«Τα πράματα που μοσκοβολάνε»
Διήγημα της Χρύσας Τσάκωνα
Ο χρόνος είναι κύκλος και κάθε γιορτή και κάθε καλοκαίρι μάς βρίσκει ταξιδιώτες στο ίδιο σημείο. Την Καλλιθέα Πυλίας, το χωριό του παππού μου, του πατέρα μου και το δικό μου, για πάντα. Για να χαρώ όμως την καλλίστη θέα, πρέπει να διέρχομαι τον Αχλαδόκαμπο με τις ελικοειδείς στροφές και τους αμέτρητους εμετούς στα πλατάνια αποκάτω. Κάθε φορά που το μπλε AUDI LS100 φαινόταν από τη στροφή προκαλούσε μια ασυνήθιστη κινητικότητα. Γυαλιστερό, προκλητικό, ολοκαίνουργιο, προσπερ-νούσε το καφενείο και προχωρούσε προς τη χαρά που είχαν στήσει ο παππούς Κωνσταντίνος κι η γιαγιά Ελένη περιμένοντας τον ξενιτεμένο γιο. Ταραχή, φωνές, κλάματα, «καλώς ήρθες, Γιάννη, παιδάκι μου!»
Δεν είναι δύσκολο να κλείσεις τα μάτια και να βρεις στη μνήμη σου ανθρώπους και πράματα που μοσχοβολάνε αν και σκεπασμένοι από τα χρόνια. Τέτοιο είναι και το πέτρινο σπίτι του 1889 με τη ψηλοτάβανη σάλα και το ξύλινο πάτωμα με τις τρύπες που παίρναμε μάτι το κατώι, η αγαπημένη μου αυλή με τη μουριά καταμεσής, οι κατσίκες που βολτάρανε ανέμελα και σκαρφαλώναν στο δέντρο για φρέσκο πράμα κι ένας κόκορας στο πιο ψηλό σημείο να αισθάνεται και να δείχνει βασιλιάς.
Κι ακόμα πιο ψηλά, στο μικρό ξύλινο μπαλκόνι, ο γερο-Κωνσταντής άραζε στην καρέκλα του, πάντοτε σταυροπόδι, με το ένα χέρι στο γόνατο και το άλλο στον καφέ, που τον ρούφαγε με αγαλλίαση. Γιατί ο καφές ήταν από τα πράγματα της ζωής που λάτρευε ο παππούς. Ακόμα κι όταν τυφλώθηκε από γλαύκωμα και οι γιατροί του τον απαγορέψαν αυστηρά, εκείνος τους το ξέκοψε και φώναζε στην Ελένη του :
«Ελένη, τον καφέ μου, βαρύ γλυκό!».
Αλλά τα χρόνια που περνούν κουνάνε τα μυαλά και τα στραβώνουν, παίρνουν μια ένεση και τους κάνουν γενική αναισθησία, κι η Ελένη του, δασκαλεμένη από τους γιους, τού πήγαινε μιαν απάτη και του την πέταγε στα μούτρα. Σκέτο νεράκι του σέρβιρε με λίγη ζάχαρη. «Μπράβο, ρε γυναίκα, απόλαυση ο καφές σου! Αχ, σκέτη ανάσταση το καφεζούμι!», έλεγε κι εκείνη δάκρυζε στην κουζίνα με το μαρτύριο.
Το καλύτερο της ημέρας ήταν οι τσάρκες στου Χατζαλή, αμέτρητοι Κωνσταντίνοι και Ελένες και μια Χρυσούλα παράταιρη στη μέση, ξεχύνονταν ελεύθεροι στις αλάνες του χωριού. Να γελάμε, να τρέχουμε, να κυνηγάμε πάπιες και να μας τσιμπάνε τσατισμένες, να σκαρφαλώνουμε και να τσουλάμε στα βράχια, να προσφέρουμε καρπουζόφλουδες και βλέμματα συμπάθειας στα γουρουνάκια που πέθαιναν υπέρ οικίας και παστού για τους βαρείς χειμώνες. Κι εκεί, κάτω απ’ την ελιά με τα χρυσά φύλλα με περίμενε η Λευκή, η κατσίκα με την ανθρώπινη ανάσα, που κοίταζε με προσμονή κάθε φορά που άκουγε παιδικές φωνές, κι εγώ έτρεχα καταπάνω της, την αγκάλιαζα και την περιέβαλλα με μυρωδιά αγάπης.
Στη μέση ανθρώπων και πραγμάτων ο λεβέντης παππούς κατασκεύαζε με μεράκι τις μεγαλύτερες ροχάλες που έχω δει στη ζωή μου και τις έστελνε κατευθείαν στο τζάκι κουνώντας ρυθμικά το κεφάλι. Κι έλεγε ιστορίες.
«Ο Ηρακλής Ντουρέκας είχε καφενέ στην άκρη του χωριού. Ήταν τόσο πανούργος που του ΄χαν βγάλει το παρατσούκλι Εωσφό-ρος κι η φήμη του είχε απλωθεί από Χωματάδα μέχρι Πεταλίδι. Παραμονή του Σωτήρος ένας παληκαράς από την Πύλο πήγε να δοκιμάσει την πονηριά του γέρου. «Θα τον κάνω εγώ, να τρέχει και να μη φτάνει», έλεγε.
Μπαίνει στο καφενείο, κάθεται, χτυπάει παλαμάκια. Ο Ντουρέκας καταφτάνει για παραγγελία.
«Τι θέλει ο κύριος;»
«Ένα καφέ.»
