Συνέντευξη του Γιάννη Φαρσάρη στην Ευρυδίκη Αμανατίδου

Για τον Γιάννη Φαρσάρη άκουσα και διάβασα πολλές φορές μέχρι να γίνουμε διαδικτυακοί φίλοι και να έρθει η στιγμή να γνωριστούμε και από κοντά. Πολυπράγμων και χαρισματικός, είναι ο άνθρωπος που χαίρεσαι να κουβεντιάζεις μαζί του για το κάθε τι.

Γιάννη, συνδυάζεις πολλές ιδιότητες μαζί, εγώ όμως θα σταθώ πρώτα σε αυτήν του συγγραφέα. Ο κόσμος σε γνώρισε κατ’ αρχήν μέσα από το Johnnie Society, ένα μυθιστόρημα που θεωρώ προάγγελο όλης της επόμενης δραστηριότητάς σου. Ο ήρωάς σου μπουχτισμένος κάνει τη δική του επανάσταση. Τι ήθελες να δώσεις μέσα από αυτό; Και τι σε ώθησε ώστε την έντυπη μορφή του να την ακολουθήσει η δωρεάν ψηφιακή του διάθεση;

Μακάρι, Ευρυδίκη, να ήταν η συγγραφή η κυρίαρχη δραστηριότητα της κάθε μέρας μας, όμως το web είναι απαιτητικό και χρονοβόρο, ακριβώς επειδή είναι από τη φύση του δημιουργικό. Το μόνο που προσπαθώ να κάνω είναι να παντρέψω τα δύο μεγάλα μου πάθη: Το διαδίκτυο με τη λογοτεχνία. Το 2009 κυκλοφόρησε το “Johnnie Society” ως ανοικτό e-book στο διαδίκτυο κι αυτή ήταν η αφορμή να αρχίσουν όλα. Μου πήρε γύρω στα 6 χρόνια να ολοκληρωθεί αυτό το μυθιστόρημα, και το γεγονός ότι δεν κατάφερε να βρει το δρόμο του στα ράφια των βιβλιοπωλείων, είχε ως αποτέλεσμα μια βραχύχρονη λύπη, αλλά έκτοτε μυριάδες καθημερινές χαρές. Ένας “γενναίος, νέος κόσμος” είναι το διαδίκτυο, που ακόμα προσπαθώ να συλλάβω τις δυνατότητές του. Είμαι πια βέβαιος πως θα γεράσω μέσα στην έκπληξη.

Δημιούργησες την Openbook, στην ουσία έναν ψηφιακό χώρο όπου ο καθένας μπορεί να έχει ελεύθερη πρόσβαση στο βιβλίο. Πιστεύεις λοιπόν ότι αυτή η Ανοικτή Βιβλιοθήκη, θα μπορούσε να είναι κάλλιστα ένα από τα σχέδια του Johnnie; Τι σε ώθησε να ξεκινήσεις κάτι που αποτέλεσε επανάσταση στα εκδοτικά ειωθότα;

Ο Τζόνι ήταν ένας μαρκετάς που πέρασε στην αντίπερα όχθη και -παραδόξως- υλοποίησε μια «κλειστή» ηλεκτρονική κοινότητα Γιάννηδων μέσα σε ένα ανοικτό διαδίκτυο. Το ελεύθερο περιεχόμενο είναι τα θεμέλια του διαδικτύου και η πρώτη ανοικτή λογοτεχνική βιβλιοθήκη δημιουργήθηκε το μακρινό 1971 με κλασικά έργα, ελεύθερα πνευματικών δικαιωμάτων. Στην Ελλάδα υπήρχαν λίγα διάσπαρτα έργα σε ψηφιακή μορφή, που η ανοικτή βιβλιοθήκη Openbook ήρθε το 2010 να τα συγκεντρώσει και να τα ταξινομήσει. Δεν νιώθω ότι ήταν επανάσταση, αλλά το καθυστερημένο αυτονόητο. Ο χρόνος βέβαια κυλάει αλλιώτικα στο διαδίκτυο, κι έτσι στα μόλις 3 χρόνια που μεσολάβησαν τα ανοικτά e-books πολλαπλασιάστηκαν, ανοικτοί εκδοτικοί οίκοι δημιουργήθηκαν, και δεκάδες νέοι δημιουργοί βρήκαν δημιουργική διέξοδο προς το κοινό. Μπορούμε πλέον με υπερηφάνεια να μιλάμε για μια “ελληνική ανοικτή λογοτεχνική σκηνή”.

