«Ο Βουλευτής και ο ζαβός»
Διήγημα του Αχιλλέα Ε. Αρχοντή
Ο κ. Τρύφων είχε τελειώσει την προεκλογική ομιλία του, που ήταν θυελλώδης, πραγματικός καταπέλτης για τους πολιτικούς του αντιπάλους. Υποσχέθηκε ότι θα λύσει άπαξ δια παντός το αγροτικό ζήτημα, θα μας φτιάξει το γεφύρι που έπεσε με τις πλημμύρες του καλοκαιριού, θα μας φέρει νερό για τα χωράφια, θα φροντίσει ο ίδιος προσωπικώς για τις ανάγκες των κατοίκων της περιφερείας του, θα πατάξει τη διαφθορά. Κατακεραύνωσε, μπροστά σε ένα πλήθος παραληρούντων οπαδών του, τους φαύλους αντιπάλους του που σκοπεύουν να ανατρέψουν την καθεστηκυίαν τάξιν, υπερασπίστηκε τα όσια και τα ιερά μας, γενικώς τα είπε πολύ καλά. Ήταν Σεπτέμβρης και η μέρα των εκλογών πλησίαζε.
Ζεστή η μέρα, πήγε μετά, παρέα με τους πολιτικούς του φίλους στο καφενείο της πλατείας. «Κέρασε όλον τον κόσμο!» πρόσταξε στον καφετζή που τσακίστηκε να εξυπηρετήσει τον κ. Τρύφωνα, υποψήφιο βουλευτή της επαρχίας μας. Ο κυρ- Αποστόλης, ο κομματάρχης του, καθόταν δίπλα του καμαρωτός και με ένα χαμόγελο ως τ’ αυτιά.
«Καλά τα είπες, κουμπάρε, μπράβο. Την εκλογή την έχουμε στο χέρι! Καλή τετραετία!»
Το παχουλό πρόσωπο του κ. Τρύφωνα έλαμψε από ευτυχία. «Μπράβο και σε σένα, κουμπάρε», του είπε, «καλά τα κατάφερες, ωραία συγκέντρωση!»
«Ε, μα είπαμε κουμπάρε, ο κόσμος σ’ αγαπάει!» είπε φωναχτά ο κυρ – Αποστόλης και σκύβοντας στο αυτί να μην ακουστεί παραπέρα, του ψιθύρισε:
«Τον Σταύρο μην ξεχάσεις να διορίσεις αγροφύλακα, δεκαπέντε ψήφους έχει….»
«Ξέρω…» ψιθύρισε και ο κ. Τρύφων
«….και τον μπατζανάκη του Λιάκουρα…»
«Αυτός τι;»
«Αυτός τι; Μα δεν είπαμε να κανονίσεις να πάρει εκείνη την δουλειά με την ξυλεία; Ξέρεις τι θα πει Λιάκουρας; Ογδονταπέντε ψήφοι στο νερό!»
«Ναι, αλλά….»
«Αλλά τι, κουμπάρε; Μη μου τα στρίβεις!»
«Δεν στα στρίβω, αλλά αυτή η δουλειά είναι κάπως δύσκολη…»
«Δύσκολη; Τι δύσκολη;»
«Ε, δεν τα ξέρεις τώρα κουμπάρε; Πρέπει να ενεργήσουμε, να μιλήσουμε στα κατάλληλα πρόσωπα….»
«Α! Κατάλαβα!» είπε με πονηρό ύφος ο κυρ-Αποστόλης. «Πόσα λες να χρειαστούν;»
«Θα πρέπει να κάνω μερικές επαφές, ξέρεις εσύ…» είπε ο κ. Τρύφων, «άσε όμως τώρα αυτή την κουβέντα για άλλη ώρα…»
«Καλά, κουμπάρε. Θα τα πούμε μετά με την ησυχία μας», είπε και ο κυρ –Αποστόλης βλέποντας έναν χωριανό να πλησιάζει. «Κουμπάρε, « είπε φωναχτά, «να σου συστήσω τον φίλο μου τον Θανάση!»
