«Για ποια εκπαίδευση να μιλήσουμε; των κλειστών σχολείων ή των μαύρων στατιστικών;»
Γράφει ο Δήμος Χλωπτσιούδης
Συνήθως τελειώνοντας οι πανελλαδικές κάνουμε ένα μίνι απολογισμό του σχολικού έτους. Ωστόσο, φέτος ο απολογισμός δεν μπορεί παρά να είναι απαισιόδοξος με εξαιρετικά δυσοίωνες τις προοπτικές της επόμενης χρονιάς, τόσο από τη μαθητική όσο από τη διδακτική και κοινωνιοεκπαιδευτική σκοπιά.
Τα στατιστικά του Υπουργείου για τις επιδόσεις στις Πανελλαδικές εξετάσεις απέδειξαν πασιφανώς ότι κάθε χρόνο και χειρότερα. Οι επιδόσεις πέφτουν, ενώ οι αριστείες μειώνονται κατά ποσοστιαίες μονάδες (κι όχι κατά δέκατα όπως γινόταν παλαιότερα). Και όταν το φαινόμενο αυτό παρατηρείται σε βάθος 4ετίας, τότε σίγουρα έχουμε να κάνουμε με μία συνειδητή επιλογή. Η δυσκολία των θεμάτων φέτος ξεπέρασε κατά πολύ τις ίδιες τις μαθητικές ικανότητες. Η τρομακτική μείωση σε ορισμένα μαθήματα των αριστειών το αποδεικνύει, ενώ σε αρκετά αντικείμενα ακόμα και οι μεσαίες επιδόσεις είχαν αισθητή πτώση.
Ένα ζήτημα που αναδεικνύεται είναι ότι τα θέματα των εξετάσεων ξεπερνούν κατά πολύ την ίδια την εκπαιδευτική διαδικασία (ακόμα σε ορισμένα μαθήματα και την ύλη). Οι μαθητές, δηλαδή, καλούνται να αξιολογηθούν σε θέματα που δε διδάχθηκαν στο χρόνο που έπρεπε ή με τον τρόπο που επιδιώκουν οι προτείνοντες τα θέματα. Ουσιαστικά αναδεικνύεται ότι το σχολείο το ίδιο δεν προετοιμάζεται για τις εξετάσεις και όχι εξαιτίας των φυσικών προσώπων που το απαρτίζουν. Άνθρωποι που απέχουν από την εκπαιδευτική διαδικασία ορίζουν τις επιδόσεις και τους εισακτέους και αυτό είναι το χειρότερο. Έτσι, επιβάλλεται στους γονείς χρόνο με το χρόνο να εξαρτώνται όλο και περισσότερο από τα φροντιστήρια που καλούνται κι αυτά να ξεπεράσουν τη απλή φροντιστηριακή πρακτική και να φτιάξουν επιστήμονες πριν ακόμα τελειώσει η εφηβεία.
Φυσικά μέσα σε όλα αυτά η απαίτηση να γίνει το σχολείο αγαπητό σε μαθητές και η παρότρυνση για αλλαγή της ύλης και του αναλυτικού και η μετεξέλιξή τους σε ένα ελεύθερο και εξελισσόμενο ανάλογα με τις ανάγκες curiculum φαντάζουν αστειότητες. Και φυσικά πού να μιλήσουμε για αντικείμενα που να αναπτύσσουν την κριτική και αφαιρετική ικανότητα του μαθητή ή να μειώνει τη στείρα αποστήθιση προβάλλοντας την ανάγκη για διαθεματική γνώση.
Ένα άλλο όμως ζήτημα κοινωνιοπολιτικής υφής που αναδεικνύεται είναι η κατεύθυνση που κυριαρχεί για μείωση των φοιτητών στα ΑΕΙ. Και η μείωση αυτή ξεκινά ήδη από τις εξετάσεις και τα θέματα. Ταυτόχρονα το “σχέδιο Αθηνά” (για το οποίο μιλήσαμε παλαιότερα) σε συνδυασμό με την εκπαιδευτική πολιτική στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση προδιαγράφουν ένα μέλλον αναλφαβητισμού (στη χειρότερη) ή ένα μέλλον βασικής εκπαίδευσης και γνώσεων (στην πιο αισιόδοξη οπτική) για τη δημιουργία ενός ημιμορφωμένου εργατικού δυναμικού εύκολα χειραγωγήσιμου και κατ’ ανάγκην εργασιακής επιβίωσης καταρτιζόμενου.
Και αν τα παραπάνω φαντάζουν πολιτικές ξύλινες θέσεις, δεν έχουμε παρά να σκεφτούμε το κλείσιμο δεκάδων σχολείων (ήδη ξεπερνούν τα 300 σε όλη την Επικράτεια) και τις απολύσεις χιλιάδων εκπαιδευτικών (ήδη δρομολογείται η απόλυση 15.000 εκπαιδευτικών -γυμναστών, πληροφορικής και θεολόγων- σε πρώτη φάση μέσα στο έτος) σε συνδυασμό με τη μη πρόσληψη αναπληρωτών ή μόνιμου προσωπικού. Και οι νέες εγκύκλιοι για την αύξηση των μαθητών ανά τάξη, οι προφορικές εντολές σε νηπιαγωγούς να αποφεύγουν να εγγράψουν παιδιά σε προνήπια, οι τόσες ελλείψεις σε εκπαιδευτικές ειδικότητες σε ΕΠΑΛ αποδεικνύουν ακριβώς τις πολιτικές διαθέσεις της κυβέρνησης.
Το κερασάκι στην πολιτική που διαλύει το εκπαιδευτικό σύστημα -χωρίς να στήνει κάτι νέο στη θέση του- είναι η επιστράτευση των εκπαιδευτικών πριν ακόμα απεργήσουν (ως ιδιώνυμο αδίκημα τιμώρησαν την απειλή και μόνο απεργίας) στην ίδια ακριβώς λογική που αντιμετωπίσαμε με το κλείσιμο σε μία δύση του ήλιου της ΕΡΤ. Και αν κάποτε ο Παλαμάς πρότεινε να χτιστούν σχολεία ευάερα και ευήλια με βάση τις αρχές της Νέας Παιδαγωγικής, σήμερα τείνουμε στον αντίποδα που ούτε επί Οθωμανών βίωσε ο τόπος: την απουσία παιδείας.
Δείτε επίσης: Άρθρα και εκπαιδευτικά βοηθήματα του Δήμου Χλωπτσιούδη.