Θεωρήθηκες εμμέσως πλην σαφώς πρωτοπόρος. Εγώ θα σου αποδώσω δύο χαρακτηρισμούς και σε προκαλώ να τους αναιρέσεις αν πιστεύεις πως δεν σου ταιριάζουν. Πολυμήχανος και ταξιδευτής σαν τον Οδυσσέα. Και αν τους αποδέχεσαι τελικά, πιστεύεις πως η Ανοικτή Βιβλιοθήκη είναι ο δικός σου Δούρειος Ίππος;

Αμήχανος νιώθω περισσότερο, παρά πολυμήχανος. Το ταξίδι στο σύμπαν της τέχνης και της τεχνολογίας είναι τόσο διαφορετικό και προσφέρει χαοτικές δυνατότητες, που δεν σε αφήνει λεπτό να εφησυχάσεις. Η λογοτεχνία είναι το πάθος μας, η εξάπλωσή της το όραμά μας και το διαδίκτυο ο πολύτιμος οδηγός μας. Οι λέξεις είναι ο Δούρειος Ίππος που πρέπει να τρυπώσουν μέσα από τα τείχη των αδιάβαστων μυαλών.

Γιατί ο κόσμος βλέπει ακόμη τόσο ανταγωνιστικά το ψηφιακό βιβλίο; Πιστεύεις πως το χαρτί θα εξαφανιστεί; Τι νιώθεις όταν ακούς αυτό το περίφημο πια «Εγώ τα βιβλία θέλω να τα αγγίζω, να τα μυρίζω;»

Είναι η συναισθηματική δύναμη της συνήθειας, και είναι απολύτως κατανοητή. Η αφή και η μυρωδιά σαφώς και είναι μέρος της αναγνωστικής εμπειρίας και το χαρτί εξακολουθεί να είναι ένα λειτουργικό μέσο ανάγνωσης. Όμως ταυτόχρονα έχει και πολλά – πολλά ελαττώματα: κυρίως είναι ακριβό και αντιοικολογικό, καθώς 1 τόνος χαρτί θυσιάζει 17 τεράστια δέντρα, εκατοντάδες κυβικά μέτρα νερού και αρκετή ενέργεια. Όταν οι ταμπλέτες (και οι φορητές παραλλαγές τους) γίνουν προέκταση του χεριού σε ικανό ποσοστό του κόσμου, η αντίστροφη μέτρηση αντικατάστασης των τυπωμένων βιβλίων θα έχει ξεκινήσει. Οι χάρτινες εφημερίδες και τα περιοδικά έχουν ήδη αρχίσει να μπαίνουν και με τα δυο πόδια στην ψηφιακή εποχή.

Μέσα από την Ανοικτή Βιβλιοθήκη, γνωρίσαμε πολλά συλλογικά έργα, άλλα αποτέλεσμα ανοικτής πρόσκλησης, άλλα ως επιλεχθέντα κατόπιν διαγωνισμού και άλλα ως συνεργασία ατόμων άγνωστων μεταξύ τους. Η ερώτησή μου λοιπόν είναι τι εν πρώτοις σε κάνει να προκρίνεις το συλλογικό έργο έναντι του ατομικού.