«Ω! Τον αγαπητόν!» είπε ο κ. Τρύφων σφίγγοντας με το παχουλό, ιδρωμένο χέρι του το ροζιασμένο χέρι του άλλου, που τον αντιχαιρέτησε γεμάτος συγκίνηση που ο βουλευτής του τόπου μας τον είπε «αγαπητόν». Το βράδυ στο καφενείο θα έλεγε σε όλον τον κόσμο ότι κοτζάμ Τρύφωνας τον είπε «αγαπητόν» και του έσφιξε το χέρι! Όχι τίποτ’ άλλο, αλλά να μη λέει συνέχεια ο μπατζανάκης του, που υποστήριζε τον Πουρνάρα, κουβέντες για τον κ. Τρύφωνα!
Η παρέλαση των ψηφοφόρων συνεχίζονταν. Ο κ. Τρύφων μοίραζε χειραψίες, υποσχέσεις, χαμόγελα και χτυπήματα στην πλάτη και ο καφετζής καφέδες και τσίπουρα που ο κυρ-Αποστόλης παράγγελνε αβέρτα. Φυσικά, θα τα χρέωνε στο λογαριασμό του κουμπάρου του, συν το κατιτίς του. Προεκλογικός αγώνας είναι αυτός, έχει έξοδα, πώς να το κάνουμε. Οι πιτσιρικάδες χαζεύαμε την κούρσα του κ. Τρύφωνα, παρόλο που ο σωφέρης του μας έδιωχνε συνέχεια να μην τη γρατσουνίσουμε και τη λερώσουμε ξανά, μετά από τόση ώρα που είχε φάει για να την καθαρίσει από τη σκόνη του καρόδρομου που έφερνε στο χωριό μας. Τίποτα όμως δεν μπορούσε να μας εμποδίσει να θαυμάζουμε την κούρσα, σάματις είχαμε ξαναδεί τέτοιο πράγμα, αμάξι να πάει δίχως άλογα; Σκαρφαλώναμε απάνω και κοιτούσαμε μέσα από τα τζάμια χάσκοντας και κάνοντας θηρίο τον σωφέρη, που προσπαθούσε να μας κάνει πέρα.
Μια φωνή ακούστηκε από την παρέα μας: «Ο Ζαβόγιαννος! Ο Ζαβόγιαννος!» Παρατήσαμε αμέσως την κούρσα του κ. Τρύφωνα και αρχίσαμε να τρέχουμε πίσω του φωνάζοντας «Ζα-βό-γιανννος!», «Ζα-βό-γιαννος». Εκείνος σταμάτησε, μας κοίταξε άγρια για μια στιγμή, και συνέχισε το δρόμο του. Είχε έρθει στο χωριό πριν από λίγα χρόνια, ούτε και ξέραμε από πού. Ο Θόδωρος μόνο μας είχε πει ότι άκουσε τον πατέρα του να λέει στη μάνα του ότι ήταν «τουρκόσπορος, αούτος», αλλά τι θα πει αυτό δεν καλοκαταλάβαμε . Είχε πιάσει μια γωνιά σ’ έναν παλιό αχυρώνα δίπλα στο μύλο του Σταυράκη κι εκεί κοιμόταν. Τη μέρα βλέπαμε την ατημέλητη φιγούρα του με τις μουστάκες και τα γένεια, τα παλιόρουχα που κρέμονταν πάνω του και το λερό του πανωφόρι που δεν το αποχωρίζονταν χειμώνα-καλοκαίρι και που οι τσέπες του ήταν γεμάτες εφημερίδες και χαρτιά. Πού τα εύρισκε και τι τα ήθελε, κανένας δεν ήξερε. Δεν μιλούσε σχεδόν σε κανέναν, μόν’ πάγαινε στη βρύση, γέμιζε τα γκιούμια των κυράδων και τα κουβαλούσε στα σπίτια τους, κονομώντας καμιά δεκαρούλα. Σιγά σιγά έκανε κι άλλα θελήματα. Ξεφόρτωνε τα βαριά τ’ αγώια, κουβαλούσε πέτρες σε μαστόρια, τέτοια πράγματα. Έτσι ζούσε. Βλοσυρός, αμίλητος, ατημέλητος, απόμακρος. Μόνο στις γάτες και στα σκυλιά έδειχνε αγάπη. Πολλές φορές μοιράζονταν το ψωμί του – ή καμιά ρέγγα άμα πήγαινε καλά η μέρα – με τα σκυλιά και τις γάτες του χωριού. Τα βράδια πολλοί τον άκουγαν μέσα από τον αχυρώνα που είχε για σπίτι του να ψέλνει και να τραγουδάει και να λέει κάτι παράξενες κι ακαταλαβίστικες κουβέντες. Πολύ ήθελε να καταλάβεις; Ήταν ζαβός. Ο Ζαβόγιαννος.