«Και πώς τον επίνετε του λόγου σας;»
«Κρύο και να καίει.»
Ο γέρος τον ζυγίζει με το μάτι και δεν μιλά.
«Θα τονε μαστορέψεις τον καφέ που σου εζήτησα, ωρέ;»
«Θα στονε φτιάξω εγώ τον καφέ, φίλε μου, κρύο και να ξεθερμάει!»
Ο μάγκας του ‘ριξε λοξή ματιά. Την ίδια πορεία διέγραψε και το δεξί του φρύδι. Ο Εωσφόρος ούτε κοίταξε ούτε είπε. Πήγε στην κουζίνα, έβαλε νερό να βράζει. Έσκυψε σ’ ένα καλάθι, πήρε μια καυτερή πιπερίτσα και την έριξε στο μπρικάκι να πάρει μερικές βράσεις. Μετά έβαλε τον καφέ. Μόλις κρύωσε, τον πάει στον πελάτη.
«Ορίστε, ο καφές σας.»
«Είναι όπως τονε παρήγγειλα, γέρο;»
«Ακριβώς όπως είπατε. Κρύος και να καίει», είπε σοβαρά ο Ηρακλής.
Με κάποια υποψία οδηγεί ο παληκαράς το φλιτζάνι στα χείλη και ρουφάει μια γουλιά. Δεν προλαβαίνει να την καταπιεί, κοκκινίζει, πετάγεται ορθός κι αρχίζει να χοροπηδάει σκούζοντας. Έφερε βόλτα τον εαυτό του ίσαμε δέκα φορές, ενώ τα δόντια του αμολούσαν βρισιές για τον Εωσφόρο. Έγινε άρατος, σας λέω, πού να ξαναφανεί στο καφενείο!».
Άρατος ο ψευτόμαγκας. Μου ‘μεινε η λέξη κολλημένη στο κεφάλι με πλαστελίνη κι όταν γύρισα στη Αθήνα, έψαξα και τη βρήκα. Γραμμένη με κεφαλαίο άλφα. Ο Άρατος, επί χρόνια στρατη-γός της Αχαϊκής Συμπολιτείας, είχε χάσει δυο τρεις σπουδαίες μάχες από τους Σπαρτιάτες και σε μια μάχη διαδόθηκε ότι είχε πεθάνει, ενώ αυτός όπου φύγει φύγει.
Κάθε φορά πάντως που κατεβαίναμε στο χωριό γινόμασταν εμείς άρατοι αγκυροβολώντας στα κτήματα όλη μέρα για να δούμε τ’ άλογα και να τα καβαλικέψουμε. Όσοι ήταν πάνω από δέκα χρονώ παίρνανε την καραμπίνα και βάζανε στόχους τενεκεδάκια, ενώ τα μικρά παρακολουθούσαν με δέος. Κι όποτε κουραζόμασταν απ’ το παιχνίδι, η Κυρά του πηγαδιού μάς καλούσε έναν έναν με τ’ όνομά του και μας δρόσιζε.
Επιστροφή στο σπίτι κι όρμαγα αχόρταγα και βούταγα μέσα στη ψηλοτάβανη σάλα, ένιωθα πως θα θεριέψω απ’ την ανάτασή της, και χάζευα τις φωτογραφίες νέων και γέρων με μαύρα ρούχα και τεράστια μουστάκια που φτάνανε ως το ταβάνι, άνοιγα τα ρουθούνια να καταπιώ τις αναθυμιάσεις απ’ το τζάκι και μου γαργαλούσε εμετός το λαρύγγι κάθε φορά που μου επιτιθόταν η μυρωδιά του κατσικίσιου γάλακτος.
Μεγαλώνοντας κατάλαβα ότι αυτοί που ήταν κρεμασμένοι ολόγυρα στη σάλα απ’ τον ουρανό ήταν οι πεθαμένοι, στον πόλεμο, στο σπίτι τους, στα κτήματα, στους καβγάδες. Ένα εικονοστάσι νεκρών. Γι’ αυτό, λοιπόν, θυμιάτιζε η γιαγιά μου κι έλεγε κάτι ακατάληπτα λόγια κάθε γιορτή και σχόλη; «Άφέγκη νάμου π’ έσσι στον ουρανέ, να έννι αγιαστέ το ονουμά ντι, να μόλει α βασιλεία ντι, να ναθή το θέλημά ντι, οπού τον ουρανέ, έτρου τσαι ταν-ι-γή». Μόνο απ΄ τη μυρωδιά ένιωθα ότι ήταν το πατερημών.
Μεγαλώνοντας κατάλαβα ότι το γάλα της κατσίκας δεν μύριζε τίποτε άλλο παρά επιβίωση κι ευγνωμοσύνη κι ότι τα άλογα δεν τρώγανε ένα σκασμό φαΐ για να πηγαίνουν βόλτες. «Δεν υπάρχει άλλο σύμπαν απ’ αυτό που αιμορραγεί». Όσο για τις χορταστικές ροχάλες του παππού, αυτές σίγουρα έκρυβαν τις φιλοσοφικές του αναζητήσεις.
Μόνο ο κώδικας με τη Λευκή αφορούσε εμάς τους δυο κι έμεινε ίδιος, σκέφτηκα και χώθηκα στο κουτί με τις φωτογραφίες. Το μέλλον δεν τολμάει ν’ απλώσει χέρι στις ασπρόμαυρες μνήμες.
Δείτε ακόμη: «Λογοτεχνικές διαδρομές» της Χρύσας Τσάκωνα