Το διαδίκτυο είναι πρωτίστως μέσο κοινωνικό και αμφίδρομο, εν αντιθέσει με τηλεόραση / ραδιόφωνο / εφημερίδες που είναι μέσα ατομικά και μονόδρομα. Η λογοτεχνία στο διαδίκτυο μεταλλάσσεται σε “επινοητική λογοτεχνία”, όπως μου αρέσει πολύ να την αποκαλώ. Η συνεργασία και η διαμοίραση είναι έννοιες που αναδύονται αυτόματα σε ένα τέτοιο κοινωνικό περιβάλλον. Οι καλύτερες συγγραφικές ιδέες γεννήθηκαν κάποτε σε υγρά σκοτεινά υπόγεια από απόμακρους ανθρώπους. Οι συγγραφείς πλέον συ-ζούν σε φωτεινά κοινωνικά δίκτυα, υγρά κι αυτά όμως, λόγω της μόνιμης «καταιγίδας ιδεών». Η ελπίδα της νέας εποχής στηρίζεται στη συλλογική ευφυΐα.

Από τις διαφορετικές μορφές των συλλογικών που στεγάζονται στην Openbook, επιλέγω να ξεκινήσουμε από το «Tweet Stories», όπου γνωστοί και άγνωστοι, συγγραφείς ή μη, κλήθηκαν να δοκιμάσουν τις δυνάμεις του ή τις αντοχές τους θα έλεγα, στον μινιμαλισμό που διακρίνει τον δημοφιλή τρόπο έκφρασης του Twitter. Πρωτοποριακό πραγματικά, αν σκεφτεί κανείς πως προηγήθηκε αντίστοιχης ξένης πρόσκλησης. Τι νομίζεις πως προέκυψε μέσα από όλη αυτήν την προσπάθεια;

Παρακολουθώντας τον μετρητή των “downloads” του συγκεκριμένου εγχειρήματος, μπορώ να σε διαβεβαιώσω πως είναι το περισσότερο διαβασμένο ελληνικό e-book. Καθόλου παράξενο βέβαια, από τη στιγμή που μιλάμε για ένα συλλογικό έργο 371 δημιουργών, μεταξύ των οποίων και ιερά τέρατα της ελληνικής λογοτεχνίας, που αποδέχθηκαν την πρόσκληση. Για πολύ κόσμο ήταν το πρώτο e-book που ξεφύλλισε και άρχισε να αντιλαμβάνεται την πιθανή αξία και την ποιότητα της ανοικτής λογοτεχνίας (επιμένω να την ονομάζω “ανοικτή” και όχι “δωρέαν”, καθώς υπάρχουν τρόποι να αποδώσει οφέλη στους δημιουργούς που παραχωρούν ελεύθερα τα έργα τους).

«Ο άνδρας με την πουά γραβάτα», ένα συλλογικό θεατρικό έργο ατόμων που στην πλειοψηφία δεν γνώριζαν ο ένας τον άλλον, γράφτηκε με χρήση ενός συνεργατικού περιβάλλοντος. Πώς αλήθεια έγινε αυτό; Είναι η επιβεβαίωση του ότι η ελευθερία του ανθρώπου κατακτάται μέσα από την ελευθερία της γνώσης; Νοιώσατε ότι παράγετε ομότιμα;

Η ιδέα του συγκεκριμένου έργου δεν ήταν δικιά μου, και μου φάνηκε δυσλειτουργική στην αρχή: Πέντε άνθρωποι να γράφουν και να «πειράζουν» διαρκώς το ίδιο κείμενο και μάλιστα ταυτόχρονα. Η συμμετοχή όμως στη διαδικασία με ενθουσίασε – αν εξαιρέσεις την αρχική έκπληξη όταν πρωτοδιάβασα μια σκηνή που είχα γράψει εγώ, αλλαγμένη από τέσσερα άτομα και ως εκ τούτου αγνώριστη. Όταν όμως την ξαναδιάβασα, μου φάνηκε αισθητά καλύτερη από τη δική μου εκδοχή: Η συλλογική ευφυΐα που λέγαμε νωρίτερα και που αποτελεί βασικό συστατικό της ομότιμης παραγωγής και στην τέχνη. Και το ακόμα πιο ευχάριστο της υπόθεσης είναι πως το συγκεκριμένο θεατρικό έχει ήδη ανέβει μία φορά στη σκηνή από μία φοιτητική θεατρική ομάδα και ετοιμάζεται σύντομα να ανέβει από άλλες δύο ομάδες, η μία παράσταση εκ τω οποίων θα είναι επαγγελματική σε θέατρο της Αθήνας !