Η φασαρία που κάναμε μόλις τον είδαμε, τράβηξε την προσοχή του κυρ-Αποστόλη. «Τον βλέπεις αυτόν, κουμπάρε;» είπε και έδειξε τον Ζαβόγιαννο, «κοίτα να δεις πλάκα που θα σπάσουμε τώρα». Ο κ. Τρύφων το μόνο που ήθελε ήταν να φύγει απ’ αυτό το βρώμικο παλιοχώρι και να γυρίσει στη βίλα του, αλλά χαλάς χατήρι στον κυρ-Αποστόλη με τις εφτακόσιες ψήφους του; Δεν χαλάς. Θέλοντας και μη, λοιπόν, φόρεσε ακόμα μια φορά το καλό του το χαμόγελο: «Να σπάσουμε κουμπάρε, βεβαίως, ό,τι πεις εσύ».
Γεμάτος καμάρι ο κυρ-Αποστόλης που μπροστά σε όλο το χωριό ο κ. Τρύφων είπε «ό,τι πεις εσύ», έβγαλε μια φωνή: «Ζαβόγιανε! Έλα δω που σε θέλω!» Ο Ζαβόγιαννος σίμωσε και στάθηκε, βλοσυρός όπως πάντα, μπροστά στον κομματάρχη.
«Τι με θες, κυρ – Απόστολε; Θες να σε κουβαλήσω τίποτα;»
«Όχι μωρέ», του είπε δήθεν ανέμελα ο άλλος, «να, ήθελα να κάτσεις λίγο εδώ, να σε κεράσουμε ένα κρασί, ένα τσίπουρο, έναν καφέ, ό,τι θες τέλος πάντων!»
«Πώς κι έτσι; Γέννησε καμιά γελάδα σου και αποφάσισες να με κεράσεις;»
Ο κυρ – Αποστόλης έκανε να θυμώσει, άκουσε όμως τους άλλους γύρω τους να χαχανίζουν, είδε και τον κουμπάρο του να χαμογελά κι αποφάσισε να το καταπιεί. Στο κάτω κάτω ένας ζαβός ήταν, ένας αούτος, ούτε να μιλήσει σωστά δεν ήξερε καλά καλά.
«Κάτσε μωρέ Γιάννη, αμέσως ν’ αρπαχτείς! Μπα σε καλό σου! Τι χούϊ είναι κι αυτό με σένα; Κάτσε να σε γνωρίσω στον κουμπάρο μου!»
«Και ποιός είναι ο κουμπάρος σου; Εσύ απ’ όσο ξέρω όλους κουμπάρους τους λες.»
«Καλά βρε, δεν ξέρεις τον κ. Τρύφωνα; Τον σωτήρα μας;»
«Α!» έκανε ο Ζαβογιαννος. «Και από τι θα μας σώσει;»
«Από την καταστροφή βρε, από τι άλλο;»
«Ε, άμα είναι να μας σώσει ας κάτσω να πιω ένα κρασί» είπε κι έκατσε κατάντικρυ από τον κ. Τρύφωνα.
