«500 λέξεις για αυτό που τρέχουν να προλάβουν»
Γράφει ο Βασίλης Συμεωνίδης
Το κείμενο αυτό γράφτηκε ως συνέπεια συζητήσεων μέσα στις σχολικές αίθουσες και συνύπαρξης με τους μαθητές. Μαθητές κουρασμένοι και ασθμαίνοντες, κάποιοι σ’ ένα βαθμό αδιάφοροι για το μάθημα, αλλά και αγχωμένοι – κυρίως ορισμένοι – για την επίδοσή τους• όλοι δέκτες απαιτήσεων που κατευθύνουν το τρεχαλητό της καθημερινότητάς τους. Προχτές μια μαθήτρια έφευγε μετά την τρίτη ώρα του μαθήματος. «πού πας, ρε Μαρία;», ρώτησα. «Μα κύριε, δουλεύω», απάντησε ξερά και κατάλαβα ότι έκανα «λάθος»… Απέναντι σ’ αυτές τις καταστάσεις ό,τι και να πει κάποιος θα ‘ναι «λάθος». Δεν γράφω, λοιπόν, γι’ αυτές τις περιπτώσεις.
Το θέμα είναι γι’ αυτό που φαίνεται μέσα στις αίθουσες και τι είναι αυτό που συμβαίνει: όλοι απαιτούν, απαιτούν απ’ αυτούς τους νέους αντάλλαγμα για καθετί που τους προσφέρουν, «σου δίνω τόσα εγώ, ποια είναι η δική σου δουλειά»; Και αυτοί θα πρέπει να αποδείξουν ότι αξίζουν την προσφορά που τους δίνεται. Αν η προηγούμενη διαπίστωση υπονοεί ότι πίσω από την απαίτηση βρισκόμαστε εμείς σαν γονείς, σε πολλές περιπτώσεις τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα: τους ζητούμε πράγματα που δεν τους προσφέρθηκαν (από κανέναν, για να βάλω και το ποιητικό αίτιο)!
Ας γίνω πιο συγκεκριμένος, ειδικά με τα μαθήματα και το σχολείο φτάσαμε στο σημείο να έρχονται για να αποδείξουν πως ξέρουν και όχι για να μάθουν. Και η απόδειξη είναι ο βαθμός… Έτσι, από το διαδοχικό σχήμα «διδασκαλία – μάθηση – επιβράβευση (βαθμός)» καταργείται το μεσαίο στάδιο. Το παράδοξο είναι ότι το ίδιο συμβαίνει και στην εξωσχολική βοήθεια που έχουν, και κει – που υποτίθεται ότι καταφεύγουν για να πάρουν όσα δεν τους προσφέρει το σχολείο – και εκεί δεν μαθαίνουν, αλλά πρέπει να αποδείξουν πως ξέρουν!
Ενδείξεις που φανερώνουν τα προηγούμενα είναι ότι όταν, για παράδειγμα, τους επιστρέφεται ένα γραπτό δεν κοιτούν τι έκαναν σωστά, τι λάθος, τι παρέλειψαν, αλλά μόνο τι βαθμό πήραν. Τι συμβαίνει στις ψυχές και στη σκέψη τους; Γιατί αυτή η αγωνία που καταργεί το στάδιο της μάθησης; Ας αφήσω όμως την απάντηση στον αναγνώστη που βρήκε ενδιαφέρον να διαβάσει το κείμενο ως εδώ.
Έτσι, λοιπόν, τα παιδιά μας τρέχουν ολημερίς για να αποδείξουν κάτι, για να αποδείξουν ότι αξίζουν∙ και καμιά απόδειξη δεν είναι αρκετή, κανένα «μπράβο» δεν μένει μόνο του, αλλά συνήθως ακολουθεί εκείνο το «μπορείς και καλύτερα, και περισσότερο». Και οι νέοι τρέχουν όλο και πιο γρήγορα για να φτάσουν το καλύτερο και το περισσότερο. Όμως, ο συγκριτικός βαθμός δεν έχει τέλος…
Το χειρότερο σ’ αυτήν την κατάσταση είναι ότι τα πράγματα αντιστρέφονται πλήρως. Εννοώ ότι φτάνουμε σε παθολογία. Καλός, ας πούμε καθηγητής, για να μείνω στο θέμα της εκπαίδευσης, δεν είναι τόσο αυτός που προσφέρει, αλλά αυτός που απαιτεί. Η προσφορά, το χαλαρό και παιδαγωγικό κλίμα, η επικοινωνία με τους νέους θεωρούνται ανούσια πράγματα και ας είναι αυτά που οδηγούν στη μάθηση. Σημασία αποκτά η απαίτηση, η αυστηρότητα, ο εξαναγκασμός, η πίεση, ο φόβος. Ζητούμενο είναι η απόδειξη, ο βαθμός.
Και ξεχνάμε ότι και η μάθηση επιβραβεύεται (και) με βαθμό, αλλά κυρίως επιβραβεύεται με μια αίσθηση χαράς, μ’ ένα εφηβικό χαμόγελο που όλο και περισσότερο σπανίζει. Και όχι μόνο μέσα στις σχολικές αίθουσες…