«Δήγμα γραφής», στην ουσία το πρώτο ελληνικό συλλογικό βιβλίο. Περιέχει 15 διηγήματα και κυκλοφορεί ελεύθερο στο διαδίκτυο τον Ιούνιο του 2011. Κερδίζει το βραβείο συγγραφικού έργου στα e-awards για το 2011. Γιατί δήγμα και όχι δείγμα; Απορία πολλών με τους οποίους συζήτησα για το συγκεκριμένο βιβλίο. Και τι σημαίνει αυτή η βράβευση αλήθεια;

Ουσιαστικά ήταν η πρώτη προσπάθεια να βγει ενωμένη η φωνή ανθρώπων με ένα κοινό χαρακτηριστικών: ότι διέθεταν ελεύθερα τα έργα τους στο διαδίκτυο. Πριν δυο χρόνια είχαμε μεγάλη αγωνία και λαχτάρα να ακουστεί η λογοτεχνική φωνή μας στο ευρύ κοινό και νιώθαμε την ανάγκη να αποδείξουμε πως τα υποτιμημένα “δωρεάν” κείμενά μας αξίζουν προσοχής. Γι’ αυτό από κοινού επιλέξαμε – με εσωτερική ψηφοφορία ανάμεσα σε πολλές προτάσεις – τον συγκεκριμένο τίτλο, ώστε να προκαλέσει αίσθηση. Η αλήθεια είναι πως η βράβευση μάς έδωσε μια πατίνα καταξίωσης, που την είχαμε ανάγκη εκείνη την εποχή (είπαμε, ο χρόνος κυλάει μυστήρια στο διαδίκτυο). Τέσσερις εκ των μελών της ομάδας υπέγραψαν σε εκδοτικούς οίκους και όλοι, μα όλοι συνεχίζουμε το δημιουργικό ταξίδι στο διαδίκτυο. Η “ανοικτή λογοτεχνική σκηνή” έχει ήδη αποκτήσει πολυάριθμους θεατές, και θα χρειαστούμε σύντομα μεγαλύτερο γήπεδο.

Άλλο ένα project το οποίο ολοκληρώθηκε έχοντας συμπληρώσει 366 ημέρες ζωής. One:Story, μια ιστορία κάθε ημέρα και καινούρια πρόκληση από την Openbook για την δημιουργία μίας ανοικτής λογοτεχνικής πλατφόρμας. Όταν ξεκίνησε, πίστευες αλήθεια ότι θα υπάρχει τόσο μεγάλη ανταπόκριση από τους δημιουργούς; Τι εμπειρίες πρόσθεσε αυτός ο πειραματισμός;

Όταν έστηνα τον ιστότοπο για να βγει στον αέρα, θα πρέπει να σου εξομολογηθώ πως είχα στα χέρια μου μόλις τέσσερις ιστορίες, και ανέμενα διηγήματα από φίλους για να καλύψουμε ούτε τον πρώτο μήνα. Το κακό με το διαδίκτυο είναι πως δεν ξέρεις πού να βάλεις τον πήχη των προσδοκιών. Το καλό πάλι είναι πως, όσο ψηλά και να τον βάλεις, ο κόσμος θα σε βοηθήσει να τον περάσεις. Το ONE:STORY σταμάτησε μόλις έκλεισε έναν ακριβώς χρόνο, όχι γιατί δεν είχε τη δυναμική να συνεχίσει, αλλά ακριβώς επειδή είχε τη δυναμική να συνεχίσει εσαεί. Ολοκληρώθηκε σε μια συμβολική ημερομηνία, γιατί έκλεισε τον κύκλο του και έπρεπε να δώσει τη θέση του σε νέα εγχειρήματα. Το “νέο” είναι έννοια ταυτόσημη με το διαδίκτυο κι αυτό δεν θα αλλάξει ποτέ.