«Σωτήρη!» φώναξε ο κυρ – Αποστόλης, «μια μισή για τον φίλο μου τον Γιάννη και μεζέ απ’ τον καλό! Άκουσες; Και σβέλτα!»
Μέχρι να φέρει το κρασί ο Ζαβόγιαννος κοιτούσε έντονα τον κ. Τρύφωνα κάτω απ΄τα δασειά του φρύδια, ξύνοντας τα γένεια του και τραβώντας τα μουστάκια του. Ο κ. Τρύφων στην αρχή βαριόταν, μετά άρχισε να διασκεδάζει με τον ζαβό, όμως ο τρόπος που τον κοιτούσε από πάνω ως κάτω είχε αρχίσει να τον ενοχλεί κάπως. «Μπα», σκέφτηκε, «δε βαριέσαι. Μάλλον πρώτη φορά θα βλέπει βουλευτή».
Ο Σωτήρης ο καφετζής έφερε το κρασί του Ζαβόγιαννου. Εκείνος έβαλε στο ποτήρι του, ήπιε μια γουλιά και είπε:
«Κι από τι ακριβώς θα μας σώσει ο κουμπάρος σου, κυρ – Αποστόλη;»
«Από την καταστροφή της πατρίδος, ρε Γιάννη, από τι άλλο. Ξέρεις τι σημαίνει Τρύφωνας;»
«Όχι, για πες με.»
«Τρύφωνας σημαίνει εγγύηση, σημαίνει μέλλον, σημαίνει πρόοδος!»
«Α, τώρα κατάλαβα» είπε ο ζαβός.
«Αμ τι σου λέω τόση ώρα! Αυτός θα μας σώσει!»
«Και δε με λες, εμένα από τι θα με σώσει;»
«Εσένα; Εσένα θα σε διορίσει νεροκράτη!» είπε ο κυρ – Απόστολος, κάνοντας τους άλλους να γελάσουν. «Μπορεί και ψάλτη! Δε μου λες, εσύ ξέρεις γράμματα, έτσι δεν είναι;»
«Κάτι λίγα…» είπε ο Ζαβόγιαννος.
«Ωραία!» είπε ο κυρ – Αποστόλης. «Θα σε διορίσουμε ψάλτη, έτσι κουμπάρε;»
«Βεβαίως!» είπε με έμφαση ο κ. Τρύφων. «Είμεθα πάντοτε πρόθυμοι να συμπαρασταθούμε στους αναξιοπαθούντας συμπατριώτας μας!»
«Ακούσατε ρε;» είπε κυρ – Αποστόλης. «Αυτός είναι σωτήρας του έθνους, κι όχι οι άλλοι που σας φλομώνουν στο ψέμα!» κι έδωσε το σύνθημα να αρχίσουν όλοι να βαράνε παλαμάκια και να φωνάζουν ρυθμικά το όνομα του κ. Τρύφωνα.
«Πες με κάτι, κύριε βουλευτά», είπε ο Ζαβόγιαννος όταν σταμάτησαν τα παλαμάκια και τα συνθήματα, «γιατί θαρρείς ότι είμαι αναξιοπαθών;»
«Ε ρε Γιάννη, ερωτήσεις που κάθεσαι και κάνεις» πετάχτηκε ο κυρ – Αποστόλης, «για να το λέει ο κ. Τρύφων είσαι, δεν είσαι;»
«Και τι θα πει αναξιοπαθών, κυρ – Απόστολε, το γνωρίζεις; Ή το λες επειδή το λέει ο κ. Τρύφων;»
«Άκου δω», άρχισε να αγριεύει ο κομματάρχης, «δεν σε φωνάξαμε να μας κάνεις τον καμπόσο!»
