτη και πρόοδο, έλεγε.

Άφησα το περιοδικό στη θέση του και κοίταξα κάτω το Αιγαίο, ριγωμένο από το ελαφρό αεράκι, να απλώνεται κυρίαρχο μέχρι εκεί που αντάμωνε αστραφτερό τον μεσογειακό ήλιο.

Οι αεροσυνοδοί με τα μπλε φορέματα και τα μακριά πόδια, σπρώχνοντας το καροτσάκι με τα κεράσματα, μας ρώτησαν τι θα πίναμε. Παρήγγειλα καφέ και η Σταυρούλα πορτοκαλάδα, αν και, όπως είπε, ένιωθε ένα ανακάτεμα στο στομάχι. Η Σουηδέζα ζήτησε νερό και η Σταυρούλα με το πνεύμα αλληλεγγύης που χαρακτηρίζει τις γυναίκες της ηλικίας της ανέλαβε να την ποτίσει. Οι ηλικιωμένες γυναίκες κρύβουν μεγάλα αποθέματα αγάπης, που μπορείς να αντλήσεις εύκολα, αν δεν βαριέσαι.

«Πού πάνε γέροι και άρρωστοι άνθρωποι μακριά από την πατρίδα τους», σχολίασε και γύρισε προς εμένα για να αποφύγει το φτάρνισμα της Σουηδέζας και τα ιοφόρα σταγονίδια, που αιωρούμενα σε απόσταση δύο μέτρων, περίμεναν το επόμενο μεταφορικό μέσον.

Κράτησα την ανάσα μου και σκούπισα καλά χέρια και μύτη με το υγρό μαντιλάκι με το logo της αεροπορικής εταιρίας, ενώ ο πιλότος ανακοίνωνε πως ετοιμαζόμαστε να προσγειωθούμε στο «Οδυσσέας Ελύτης».

Στο βάθος, πλάι στην αιώνια θάλασσα, απλώνονταν ατάραχα από μνήμες τα παράλια της Ιωνίας και η κυρά Σταυρούλα μου ζήτησε την άδεια να μου σφίξει ξανά το χέρι.

«Η προσγείωση και η απογείωση με τρομάζουν και δεν έχω άδικο, αφού η ξαδέλφη μου η Αμερικάνα λέει πως τα αεροπλάνα πέφτουν όταν ανεβαίνουν κι όταν κατεβαίνουν. Δεν νομίζω να φοβάστε και σεις. Στηρίζομαι πάνω σας, έρμη γυναίκα, μόνη χωρίς εκείνον, που θα ήταν ο καλύτερος σύντροφος αν δεν με περνούσε είκοσι πέντε χρόνια. Έτσι, έφυγε πρώτος και με άφησε μόνη σαν καλαμιά στον κάμπο»…

 

 Δείτε επίσης: «Διηγήματα – άρθρα» της Χρυσούλας Σ. Γεωργούλα