Του Βαγγέλη Μπουναρτζή

Αν ταξιδέψουμε πίσω στο χρόνο και παρατηρήσουμε τη γραπτή παράδοση, θα ανακαλύψουμε πολλές και διαφορετικές θεωρίες περί του πώς πιστεύεται ότι εξελίχθηκε το αλφάβητο. Ο γραπτός λόγος στην αρχαία Ελλάδα ξεκινάει τον 13ο αιώνα π.Χ. με τις πινακίδες στη γραμμική Β, οι οποίες βρέθηκαν στις Μυκήνες, στην Κνωσό, στη Θήβα και στην Πύλο. Η γραμμική Β ήταν μία συλλαβική γραφή, δηλαδή, κάθε σύμβολο αντιστοιχούσε σε μία συλλαβή. Τα επόμενα γραπτά μνημεία εμφανίζονται τον 8ο αιώνα π.Χ. και είναι πλέον σε αλφαβητική γραφή και όχι σε συλλαβική. Στους αιώνες που μεσολάβησαν οι αρχαίοι Έλληνες πήραν το φοινικικό αλφάβητο. Η πιο σημαντική αλλαγή που έκαναν στο αλφάβητο αυτό, ήταν η εισαγωγή των φωνηέντων, χωρίς τα οποία η απόδοση της ελληνικής θα ήταν δύσκολη. Μια νέα, όμως, μορφή, τόσο στη γλώσσα, όσο και στον γραπτό λόγο της ελληνικής σχηματίζεται και χρησιμοποιείται μέσα σε ένα διάστημα των επόμενων έξι αιώνων, στους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους, δηλαδή κατά τους 3ο με 4ο αι. π.Χ..Η γλώσσα αυτή ονομάζεται ελληνιστική ή αλεξανδρινή Κοινή ή απλώς Κοινή.

Οι κυριότερες λογοτεχνικές διάλεκτοι, οι οποίες χαρακτηρίζουν και τον γραπτό λόγο στην αρχαία Ελλάδα ήταν στην ελεγεία και τη θρηνητική ποίηση, η ιωνική διάλεκτος. Στην ιωνική διάλεκτο συνθέτει τις ελεγείες του ο Λάκωνας Τυρταίος και ο Θέογνις. Η χορική ποίηση συνδέεται άμεσα με τη δωρική διάλεκτο, και αυτήν επομένως χρησιμοποιούν τόσο ο Πίνδαρος όσο και οι Ίωνες, Σιμωνίδης και Βακχυλίδης. Κατά την ποίηση του μέλους, έχουμε την αιολική διάλεκτο από τη Σαπφώ και τον Αλκαίο. Ωστόσο, και τα ιστορικά έργα είναι γραμμένα στην ιωνική, όπως έκανε ο Ηρόδοτος ή στην αττική διάλεκτο, όπως έκανε ο Ξενοφώντας και ο Θουκυδίδης, ενώ ο Ιπποκράτης συνέγραψε το ιατρικό του έργο στην ιωνική. Τα δύο έπη του Ομήρου, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, είναι ένα αμάλγαμα ιωνικών, κυρίως, και αιολικών διαλεκτικών στοιχείων. Τα στοιχεία αυτά συνθέτουν μια μικτή, τεχνητή γλώσσα που δεν μιλήθηκε ποτέ αλλά φτιάχτηκε για τις ανάγκες της επικής ποίησης. Σύνθετη, όσον αφορά τις διαλέκτους, είναι και η γλώσσα της τραγωδίας. Από τη μία πλευρά, έχουμε τα χορικά κομμάτια, τα οποία είναι γραμμένα στη δωρική διάλεκτο ή τουλάχιστον έχουν έντονα δωρικά στοιχεία, ενώ από την άλλη πλευρά, είναι τα διαλογικά μέρη, που χαρακτηρίζονται έντονα από ιωνικά στοιχεία. Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ποιητές, ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης, συνέθεσαν πάνω σε αυτό το διαλεκτικό «μείγμα».

Στις λογοτεχνικές εκφάνσεις του γραπτού λόγου στην αρχαία Ελλάδα, και συγκεκριμένα στη μυθολογία, ο Έρωτας (Έρως) ήταν ο φτερωτός θεός της αγάπης. Πολύ συχνά συσχετιζόταν με τη θεά Αφροδίτη. Οι πρώτες – αυτόνομου τύπου – εμφανίσεις του θεού Έρωτα έγιναν κατά τον 5ο αιώνα π.Χ.. Ο Έρωτας εμφανίζεται ανεξάρτητος από άλλες θεότητες, άλλοτε πετάει, άλλοτε κοιμάται, άλλοτε ιππεύει ένα δελφίνι, άλλοτε κρατάει ένα λουλούδι.