«Ξέρω γιατί με φωνάξατε», είπε ο Ζαβόγιαννος, «αλλά δεν είναι του παρόντος. Τέλος πάντων… Κύριε Τρύφωνα, μπορώ να σε ρωτήσω κάτι;»
«Ελεύθερα!» είπε ο κ. Τρύφων.
«Για πε με σε παρακαλώ… Τι θα πει πατρίδα;»
«Τι ερώτηση είναι αυτή; « είπε με απορία ο κ. βουλευτής, «πατρίδα είναι το μέρος που γεννηθήκαμε, το μέρος που ζούμε, η Ελλάς μας»
«Κι άμα έρθω εγώ και σε πω σήκω και φεύγα απ’ το σπίτι σου, τι θα με κάνεις;»
«Τι εννοείς τι θα σου κάνω; Θα σε πολεμήσω, φυσικά, έτσι θα σε αφήσω;» απάντησε ο κ. Τρύφων, προσθέτοντας με έμφαση «διότι το γένος των Ελλήνων, μάχεται πάντοτε νικηφόρως εναντίον οιουδήποτε εχθρού όστις επιβουλεύεται τη γη του», προκαλώντας θύελλα χειροκροτημάτων, συγκίνηση και ρίγη ενθουσιασμού στους παρευρισκόμενους, του κυρ – Αποστόλη προεξάρχοντος.
«Κι άμα αυτός που θα σε διώξει απ’ το σπίτι σου είναι συμπατριώτης σου, τι θα κάνεις;»
«Τι θες να πεις;» ρώτησε υποψιασμένα ο κ. Τρύφων, «μήπως είσαι μπολσεβίκος;»
«Τι μπολσεβίκος βρε κουμπάρε;» πετάχτηκε γελώντας ο κυρ – Αποστόλης, «δεν τον βλέπεις τον φουκαρά; Αούτος είναι», προκαλώντας ακόμα περισσότερο γέλιο στον κόσμο αλλά και περισσότερη ανησυχία στον κουμπάρο του.
«Ναι», είπε ο Ζαβογιαννος, «αούτος. Τουρκόσπορος. Από τη Σμύρνη, αν έχεις ακουστά, κύριε βουλευτά».
«Ναι, πώς, βεβαίως…. Αλλά γιατί λες τον εαυτό σου τουρκόσπορο; Είσαι Έλλην, όπως όλοι μας»
«Δεν με ονοματίζω εγώ τουρκόσπορο», είπε ο Ζαβόγιαννος, «αλλά όλοι αυτοί», έκανε δείχνοντας με το χέρι του τους παρευρισκόμενους, που σιγά σιγά άρχισαν να σταματάνε τα γέλια. «Εμείς, αν θες να ξέρεις κυρ – Αποστόλη, ζούσαμε στη Σμύρνη και στη Μικρά Ασία εδώ και δυόμιση χιλιάδες χρόνια. Κρατήσαμε ζωντανές τις παραδόσεις μας και την ελληνική γλώσσα παρά τις ορδές των εισβολέων που πάτησαν τη γη μας»
«Ποιά γλώσσα μωρέ κρατήσατε ζωντανή;» είπε περιφρονητικά ο κυρ – Αποστόλης, «εσείς δεν ξέρετε καλά καλά να μιλάτε. Όλο «να σε πω», «να με δώσεις», «να σε ρωτήσω»…. Ελληνικά είναι αυτά; Αλλά τι λέω, σάματις πήγες και σε κανένα σχολείο;»
Ο Ζαβόγιαννος τον κοίταξε από πάνω ως κάτω. «Τώρα, κυρ – Αποστόλη, άμα σε πω για τη δοτική, τι θα καταλάβεις;»
«Σταμάτα κουμπάρε», παρενέβη ο κ. Τρύφων. «Ο άνθρωπος θέλει κάτι άλλο να μας πει».
«Τι να μας πεις μωρέ ο ζαβός;» γκρίνιαξε ο κυρ- Αποστόλης. «Τέλος πάντων, λέγε να τελειώνουμε».