Θυμάμαι που πέρυσι τέτοια εποχή μού είχες μιλήσει για το crowd-funding, σαν να λέμε στα καθ’ ημάς, την οικονομική ενίσχυση του πλήθους. Ο καθένας μπορεί να γίνει εκδότης; Για εξήγησέ μου το λίγο αυτό, κάπου πήρε το μάτι μου πως το έβγαλες ήδη στον αέρα.

Η συλλογική μικρο-χρηματοδότηση είναι μια μέθοδος που ανθεί τα τελευταία χρόνια στη δύση. Ξεκίνησε από τις περίφημες start-ups που άρχισαν να αντλούν κεφάλαια για την ανάπτυξή τους όχι από παραδοσιακές πηγές χρηματοδότησης, αλλά απευθείας από το κοινό. Γρήγορα οι καλλιτέχνες (και κυρίως οι κινηματογραφιστές) βρήκαν εξαιρετική την ιδέα και την υιοθέτησαν, αντικαθιστώντας με τον τρόπο αυτό τις εταιρείες παραγωγής. Για τους συγγραφείς αποτελεί έναν ανεξάρτητο τρόπο να εκδώσουν το έργο τους, προεισπράττοντας ουσιαστικά τα χρήματα αγοράς του βιβλίου από τους αναγνώστες, καλύπτοντας έτσι το κόστος της έκδοσης. Η πειραματική προσπάθεια που ξεκίνησα πριν λίγες μέρες για την έκδοση του επόμενου βιβλίου μου, ήδη έχει ξεπεράσει τον αρχικό οικονομικό στόχο που τέθηκε.

Η Openbook είναι μία δημιουργική προσπάθεια που συνεχώς ανανεώνεται, αναβαθμίζεται, αναδιοργανώνεται. Θα ευχηθώ από εδώ, να μπαίνει πάντα φρέσκος και δημιουργικός άνεμος στα δωμάτια της Ανοικτής Βιβλιοθήκης. Και στον εμπνευστή της, να μας εκπλήσσει πάντα με νέους τρόπους έκφρασης.

__________________________________

Ο Γιάννης Φαρσάρης γεννήθηκε στην Ιεράπετρα το 1973 και ζει στο Ηράκλειο Κρήτης. Σπούδασε Επιστήμη Υπολογιστών στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και Εκπαίδευση Ενηλίκων στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Έχει δημιουργήσει την ανοικτή βιβλιοθήκη OPENBOOK, το λογοτεχνικό περιοδικό Ιδεόστατο  και συμμετέχει στην κριτική επιτροπή του διαγωνισμού διηγήματος “ΛόγωΤέχνης”. Στο διαδίκτυο κυκλοφορούν ελεύθερα το μυθιστόρημα του “Johnnie Society” και η συλλογή διηγημάτων “Εβδόμη Εσπερινή”. Το συλλογικό ανοικτό e-book “Δήγμα Γραφής – Μια ντουζίνα και τρία διηγήματα” που επιμελήθηκε, βραβεύτηκε ως το καλύτερο Συγγραφικό Έργο 2011 στα Ελληνικά Βραβεία Διαδικτύου. Το επόμενο βιβλίο του με τίτλο “Η διαφορά του άσπρου απ’ το λευκό” θα εκδοθεί με τη μέθοδο crowd-funding.