«Το λουτρό στους Αέρηδες»
Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου
Η γειτονιά των Θεών πάντα τραβάει τον περιπατητή. Είναι πολλές οι εκπλήξεις που σε περιμένουν καθώς ανηφορίζεις, κατηφορίζεις, τα στενοσόκακα ή τα ατέλειωτα σκαλιά. Κάπως έτσι, βρέθηκε το «επί τόπου» στο νούμερο 8 της οδού Κυρρήστου, έξω από το κτίριο που στεγάζει ακόμη ένα παράρτημα του Μουσείου Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης.
Το Λουτρό των Αέρηδων ή Χαμάμ του Αμπίντ Εφέντη, είναι το μοναδικό σωζόμενο από τα τρία που υπήρχαν στην Αθήνα κατά τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα. Λειτούργησε μέχρι το 1965 και από το 1999 αποτελεί έναν μουσειακό χώρο με θέμα την καθαριότητα, τη φροντίδα και τον καλλωπισμό του σώματος διαχρονικά.
Από άποψης αρχιτεκτονικής, το Λουτρό γνώρισε αρκετές μετατροπές και προσθήκες. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ήταν μονό, δεχόταν δηλαδή μόνο άντρες ή μόνο γυναίκες, εκ περιτροπής, σε διαφορετικές ώρες της ημέρας. Στη δεκαετία του 1870 ο χώρος μετατρέπεται για να υποδέχεται και τα δύο φύλα ταυτόχρονα, στις δυο αυτονομημένες του πτέρυγες. Μπαίνοντας και αριστερά, αργότερα προστέθηκε βοηθητικό κτίσμα με τα λεγόμενα «ευρωπαϊκά λουτρά», μικρούς χώρους με ατομική μαρμάρινη μπανιέρα.
Και η αντρική και η γυναικεία πτέρυγα χαρακτηρίζονται από την αυτή διαρρύθμιση των δωμάτων. Καθώς μπαίνουμε, είτε αριστερά είτε δεξιά υπάρχει πρώτα ένας απλός χώρος, τα αποδυτήρια. Ακολουθεί το χλιαρό (μέτρια θερμαινόμενη αίθουσα ώστε το σώμα να συνηθίσει σταδιακά την αύξηση της θερμοκρασίας) και έπεται το θερμό. Εδώ μπαίνει κανείς σε αυτό που όλοι έχουμε σαν εικόνα στο νου μας με τη λέξη χαμάμ. Κάθε θερμαινόμενη αίθουσα έχει θολωτή οροφή ώστε να κατανέμεται ομοιόμορφα η θερμότητα, ο δε φωτισμός είναι επαρκέστατος και φυσικός μέσω των φεγγίδων (κυκλικοί γυάλινοι φωταγωγοί).
Στον χώρο κυριαρχούν το φιστικί και η τερακότα. Τα χρώματα και η συνομιλία ανάμεσα στο φως και τη σκιά ζωντανεύουν ήχους και εικόνες από το παρελθόν. Δεν έχεις παρά να κάνεις μερικά βήματα κι έρχονται στα αυτιά σου γέλια και γυναικείες φωνές και μετά τις βλέπεις αυτές τις φιγούρες όλων των ηλικιών, καθώς έχουν κάνει τη δική τους κατάληψη σκορπίζοντας εδώ κι εκεί τα ασπρόρουχά τους, τα τσόκαρα, τις πετσέτες, τα τάσια, αλλά και φρούτα, φαγητά και γλυκά. Ανάμεσα στους ατμούς, περνούν ευχάριστες ώρες κι όταν θα φύγουν, δε θα παραλείψουν να βάλουν ψωμί κι αλάτι στον κόρφο τους μη τυχόν και τις πειράξουν τα κακά τα πνεύματα. Γιατί έτσι πίστευαν από πολλούς αιώνες πριν, πως τα δαιμόνια κατοικούσαν στα λουτρά.
Κοιτάζω τα πόδια μου, δε φοράω τσόκαρα όπως εκείνες, μα δεν κινδυνεύω να πατήσω στα χρησιμοποιημένα νερά και τις σαπουνάδες, τα δαιμόνια κοιμούνται τον δικό τους ύπνο κι εγώ βρίσκομαι στο σήμερα ξανά, στην φθινοπωρινή Αθήνα του 2013.