«Εξηγούσα στον κυρ – βουλευτή από δω, ότι είναι σκληρό και βάρβαρο να χάνεις την πατρίδα σου, δεν συμφωνείς, κυρ – βουλευτά μας;»
«Βεβαίως!» είπε ο κ. Τρύφων, «γι’ αυτό ήρθαμε να σας απελευθερώσουμε από τον τουρκικό ζυγό, ανεξαρτήτως αν αποτύχαμε λόγω των προδοτών που ετιμωρήθησαν παραδειγματικώς δι’ εκτελέσεως!»
«Α, ετιμωρήθησαν….» είπε ο Ζαβόγιαννος.
«Παραδειγματικώς σου λέει! Αμ τι, θα τους αφήναμε;» πρόσθεσε με έμφαση ο κυρ – Αποστόλης.
«Ο Στεργιάδης που έβλεπε τους Τούρκους να έρχονται και αντί να μας πει να φύγουμε, μας καθησύχαζε, τιμωρήθηκε καθόλου, κυρ – βουλευτή;»
«Ο Στεργιάδης ήτο επιλογή των πολιτικών μας αντιπάλων!» διαμαρτυρήθηκε ο κ. Τρύφων.
«….που όμως εσείς τον αφήσατε στη θέση του μετά τις εκλογές. Αυτός δεν ήταν που έγραψε σ΄εκείνο το νεαρό, τον Παπανδρέου, «Καλύτερα να μείνουν εδώ, να τους σφάξει ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα»;
«Είπε τέτοιο πράγμα, κουμπάρε;» είπε με γουρλωμένα μάτια ο κυρ – Αποστόλης.
«Σας είπα, ήταν επιλογή του Βενιζέλου, κι όχι δική μας!»
«Ναι, αλλά γιατί τούτος δω λέει ότι τον αφήσαμε στη θέση του;»
«Δεν τον αφήσαμε, μόνος του έμεινε, ετσιθελικά!»
Να ρε,» ξεσπάθωσε ο κυρ- Αποστόλης, «με το ζόρι σας κατσικώθηκε!»
«Ναι, αλλά για πε με κυρ – βουλευτή, αυτός δεν ζήτησε να παραιτηθεί, αλλά η νέα κυβέρνηση αρνήθηκε;»
«Δεν το γνωρίζω αυτό, δεν ήμουν ακόμη τότε βουλευτής….» μουρμούρισε ο κ. Τρύφων.
«Καλά, άστον αυτόν» είπε ο ζαβός, «αυτός ήταν του αντιπάλου κόμματος. Ο πρίγκηψ Αντρέας, τίνος κόμματος ήταν;»
«Τι σχέση έχει η βασιλική οικογένεια μ’ αυτό; Ο βασιλεύς…» πήγε να πει ο κ. Τρύφων
«…ο βασιλεύς», τον διέκοψε ο Ζαβόγιαννος , «έστειλε το στρατό πέρα απ΄το Σαγγάριο, μέσα απ’ την Αλμυρά Έρημο, για να τον πετσοκόψει ο Κεμάλ, αντί να μείνει εκεί, να μας υπερασπιστεί. Κι όλα αυτά για τη Μεγάλη σας Ιδέα, που θάφτηκε μέσα τις στάχτες της Σμύρνης, καταστρέφοντας το Ελληνικό στοιχείο που ήταν εκεί από τα πανάρχαια χρόνια. Ο πρίγκηψ Ανδρέας, αν θες να ξέρεις κυρ-Αποστόλη», είπε στον αναψοκοκκινισμένο κομματάρχη, «έγραφε στον Μεταξά : Απαίσιοι πραγματικώς είναι οι εδώ Έλληνες, εκτός ελαχίστων.