«Έρωτα ανίκητε στη μάχη» δηλαδή, «έρως ανίκατε μάχαν», είναι η γνωστή αρχαία γραπτή φράση του τραγωδού Σοφοκλή για τον Έρωτα, που πάντα νικά και ποτέ δεν χάνει. Γνωρίζει ο ποιητής οτι ο έρωτας διαφοροποιεί στον άνθρωπο το, λεγόμενο, πολιτικά ορθό και του αλλάζει την οπτική για τη λογική και την παράλογη σκέψη και πράξη, για το δυνατό και το αδύνατο. Η λέξη «έρως» αρχίζει από το [-ερ] της ερωής, που σημαίνει ορμητική κίνηση. Ο Πλάτωνας στον διάλογο «Κρατύλος» διευκρινίζει ότι ο «έρως» είναι μία εισροή από έξω, όχι και τόσο οικεία σε αυτόν που είναι υπό την κατοχή τού Έρωτα. «Έρως δέ, ότι εσρεί (=εισρέει) έξωθεν και ουκ οικεία εστίν η ροή αύτη τω έχοντι, αλλ’ έπείσακτος δια των ομμάτων, δια ταύτα από του εσρείν. Έσρος το γε παλαιόν έκαλείτο, νυν δέ έρως κέκληται.».

Ο Ευριπίδης, γράφει: «Όστις δε τον Έρωτα ού κρίνει θεόν μέγαν και υπέρτατον πάντων δαιμόνιον, σκαιός εστί ή άπειρος, μήποτε γνώς θεών υπέρτατον». (Ευριπίδη, Απόσπασμα τραγωδίας «Αύγη») Αυτό που μας λέει, σημαίνει: «Όποιος τον Έρωτα θεό πανίσχυρο μέσα σ’ όλα κι ανώτερο δεν τον θαρρεί και τ ουρανού ακόμα, είτε έχει πέτρινη καρδιά, ή το όμορφο δεν νιώθει που δώρο απ’ τους αθάνατους στον άνθρωπο εδόθη

Μια πολύτιμη διευκρίνιση μεταξύ Έρωτα και της Αγάπης, θα μας έκανε να ανακαλύψουμε τη διαφορά τους. Η Αγάπη (από το άγαν + πάομαι = αποκτώ, κατέχω) σημαίνει πως θέλω σε μεγάλο βαθμό να έχω το αντικείμενο του ενδιαφέροντος μου και να κατέχομαι από αυτό. Σημειωτέον ότι ο διαχωρισμός της έννοιας αυτών των δύο λέξεων είναι προνόμιο της ελληνικής γλώσσας.

Παράλληλα, διακρίνεται και ο διάλογος του Πλάτωνα στο «Συμπόσιον» ή εναλλακτικά, «Περί Έρωτος Ηθικός». Σε αυτό το διάλογο ο Φαίδρος, ο Ερυξίμαχος, ο Παυσανίας, ο Αριστοφάνης, ο Αγάθων, ο Σωκράτης και ο Αλκιβιάδης θα μιλήσουν με τη σειρά και θα τοποθετηθούν πάνω στο θέμα του Έρωτα. Ο Φαίδρος, αρχικά, μιλά για τον Έρωτα σαν ένα Θεό Μέγα, που γεννήθηκε πρώτος από όλους τους Θεούς και φέρνει όλα τα αγαθά. Ο Ερυξίμαχος θα προσθέσει ότι ο έρωτας αναφέρεται και στα ζώα και στα φυτά αλλά και σε όλο το σύμπαν. Ο Αριστοφάνης, από την μεριά του, θα παρουσιάσει τον Έρωτα σαν τη τάση που διαθέτουν οι άνθρωποι για ολοκλήρωση, αφού, κατά ένα μύθο, σε κάποια παλαιότερη εποχή διχοτομήθηκαν από τους Θεούς. Ακολουθεί ο Αγαθών, ο οποίος αναφέρεται στον Έρωτα σαν τον πιο ευτυχισμένο, ωραίο και άριστο από τους Θεούς. Βλέπουμε, επομένως, ότι, τόσο για τη Φιλοσοφία, όσο και για τη λογοτεχνία, όπως προαναλύσαμε, ο Έρωτας ταυτίζεται με τη δύναμη που τείνει στην ολοκλήρωση και στην κατάκτηση της αθανασίας, αλλά ταυτόχρονα, που είναι κάτι, που κάποιος δεν δύναται να το αποφύγει, αφού πάντα νικά.

Βιβλιογραφία:

  • Ανδρόνικος Μ. (1971). Η ελληνική γραφή. Στο Ιστορία του ελληνικού έθνους, 2ος τόμος, Αρχαϊκός ελληνισμός, 196-201. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών.
  • Μίσσιου Α. (2007). Γραφή και ελληνική γλώσσα , Θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας.
  • Thomas R. [1996] (2001). Γραπτός και προφορικός λόγος στην Αρχαία Ελλάδα. 3η έκδ. Μτφρ. Δ. Κυρτάτας. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σελ. 19-21, 29-31.
  • Χριστοφορίδου Κ. (2007). Η γλωσσική πραγματικότητα στην αρχαιότητα.
  • Βαλάκας Κ. (2001). Η χρήση της γλώσσας στην αρχαία τραγωδία.
  • Βουτυράς Ε. (2001). Η εισαγωγή του αλφαβήτου.
  • ΧΡΙΣΤΙΔΗΣ, Α.-Φ. 2005. Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση 1. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [΄Ιδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη].

Ακολουθήστε την επίσημη σελίδα μας στο facebook schooltime για να βλέπετε τις σημαντικότερες ειδήσεις στη ροή του schooltime.gr

Ακολουθήστε μας στο facebook