Θα άξιζε πράγματι να παραδώσωμεν την Σμύρνην εις τον Κεμάλ διά να τους πετσοκόψει όλους αυτούς τους αχρείους, οι οποίοι φέρονται ούτω κατόπιν του φοβερού αίματος όπερ εχύσαμεν εδώ. Αίματος της Παλαιάς Ελλάδος δε, διότι όλα τα παιδιά των οπωσδήποτε καλυτέρων οικογενειών των ενταύθα υπηρετούν εις την Σμύρνην και τα μετώπισθεν, αλλοίμονον δε αν εν οιονδήποτε τμήμα ευρεθή σχηματισμένον μόνον από Μικρασιάτας και ενώπιον του εχθρού! Πρέπει να γίνη κάτι το ταχύτερον δια ν’απαλλαχθώμεν του εφιάλτου της Μικράς Ασίας.»
«Και πώς τα ξέρεις όλα αυτά εσύ, ρε; Μπροστά ήσουνα; Άντε χάσου από δω, παλιοψεύτη!» αγρίεψε ο κυρ – Αποστόλης.
«Είναι όλα εδώ γραμμένα», απάντησε ο Ζαβόγιαννος βγάζοντας από τις τσέπες του λερού πανωφοριού του ένα μάτσο εφημερίδες. Κι αυτό, και η διαταγή του βασιλιά «Στρατόν σώσατε, πολίτας εγκαταλείψατε». Και τρέχαμε κυνηγημένοι από τους Τσέτες μέσα στη Σμύρνη που καίγονταν. Τσαλαπατιόμασταν για να προλάβουμε να μπούμε σε κανένα καράβι, να σωθούμε, κι οι ναύτες μας χτυπούσαν τα χέρια, να μην ανεβούμε. Έχασα γυναίκα και δυο παιδιά μεσ’ στο χαμό, κυρ-Αποστόλη, τ’ ακούς; Δεν ξέρω πώς, αρπάχτηκα από μια σανίδα. Την άλλη μέρα το κύμα με ξέβρασε στη Χίο. Δεν είχα κι ελληνικό διαβατήριο βλέπεις, και με βασιλικό διάταγμα απαγορεύονταν να σώσω το τομάρι μου, έπρεπε να μείνω εκεί, να με σφάξουν, δεν είχα ούτε λεφτά ούτε τίποτα. Κρύφτηκα στο αμπάρι ενός καϊκιού και πέρασα απέναντι, μέχρι που έφτασα εδώ. Από κεί έφυγα επειδή ήμουν Ρωμιός κι εδώ είμαι τουρκόσπορος. Γι’ αυτό σε ρώτησα, κυρ – βουλευτή μου, τι θα πει πατρίδα;»
Και με τα λόγια αυτά σηκώθηκε, έβγαλε μερικά κέρματα και τα άφησε στο τραπέζι.
«Αφού είπαμε, θα σε κεράσω εγώ, τι θες τώρα;» έκανε ο κυρ – Αποστόλης.
«Αυτή ήταν η συμφωνία που έκανες με τον εαυτό σου. Να με κεράσεις και να γελάσετε με τον ζαβό. Δεν γελάσατε, άρα δεν πληρώνεις. Δεν σου χρωστάω τίποτα, κυρ – Αποστόλη, ούτε σε σένα, ούτε στον κουμπάρο σου από δω. Αν κάπου χρωστάω είναι στις κυρούλες του χωριού που με ψυχοπονάνε και μου δίνουν κάνα πιάτο φαϊ και στα ζωντανά του θεού» και τάϊσε με τον μεζέ του – που δεν τον είχε αγγίξει – τις γάτες που είχαν μαζευτεί γύρω του.
Και μ΄αυτά τα λόγια, ο Ιωάννης Συμεωνίδης, πρώην καθηγητής Ελληνικών και Ιστορίας της Ευαγγελικής Σχολής της Σμύρνης και νυν Ζαβόγιαννος, τους γύρισε την πλάτη μέχρι που χάθηκε οριστικά από τα μάτια τους κι απ’ το χωριό μας.
*Από τη συλλογή διηγημάτων του Α.Ε. Αρχοντή «Σκόνη στο Καθρέφτη», Εκδόσεις schooltime.gr